ἄσπονδος

Revision as of 14:57, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ἄσπονδον,
A without σπονδή or drink offering: hence,
I of a god, to whom no drink offering is poured, ἄσπονδος θεός, i.e. death, E.Alc.424.
II without a regular truce (ratified by σπονδαί), ἀνοκωχή Th.5.32; of persons, without making a truce, ἄ. ἀπιέναι Id.3.111, cf. 113; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι take up their dead without leave asked, Id.2.22; τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον the specious plea of neutrality, Id.1.37.
2 admitting of no truce, implacable, ἄσπονδόν τ' Ἄρη (ἀράν codd.) A.Ag.1235 (Pors.); πόλεμος D.18.262, Plb.1.65.6, etc.; ἔχθρα Plu.Per.30; ἀσπόνδοισι νόμοισιν ἔχθραν συμβάλλειν E.El.905 (lyr.); of persons, implacable, 2 Ep.Ti.3.3. Adv. ἀσπόνδως = implacably, ἀσπόνδως ἔχειν Ph.Fr.24H.

Spanish (DGE)

-ον
I 1al que no se hacen libaciones ἄ. θεός e.d. la muerte, E.Alc.424.
2 que no comporta libaciones θύεα Nonn.D.7.66, θυσίαι Eus.DE 8.2.402d.
II 1que no ha hecho un convenio de pers. ἀπίεναι ἀσπόνδους Th.3.111, ξυνεξῆσαν ἄσπονδοι Th.3.113
no incluido en un convenio ἀνείλοντο ... αὐτοὺς (νεκροὺς) ... ἀσπόνδους Th.2.22
no ratificado por un convenio ἀνοκωχή Th.5.32, διοκωχή D.C.47.27.2, τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον el especioso convenio Th.1.37.
2 que no admite tregua, implacable ἄσπονδόν τ' Ἄρη A.A.1235, ἀσπόνδοισι γὰρ νόμοισιν ἔχθραν τῷδε συμβεβλήκαμεν E.El.905, πόλεμος D.18.262, Plb.1.65.6, Hld.5.32.2, Plu.2.1095f, τύχη Hld.8.9.8, ἔχθρα Plu.Per.30, ἀπειλή Nonn.D.20.310
de pers. irreconciliable, implacable 2Ep.Ti.3.3, Pall.V.Chrys.9p.57, Hsch., θυμός Ach.Tat.6.19.4
τὸ ἄσπονδον = intratabilidad ἐνετίθει ... τῇ παιδιᾷ τῆς γνώμης τὸ ἄσπονδον Ach.Tat.2.20.2.
III adv. ἀσπόνδως = implacablemente ἀσπόνδως ἔχειν Ph.Fr.24.

German (Pape)

[Seite 374] (σπονδή), ohne Opferspende, dah. ohne Bündniß od. Vertrag u. Waffenstillstand, Thuc. 3, 111. 113, Gegensatz ὑπόσπονδος, u. öfter; τὸ ἄσπ., Neutralität, 1, 37; ἄρης Aesch. Ag. 1208; θεός Eur. Alc. 426, u. oft, bes. πόλεμος ἄσπ. καὶ ἀκήρυκτος, unversöhnlich, wo von keinem Waffenstillstand die Rede ist, z. B. Dem. 18, 232; Pol. 1, 65, 6 u. A.; ἔχθρα Plut. Pericl. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans libations : ἀνοκωχὴ ἄσπονδος THC suspension d'armes, qui n'est pas une véritable trêve (laquelle était toujours sanctionnée par des libations) ; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι THC enlever ses morts sans avoir demandé de trêve ; τὸ ἄσπονδον THC neutralité, litt. absence de traité ou de convention;
2 qui n'admet pas de trêve, implacable.
Étymologie: , σπονδή.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of σπένδω; literally, without libation (which usually accompanied a treaty), i.e. (by implication) truceless: implacable, truce-breaker.

English (Thayer)

ἀσπονδον (σπονδή a libation, which, as a kind of sacrifice, accompanied the making of treaties and compacts; cf. Latin spondere); (from Thucydides down);
1. without a treaty or covenant; of things not mutually agreed upon, e. g. abstinence from hostilities, Thucydides 1,37, etc.
2. that cannot be persuaded to enter into a covenant, implacable (in this sense from Aeschylus down; especially in the phrase ἄσπονδος πόλεμος, Dem. pro cor., p. 314,16; Polybius 1,65, 6; (Philo de sacrif. § 4); Cicero, ad Att. 9,10, 5; (cf. Trench, § lii.)): joined with ἄστοργος, 2 Timothy 3:3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπονδος, -ον) σπονδή
αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρόςάσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα)
νεοελλ.
φρ. «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται αναμεταξύ τους αλλά φέρονται με υποκριτική φιλία
αρχ.
1. (για θεό) εκείνος στον οποίο δεν γίνεται σπονδή, δηλ. ο θάνατος
2. αυτός που γίνεται χωρίς σπονδές, χωρίς επίσημη συμφωνία επικυρωμένη με σπονδή
3. το ουδ. ως ουσ. η ουδετερότητα.

Greek Monotonic

ἄσπονδος: -ον (σπονδή
I. αυτός που δεν προσφέρει σπονδές, λέγεται για κάποιο θεό, στον οποίο δεν χύνονται χοές, ἄσπονδος θεός, δηλ. θάνατος, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που δεν κάνει κανονική ανακωχή (που επικυρώνεται με σπονδαί), σε Θουκ.· ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι, πήραν τους νεκρούς τους χωρίς σπονδές, στον ίδ.· τὸ ἄσπονδον, διατήρηση μιας συμφωνίας ή συνθήκης με άλλους, ουδετερότητα, στον ίδ.
2. αυτός που δεν δέχεται καμία ανακωχή, αδιάλλακτος, θανάσιμος, Λατ. internecinus, λέγεται για τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπονδος:
1 не освященный возлияниями, т. е. не скрепленный установленными обрядами (ἀνοκωχή Thuc.): ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι Thuc. убрать трупы без заключения перемирия;
2 непримиримый (Ἄρης Aesch.; πόλεμος Dem., Polyb., Plut.; ἔχθρα Plut.): ἄ. θεός Eur. = θάνατος.

Middle Liddell

σπονδή
I. without drink-offering, of a god, to whom no drink-offering is poured, ἄσπ. θεός i. e. death, Eur.
II. without a regular truce (which was ratified by σπονδαί), Thuc.; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι to take up their dead without leave asked, Thuc.; τὸ ἄσπονδον a keeping out of treaty or covenant with others, neutrality, Thuc.
2. admitting of no truce, implacable, deadly, Lat. internecinus, of war, Aesch., Dem.

Chinese

原文音譯:¥spondoj 阿-士胖多士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-奠酒的
字義溯源:不奠酒的,不和解的,不解怨的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σπένδω)*=澆奠)組成
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 不解怨(1) 提後3:3;
2) 不和解的(1) 羅1:31

English (Woodhouse)

truceless, of war

Mantoulidis Etymological

(=ἀδιάλλακτος). Ἀπό τό α στερητ. + σπονδή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σπένδω.

Translations

implacable

Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий

Lexicon Thucydideum

nullo foedere icto, with no treaty made, 2.22.2, 3.111.3, 3.113.1, 5.32.7,
absentia foederis, absence of a treaty, 1.37.4.