ἰσχύω
English (LSJ)
(ἰσχύς), Batr.279: impf.
A ἴσχυον Ar.V.357, X.HG6.4.18: fut. ἰσχύσω Ar.Av.1607, etc.: aor. ἴσχῡσα S.Aj.502, etc.: pf. ἴσχῡκα Aeschin.1.165, Cerc.17.34:—Pass., aor. κατισχύθην D.S.15.87: (ἰσχύς):—to be strong in body, S.Tr.234; ὅπως ὑγιαίνοιεν καὶ ἰσχύοιεν X.Cyr.6.1.24; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ S.Aj.502; ἰ. τοῖς σώμασιν X.Mem.2.7.7; τοῦ σώματος ἰσχύοντος Antipho 5.93; ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ, i.e. I had all my strength, Ar.V.357; ἰ. ἐκ νόσου to be recovering, X.HG6.4.18.
2 to be powerful, prevail, μηδὲν μεῖον ἰ. Διός A.Pr.510, etc.; πλέον, μεῖζον ἰ., E.Hec.1188, Ar.Av.1607; later ἰ. πρός τινα prevail against, LXX Ps.12(13).4; ἐπί τινας ib.1 Ma.10.49; ἰ. τινί to be strong in a thing, σοφία ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἰσχύει Pi.Fr.61; θράσει E.Or.903; ἐν τῇ ποιητικῇ Phld.Po.5.9; ἰ. τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Th.3.46; ἰ. ἐκ πονηρίας D.2.9; ὅθεν ἰσχύομεν, ᾗπερ ἰσχύουσι, Th.1.143, 2.13; ἰ. παρά τινι have power or influence with one, Id.8.47, Aeschin.2.2, D.38.20, etc.
b of things, prevail, ὅρκος οὔτι Ζηνὸς ἰ. πλέον A.Eu. 621; τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω S.OT356; τὸ δίκαιον ἐν πᾶσιν ἰ. D. 37.59; have force, ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια, ταὐτὰ.. καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν D.19.241, cf. 25.71; ὁ λόγος δόξειεν ἂν ἰσχύειν Arist. Pol.1280a28; νομὴ ἄδικος οὐδὲν ἰ. is of no force, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἰσχῦόν τι something permanent, prob. in Epicur.Ep.1p.7U.: c.inf., ὁ καιρὸς ἰσχύει.. πράττειν D.17.9, cf. LXX 2 Ch.2.6(5), al., Plu.Pomp. 58; οὐκ ἰ. ἀρτιστομεῖν Str.14.2.28, cf. Ev.Marc.5.4, D.Chr.33.22, etc.
3 to be worth to or be equivalent to, ἡ μνᾶ ἰσχύει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ J.AJ14.7.1, cf. PGnom.106, Ptol.Tetr.134; αἱ ψῆφοι τάλαντον ἰσχύουσιν (prob. for ἴσχουσιν) Plb.5.26.13.
4 Act., condense, νεφέλας LXX Si.43.15.
b ἄρτον πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα making strong.., ib.Wi.16.20 (in se habentem, Vulg.).
5 ἰσχύοντες ἀστέρες those in dominating positions, Serapion in Cat.Cod.Astr.8(4).226. [ῡ in Batr. l.c., Trag. and Com., S.Aj.1409, OT356, Ar.V.357, Av. 488, 1606; later, ῠ sometimes in pres. and impf., AP5.166 (Asclep.), 211 (Mel.).]
German (Pape)
[Seite 1273] (ἰσχύς), stark sein, mutig, gewaltig sein; ὑπέρ τινα Pind. frg. 13; μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός Aesch. Prom. 508; Eum. 591; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ Soph. Ai. 495; auch von Sachen, τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω O. R. 356; Ar. Vesp. 357; καὶ ὑγιαίνειν Xen. Cyr. 6, 1, 24; ἐκ τῆς νόσου Hell. 6, 4, 18; ἰσχύειν τινί, wodurch mächtig, stark sein, Thuc. 2, 13. 3, 140; πρὸς τοὺς πολεμίους 3, 46; Kraft haben, gelten, ἐν ᾗ ἂν πόλει αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. Crit. 50 b, vgl. Polit. 294 a; λόγοι Lys. 4, 12; ἡ κατηγορία ἰσχύει παρὰ τοῖς ἀκούουσι Aesch. 2, 2, der auch ἴσχυκε καὶ σύνηθες ἐγένετο λέγειν vrbdt, 1, 165; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι, bei Einem sehr viel vermögen, gelten, Dem. 38, 20; Plut. Pomp. 2. – [ἴσχυε mit kurzem υ Asclepd. 19 (V, 167), u. ἰσχύετε Mel. 53 (V, 212).]
French (Bailly abrégé)
f. ἰσχύσω, ao. ἴσχυσα, pf. ἴσχυκα;
I. intr. 1 être fort, robuste, vigoureux : ἐκ νόσου XÉN recouvrer ses forces après une maladie;
2 être puissant, avoir du crédit, de l'influence : τινί, par qch (une armée, une marine, etc.) ; en parl. de choses ὁρκὸς ἰσχύων ESCHL, τἀληθὲς ἰσχῦον SOPH serment, vérité qui s'impose ; avec l'inf. : ὁ καιρὸς ἰσχύει πράττειν DÉM le moment presse d'agir;
II. tr. rendre fort, fortifier ; condenser.
Étymologie: ἰσχύς.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχύω: (ῡ)
1 быть сильным, крепким (ὑγιαίνειν καὶ ἰ. Xen.; ἰ. τοῖς σώμασιν Xen.): οἱ ἰσχύοντες NT крепкие (здоровые) люди;
2 быть сильным, могущественным: τὸ ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν Thuc. флот, которым они сильны; τὰ τῶν ξυμμάχων, ὅθεν ἰσχύομεν Thuc. помощь союзников, от которой зависит наша (афинян) сила; ἰ. τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc. в чем-л. (или чем-л.) превосходить врагов;
3 быть сильным, выделяться, отличаться (σοφίᾳ Pind.; θράσει Eur.; χρημάτων πλήθει Plut.);
4 иметь вес, иметь значение, быть действительным: ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. (не может быть прочного государства), в котором вынесенные приговоры недействительны; διαθήκη μὴ ἰοχύει NT завещание не имеет силы; μὴ τοσοῦτον ἰσχῦσαι τοὺς τούτου λόγους Lys. (я считаю), что не такое уж большое значение имеют его слова; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι Dem. иметь большой вес у кого-л.; τἀληθὲς ἰσχῦον Soph. непреложная истина; ὅρκος ἰσχύων Aesch. незыблемая (нерушимая) клятва;
5 давать силу, предоставлять возможность: ὁ καιρὸς ἰσχύει πράττειν Dem. обстоятельства позволяют действовать; ἰσχύει τί τινι κατά τινος Dem. кто-л. получает поддержку против кого-л.;
6 выздоравливать, оправляться (ἐκ τῆς νόσου Xen.);
7 усиливаться, крепнуть (αὐξάνειν καὶ ἰ. NT);
8 одолевать, брать верх (κατά τινος NT);
9 мочь, быть в состоянии (ποιεῖν τι NT): πάντα ἰ. NT быть всесильным.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχύω: ἴδε ἐν τέλ.: παρατ. ἴσχυον Ἀριστοφ. Σφ. 357: μέλλ. ἰσχύσω Βατραχομ. (ἔνθα ὅμως αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἐνεστῶτα), Αἰσχύλ. Προμ. 510, Ξεν. Ἀθην. 1. 14, κλ.: ἀόρ. ἴσχῡσα Σοφ. κλ.: πρκμ. ἴσχῡκα Αἰσχίν. 23. 33: - Παθ., ἀόρ. κατ- ισχύθην Διόδ.: (ἰσχύς). Εἶμαι ἰσχυρὸς (κατὰ τὸ σῶμα δηλ.), ἰσχύοντά τε καὶ ζῶντα καὶ θάλλοντα Σοφ. Τρ. 234, Ξεν., κλ.· ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ, ὅστις ἦτο ὁ ἰσχυρότατος ἐν τῷ στρατῷ, Σοφ. Αἴ. 502· ἰσχ. τοῖς σώμασιν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· τὸ σῶμα ἰσχύει Ἀντιφῶν 140. 29· ἴσχυόν τ’ αὐτὸς ἐμαυτοῦ, δηλ. ἰσχυρότερος ἦν ἢ τὰ νῦν Ἀριστοφ. Σφ. 357· ἰσχύειν ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 18. 2) ἔχω ἰσχύν, δύναμιν, ἐπικρατῶ, μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διὸς Αἰσχύλ. Πρ. 510, κτλ.· πλέον μεῖζον ἰσχ. Εὐρ. Ἑκ. 1118, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1606· - ἰσχ. τινί, εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι πράγματι, σοφίᾳ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρῶν ἰσχύων Πινδ. Ἀποσπ. 33. θράσει Εὐρ. Ὀρ. 903· ἰσχ. τινὶ πρός τινα Θουκ. 3. 46. ἰσχ. ἐκ πονηρίας Δημ. 20. 26· ὅθεν ἢ ᾖπερ ἰσχύουσι Θουκ. 1. 143., 2. 13· ἰσχ. παρά τινι, ἔχω δύναμιν ἢ «ἐπιρροὴν» ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 8. 47, Αἰσχίν. 28. 9, Δημ. 990. 21, κτλ.· ἐν πᾶσι ὁ αὐτ. 983. 18. β) οὐχὶ ἐπὶ προσώπων, ἰσχύω, ἐπικρατῶ, ἔχω ἰσχύν, ὅρκος ἰσχ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 621· τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Σοφ. Ο. Τ. 356· λόγος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5· - ἀπροσ., ἃ γὰρ ὡρίσω σὺ δίκαια, ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν Δημ. 416. 20, πρβλ. 791. 20· - μετ’ ἀπαρ., τὸν μὲν καιρόν ποτ’ ἰσχύειν καὶ ἄνευ τοῦ δικαίου τὸ συμφέρον πράττειν ὁ αὐτ. 214. 5, Πλουτ. Πομπ. 58. 3) ἐξέχω, Λατ. valere, ἴδε ἐν λ. ἴσχω ΙΙΙ. 2. ῡ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1409, Ο. Τ. 356, Ἀριστοφ. Σφ. 357, Ὄρν. 488, 1607· παρὰ μεταγεν., ῠ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀνθ. Π. 5. 167, 212· ἔτι καὶ ἴσχῠσα Θεόδ. Πρόδρ. σ. 89.
English (Strong)
from ἰσχύς; to have (or exercise) force (literally or figuratively): be able, avail, can do(-not), could, be good, might, prevail, be of strength, be whole, + much work.
English (Thayer)
imperfect ἴσχυον; future ἰσχύσω; 1st aorist ἴσχυσα; (ἰσχύς); the Sept. for חָזַק, אָמֵץ, עָצַם, etc.; to be strong, i. e.:
1. to be strong in body, to be robust, to be in sound health: οἱ ἰσχύοντες, as a substantive, Sophocles Tr. 234; Xenophon, Cyril 6,1, 24; joined with ὑγιαίνειν, id. mem. 2,7, 7).
2. to have power (from Aeschylus down), i. e.
a. to have a power evinced in extraordinary deeds, i. e. to exert, wield, power: so of the gospel, to have strength to overcome: οὐκ ἴσχυσαν (A. V. prevailed not i. e.) succumbed, were conquered (so יָכֹל לֹא, κατά τίνος, against one, i. e. to use one's strength against one, to treat him with violence, to be of force, avail (German gelten): τί, in to be serviceable: εἰς τί (A. V. good for), to be able, can: Plutarch, Pomp. 58). with the accusative, πάντα, πολύ, ἐνισχύω, ἐξισχύω, ἐπισχύω, κατισχύω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσχύω) ισχύς
1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα»)
2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον»)
3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια»)
(νεοελλ.-μσν.)
έχω τη δύναμη, έχω τη δυνατότητα, μπορώ
μσν.
είμαι επαρκής («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῦ»)
(μσν.-αρχ.)
1. είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός, ρωμαλέος («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)
2. επιβάλλομαι, επικρατώ, νικώ («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾶς», Πανάρ.)
αρχ.
1. συνέρχομαι από την ασθένεια, αναλαμβάνω δυνάμεις, αναρρωννύω
Greek Monotonic
ἰσχύω: [ῡ], μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἴσχῡσα, παρακ. ἴσχῡκα (ἰσχύς)·
1. είμαι σωματικά ακμαίος, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.
2. είμαι δυνατός, ισχυρός, κραταιός, επικρατώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πλέον, μεῖζον ἰσχύω, σε Ευρ.· ἰσχύω παρά τινι, έχω δύναμη ή επιρροή πάνω σε κάποιον, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσχύ¯ω, [from ἰσχύ¯ς] [perhaps akin to ἔχω, ἴσχω
1. to be strong in body, Soph., Xen., etc.
2. to be strong, mighty, powerful, prevail, Aesch., etc.; πλέον, μεῖζον ἰσχ. Eur.; ἰσχ. παρά τινι to have power or influence with one, Thuc.
English (Slater)
Chinese
原文音譯:„scÚw 衣士虛哦
詞類次數:動詞(29)
原文字根:(成為)強而有力 相當於: (גִּבֹּור) (חַיִל / חֵילֵךְ) (כֹּחַ)
字義溯源:有力,要堅強,能,有功效,效力,有用,要緊,有力量作,康健,勝,得勝;源自(ἰσχύς)=力量);而 (ἰσχύς)出自(ἶρις)X*=力)。參讀 (δύναμαι)同義字
同源字:1) (διϊσχυρίζομαι)堅決斷言 2) (ἐνισχύω)加添力量 3) (ἐξισχύω)很有力量 4) (ἐπισχύω)更有力 5) (ἰσχυρός)有力的 6) (ἰσχύς)力量 7) (ἰσχύω)有力 8) (κατισχύω)壓服
出現次數:總共(29);太(4);可(4);路(8);約(1);徒(6);加(2);腓(1);來(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 能(11) 太8:28; 可5:4; 可14:37; 路6:48; 路8:43; 路13:24; 路14:29; 路14:30; 徒15:10; 徒25:7; 徒27:16;
2) 他們⋯能(5) 可9:18; 路14:6; 路20:26; 約21:6; 徒6:10;
3) 效力(1) 來9:17;
4) 我有力量作(1) 腓4:13;
5) 你們⋯能(1) 太26:40;
6) 是有⋯功效的(1) 雅5:16;
7) 牠⋯得勝(1) 啓12:8;
8) 要緊(1) 加6:15;
9) 功效(1) 加5:6;
10) 康健的人(1) 可2:17;
11) 健康的人(1) 太9:12;
12) 力(1) 路16:3;
13) 勝了(1) 徒19:16;
14) 得勝(1) 徒19:20;
15) 有用(1) 太5:13