καρπόω

Revision as of 08:24, 2 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A bear fruit or bear as fruit, metaph., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης A.Pers.821:—Pass., τὰ πλεῖστα τῶν ῥιζοφύτων καρπωθέντα Ocell.1.13.
2 offer by way of sacrifice, LXX Le.2.11; ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, of burnt-offerings, SIG1025.33 (Cos, iv/iii B. C.):—so in Pass., ib.997.9 (Smyrna), cf. Hsch.
II take as fruit or take as produce, LXX De.26.14:—elsewhere in Med., καρπόομαι get fruit for oneself, i.e.,
1 reap crops from, c. acc. rei, (ἀρούρας) Hdt.2.168; Χθόνα A.Pr.851, Supp.253; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι to crop the land twice a year, Pl.Criti.118e: metaph., βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593: hence, exhaust, drain, exploit, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ar.V.520, cf. Isoc.4.133,166; οὐσίας D.19.249.
2 enjoy the usufruct or enjoy the interest of money, ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι Id.27.5; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι to derive profits from…, Id.1.22; ἔθνη X.HG6.1.12; ἰδία κ. τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.25.25; (πλεονεξίαν) D.23.126: in pf. Pass., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος having enjoyed the profits of the shop, Id.27.47: abs., make profit, Ar.Ach.837.
3 enjoy the free use of, τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα Th.2.38; τὴν τῶν πολεμίων (χώραν), τὰς τῶν θεῶν τιμάς, X. Ages.1.34; τὴν οἰκείαν ἀδεῶς κ. D.1.25, cf. 28.
4 simply, enjoy, ἄελπτον ὄμμα… φήμης S.Tr.204; τἀμὰ… λέχη E.Andr.935; ἐλευθερίαν Th.7.68; τὴν σοφίαν Pl.Euthd.305e; ἡδονὴν ταύτην Id.Phdr. 252a, cf. 240a, etc.; ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν X.Cyr.8.2.22; τὴν δόξαν τινός D.20.69; τὴν ἡλικίαν Id.59.19; δωρεάς Plu.Them.31: in bad sense, ἰδίας καρποῦσθαι λύπας = enjoy sorrows Hp.Flat.1; φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν A.Ag. 502; τὰ ψευδῆ καλά ib.621; πένθη E.Hipp.1427; ἄπαιδα κ. βίον Id.Fr.571.3; τὰ μέγιστα ὀνείδη Pl.Smp. 183a; λοιδορίας Phld.Vit. p.34J.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht machen, hervorbringen, tragen, übertr., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης, der Übermuth treibt die Aehre der Schuld, Aesch. Pers. 807. – Sp., wie LXX., = die Frucht darbringen zum Opfer. – Gew. med., wie καρπίζομαι, die Frucht für sich einsammeln, ernten, Frucht woraus ziehen; καρπώσεται ὅσην Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα, der ernten wird, so weit der Nil das Land bewässert, Aesch. Prom. 854, vgl. Suppl. 250; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν ἐκαρποῦντο Plat. Critia. 118 e; τὸν ἀγρόν Xen. Mem. 1, 1, 8 u. A.; vom Feinde, τὴν χώραν καρπ οῦσθαι, die Einkünfte des Landes für sich nehmen, das Land aussaugen, plündern, Isocr. 4, 133. 166; vgl. Ath. VI, 274 f; allgemeiner, Nutzen, Ertrag ziehen aus Etwas, τὴν Ἑλλάδα Ar. Vesp. 518; ἔδωκε ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι, um den Ertrag davon zu ziehen, zu benutzen, Dem. 27, 5; λιμένας καὶ ἀγοράς 1, 22; τὴν ἑαυτοῦ κτῆσιν Plat. Legg. IX, 877 a, genießen; τὴν ἡλικίαν Dem. 59, 19. Oft übertr., ἡδονήν Plat. Conv. 187 e, τὴν σοφίαν Euthyd. 305 e; ἔκ τινος εὔκλειαν Xen. Cyr. 8, 2, 22; δωρεάς Plut. Them. 31; Tragg., βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Aesch. Spt. 575, ernten von des Geistes tiefer Furche; im schlimmen Sinne, die schlimmen Folgen wovon empfinden, αὐτὸς φρενῶν καρποῖτο τὴν ἁμαρτίαν Ag. 488, vgl. 607; ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης καρπούμεθα, wir genießen den Ruf, Soph. Tr. 203; τἄμ' ἐκαρποῦτ' ἂν λέχη Eur. Andr. 936; πένθη μέγι στα δακρύων καρπούμεναι Hipp. 1427. – Aber καρποῦσθαι τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys. 25, 25 ist = für sich ausbeuten, Vortheil daraus ziehen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. ao;
porter des fruits, produire comme fruit;
Moy. καρπόομαι, καρποῦμαι (f. καρπώσομαι, ao. ἐκαρπωσάμην) récolter pour soi, recueillir les fruits de : χθόνα ESCHL de la terre ; fig. εὔκλειαν XÉN recueillir une bonne renommée ; particul. se procurer les revenus de, jouir des revenus de (d'un pays, d'une ville, des ports, des marchés, etc.) acc. ; en gén. avoir la jouissance de, jouir de : ἐλευθερίαν THC de la liberté.
Étymologie: καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπόω καρπός act. als vrucht dragen, opleveren:. ὕβρις... ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης overmoed heeft een oogst van onheil opgeleverd Aeschl. Pers. 821. med. de oogst binnenhalen van, met acc.:; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν ἐκαρποῦντο tweemaal per jaar oogstten zij van het land Plat. Criti. 118e; overdr. de vruchten plukken van, voordeel hebben van, met acc.:; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι te profiteren van hun havens en markten Dem. 1.22; abs.:; καρπώσεται hij zal de vruchten plukken Aristoph. Ach. 837; genieten (van), met acc.:; κ. ἐλευθερίαν vrijheid genieten Thuc. 7.68.3; ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν κ. zekerheid en goede naam genieten Xen. Cyr. 8.2.22; ongunstig kaalplukken:. κ. τὴν Ἑλλάδα Griekenland kaalplukken Aristoph. Ve. 520.

Russian (Dvoretsky)

καρπόω:
1 давать плод, порождать (στάχυν ἄτης Aesch.);
2 med. собирать урожай (ἀρούρας Her.; χθόνα Aesch.; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν κ. Plat.);
3 med. получать прибыль, извлекать доходы (τὰς σατραπείας Plut.): κ. ἔθνη Xen. собирать дань с (покоренных) народов; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς κ. Dem. взыскивать сборы с портов и рынков;
4 med. извлекать пользу, пользоваться (τῆν ἑαυτοῦ κτῆσιν Plat.);
5 med. использовать для личной выгоды (τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.);
6 med. обирать, грабить (τὴν τῶν πολεμίων χώραν Xen.);
7 med. приобретать, получать, стяжать (εὔκλειαν ἔκ τινος Xen.; τὴν σοφίαν Plat.; τὰς τιμὰς καὶ τὰ χρήματα Plut.);
8 med. пользоваться, наслаждаться (δόξαν, τὴν ἡλικίαν Dem.): κ. ἡδονήν Plat. получать удовольствие;
9 med. навлекать на себя (τὰ μέγιστα ὀνείδη Plat.): κ. φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Aesch. пожать плоды своих греховных замыслов.

Greek Monotonic

καρπόω: μέλ. -ώσω (καρπός Α),
I. φέρω καρπό ή φέρω ως καρπό, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., καρπώνομαι, δηλ.
1. θερίζω τον καρπό της γης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μεταφ., εξαντλώ ή λεηλατώ, τὴνἙλλάδα, σε Αριστοφ.
2. απολαμβάνω τον τόκο των χρημάτων, σε Δημ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος, απολαμβάνω τα κέρδη του εργαστηρίου, στον ίδ.· απόλ., ωφελούμαι, αποκομίζω κέρδος, σε Αριστοφ.
3. αποκομίζω τους καρπούς, έχω την ελεύθερη χρήση ενός πράγματος, σε Θουκ. κ.λπ.· έπειτα,
4. απλώς, απολαμβάνω, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· μερικές φορές με αρνητική σημασία, καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν, σε Αισχύλ.· πένθη, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καρπόω: μέλλ. -ώσω, φέρω καρπὸν ἢ φέρω ὡς καρπόν· μεταφ., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. ἐκκαρπίζομαι:― ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) προσφέρω ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, λαμβάνω καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) θερίζω τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ ἔτος, Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― ἐντεῦθεν, ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) λαμβάνω τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. ἰδίᾳ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) λαμβάνω τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ αὐτοῦ ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) ἁπλῶς ἀπολαύω, ἄελπτον ὄμμα… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― ἐνίοτε ὡς τὸ ἀπολαύω, ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ αὐτόθι 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.

Middle Liddell

καρπόω, fut. -ώσω [καρπός1]
I. to bear fruit or bear as fruit, Aesch.
II. Mid. to get fruit for oneself, i. e.,
1. to reap crops from land, Hdt., Aesch.: metaph. to exhaust or drain, τὴν Ἑλλάδα Ar.
2. to enjoy the interest of money, Dem.; so in perf. pass., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος enjoying the profits of the shop, Dem.:—absol. to make profit, Ar.
3. to reap the fruits of, enjoy the free use of, Thuc., etc.: —then,
4. simply, to enjoy, Soph., Eur., etc.:— sometimes in bad sense, καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν Aesch.; πένθη Eur.

Translations