ἀνεμώλιος

Revision as of 05:30, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αζήμιος, Άκακος" to "αζήμιος, άκακος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνεμώλιον, windy, Hom., but only metaph., ἀνεμώλια βάζειν = talk words of wind, Il.4.355, Od.11.464; οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι = are like the winds, i.e. empty boasters, Il.20.123; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; = why bear thy bow in vain? 21.474; δίκη ἀνεμώλιος, of a trial, Maiist.38; ἔπεσεν.. ἀνεμώλιον αὔτως Theoc.25.239; εἶπε δ' ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος the empty fool! AP11.61 (Maced.); ἀνεμώλιον ἀσπίδα θεῖναι = ake a shield wind, make a shield empty wind, make a shield powerless, make a shield harmless, Orph.L.512.—Ep. and Ion. word, used by Luc.Astr.2. (From ἄνεμος, with Aeol. ending ἀνεμώνιος, by dissimilation ἀνεμώλιος, Eust.1214.27; cf. μεταμώνιος.)

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 de cosas vano en uso pred. ταῦτ' ἀνεμώλια βάζεις Il.4.355, cf. Od.11.464, τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον ...; Il.21.474, ἰὸς ... ἔπεσε ... ἀνεμώλιος en vano cayó el dardo Theoc.25.239, ἀνεμώλιον ἀσπίδα θεῖναι inutilizar un escudo Orph.L.512
en gener. οἶστρος Anacreont.60.15
inútil δίκη Maiist.38
neutr. como adv. inútilmente, vanamente ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ Il.5.216.
2 de pers. insensato, fanfarrón οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι Il.20.123
imbécil, AP 11.61 (Maced.).
• Etimología: Disim. por *ἀνεμώνιος ‘comprado por viento’ o simple deriv. de ἄνεμος.

German (Pape)

[Seite 223] windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? οἶστρος ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
léger ou vide comme le vent ; inutile ; adv. • ἀνεμώλια vainement.
Étymologie: ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμώλιος: досл. ветреный, перен. пустой, ничтожный Anacr., Luc., Anth.: ἀνεμώλια βάζειν Hom. бросать слова на ветер.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώλιος: -ον, ἀνεμιαῖος, πλήρης ἀνέμου, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέγειν λόγους τοῦ ἀνέμου, «λόγια τοῦ ἀέρος», «κενὰ φθέγγεσθαι», (Εὐστ.), Ἰλ. Δ. 355. Ὀδ. Λ. 464· οἱ δ’ αὖτ’ ἀνεμώλιοι, ὅμοιοι ἀνέμοις, ἄστατοι, ἀνίκανοι, Ἰλ. Υ. 123· τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον ...; διατὶ κρατεῖς τὸ τόξον σου ματαίως; Φ. 474· ἀνεμώλια γάρ μοι ὁπηδεῖ (ἐνν. τὰ τόξα) Ε. 216· ἔπεσεν... ἀνεμώλιον αὔτως Θεόκρ. 25. 239· εἶπε δ’ ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος, ὁ ἀνόητος, ὁ κοῦφος τὸν νοῦν! Ἀνθ. Π. 11. 61· ἀν. ἀσπίδα θεῖναι, καθιστῶ αὐτὴν ἀνίσχυρον, ὅ ἐ. ἀβλαβῆ, Ὀρφ. Λιθ. 506. - Ἐπ. λέξις καὶ ἐν χρήσει ὡς τοιαύτη παρὰ Λουκ. Ἀσρολ. 2. (Ἐκ τοῦ ἄνεμος: πρὸς τὸν σχηματισμὸν πρβλ. μεταμώνιος).

English (Autenrieth)

(ἄνεμος): windy, hence empty, useless, idle, (in) vain; σὺ δὲ ταῦτ' ἀνεμώλια βάζεις, Il. 4.355.

Greek Monolingual

ἀνεμώλιος, -ον (Α)
1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος
2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) -ώνιος, με ανομοίωση (-ωλιος < -ωνιος). Το επίθημα -ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί με το -οιος (πρβλ. αλλώνιος < άλλος, ετερώνιος < έτερος, παντώνιος < πας). Ο τ. ανεμώλιος πιθ. συνδέεται με τον τ. μεταμώνιος (< μετανεμώνιος, με ανομοίωση) «μάταιος, που παρασύρεται από τον άνεμο». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ανεμώλιος πλάστηκε κατ' αναλογία προς το αποφώλιος «ανωφελής, μάταιος»].

Greek Monotonic

ἀνεμώλιος: -ον (ἄνεμος), ανεμώδης· μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέω λόγια του αέρα, σε Όμηρ.· οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι, είναι όπως οι άνεμοι, δηλ. άστατοι, ανίκανοι, σε Ομήρ. Ιλ.· τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον; γιατί κουβαλάς άσκοπα το τόξο σου; στο ίδ.· ἀνεμώλιος, ανόητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄνεμος
windy: metaph., ἀνεμώλια βάζειν to talk words of wind, Hom.; οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι are like the winds, i. e. good for naught, Il.; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον; why bear thy bow in vain? Il.; ἀνεμώλιος empty fool! Anth.

Translations

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed