πταῖσμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (πταίω)
A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).
2 error, fault, J.AJ7.7.1; τῆς ἀνοσιουργίας ἀσεβῆ πταίσματα Iamb. Myst.3.31.
II failure, misfortune, euphemism for defeat, ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται πταῖσμα D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης πταῖσμα Phld. Vit.p.22J.; περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15.
German (Pape)
[Seite 807] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
faux pas, d'où fig.
1 faute, erreur, méprise;
2 accident, revers.
Étymologie: πταίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πταῖσμα: ατος τό
1 ошибка, промах (τὸ π. καὶ ἡ ἁμαρτία Plut.);
2 неудача, поражение, провал, Her., Dem., Aeschin., Diod.
Greek Monolingual
το / πταῖσμα, ΝΜΑ, και φταίσμα Ν, και πταίμα Α πταίω / φταίω]
1. ενέργεια και το αποτέλεσμα του πταίω, φταίξιμο, υπαιτιότητα, σφάλμα
2. παράπτωμα
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) παράπτωμα της βούλησης που συνεπάγεται κατά νόμο την ευθύνη του προσώπου, η οποία συνδέεται με την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε κανείς λόγω πταίσματός του, με αδικοπραξία ή κατά την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών του, παράπτωμα που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την αμέλεια
2. (ποιν. δίκ.) κάθε πράξη η οποία τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο
3. το πταισματοδικείο
αρχ.
1. πρόσκομμα, σκόνταμα
2. σφάλμα στη γραφή
3. ελάττωμα
4. χτύπημα ή μώλωπας στα δάχτυλα τών ποδιών
5. (μτφ. και κατ' ευφημισμό) αποτυχία, ήττα («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῖσμα πρὸς τὸν Πέρσην», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
πταῖσμα: τό,
I. παραπάτημα, σκόνταμα, σφάλμα, λάθος, σε Θέογν.
II. αποτυχία, δυστυχία, συντριβή, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πταῖσμα: τό, (πταίω) πρόσκομμα, σφάλμα, «σκόνταμμα», λάθος, Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· σφάλμα ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. ἀποτυχία, δυστύχημα, κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ πταίω ΙΙ.
Middle Liddell
πταῖσμα, ατος, τό,
I. a stumble, trip, false step, Theogn.
II. a failure, misfortune, defeat, Hdt., Dem., etc. [from πτάξ
English (Woodhouse)
defeat, disappointment, disaster, failure, frustration, stumble, blow of fortune, fall, set back
Mantoulidis Etymological
Translations
stumble
Arabic: عَثْرَة; Bulgarian: спъване, запъване; Catalan: ensopegada; Chinese Mandarin: 失足; Czech: klopýtnutí, zakopnutí; Danish: snublen; Finnish: kompastus; French: chute, faux pas; Georgian: ბორძიკი, წაბორძიკება; German: Stolpern, Fehltritt; Ancient Greek: πταῖσμα, σφάλμα; Hungarian: botlás; Italian: scivolone; Occitan: contrapàs, escarlimpada; Persian: سکندر, سکندری; Polish: potknięcie się; Portuguese: tropeço; Russian: спотыкание; Slovak: zakopnutie, potknutie sa; Spanish: tropezón, traspié; Westrobothnian: snaga
error
Afrikaans: fout; Albanian: gabim; Arabic: خَطَأ, غَلْطَة, غَلَط; Egyptian Arabic: غلطة; Archi: хатӏа; Armenian: սխալ; Asturian: error; Avar: гъалатӏ; Azerbaijani: xəta, səhv; Bashkir: хата; Belarusian: памылка, хі́ба; Bengali: ভুল; Bulgarian: грешка; Burmese: အမှား; Catalan: error, errada; Chinese Mandarin: 錯誤/错误, 失誤/失误; Chukchi: ԓыганэн; Czech: chyba, omyl; Danish: fejl, fejltagelse, forseelse; Dhivehi: ކުށް; Dutch: fout, vergissing, onjuistheid; Erzya: ильведькс, ильведевкс, ильведема; Esperanto: eraro, miso; Estonian: viga; Farefare: tuure; Finnish: erehdys, virhe; French: erreur; Gagauz: yanlış; Galician: erro; Georgian: შეცდომა; German: Fehler; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌹𐌸𐌰; Greek: λάθος, σφάλμα; Ancient Greek: ἀβρόταξις, ἀγνόημα, ἀλόγημα, ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμάρτιον, ἁμαρτωλή, ἁμαρτωλία, ἀμβλάκημα, ἀμβλακία, ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον, ἀπλάκημα, ἀπόπτωμα, ἀστόχημα, ἀστοχία, διάπτωμα, διάπτωσις, ἔγκακον, ἔκπτωσις, ἐξαμαρτία, ἐξολίσθησις, ματία, ματίη, παράβασις, παραίβασις, παρατροπή, παρόραμα, περιφορά, πλάνη, πλημμέλεια, πταῖσμα, σφάλμα, σφαλμός; Haitian Creole: erè; Hebrew: טָעוּת, שְׁגִיאָה; Hindi: त्रुटि, ग़लती, भूल; Hungarian: hiba; Icelandic: mistök, villa, skyssa; Ido: eroro; Indonesian: kesalahan; Irish: botún, dearmad, earráid, iomrall; Italian: errore, sbaglio; Japanese: 誤り, 間違い, エラー; Kabuverdianu: asnera; Kashubian: zmiłka, fela, błąd, fel, feler, ochëba, pomilenié, przelisk, przerzeczenié, zarzek, zarznięcé, zbrida, zmilenié; Kazakh: қателік; Khmer: កំហុស; Korean: 실수(失手), 에러, 오류(誤謬); Kurdish Central Kurdish: ھەڵە; Northern Kurdish: xete, şaşî; Kyrgyz: жаңылыш, ката; Ladino: yero; Lao: ຂໍ້ຜິດພາດ; Latin: error; Latvian: kļūda; Lithuanian: klaida; Luhya: ekasoro; Macedonian: грешка; Malay: ralat, kesalahan; Malayalam: പിശക്, തെറ്റ്; Mokshan: эльбятькс; Mongolian Cyrillic: алдаа; Norwegian Bokmål: feil; Nynorsk: feil; Occitan: error; Old English: ġedwola; Oromo: dogoggora; Persian: خطا, اشتباه, غلط; Plautdietsch: Fäla; Polish: błąd, pomyłka, omyłka; Portuguese: erro; (New) Prussian: blānda; Romanian: eroare; Russian: ошибка; Scottish Gaelic: mearachd, iomrall; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̏шка, по̀грешка; Roman: grȅška, pògreška; Slovak: chyba; Slovene: napaka; Somali: gaf; Sotho: phoso; Spanish: error, yerro; Swahili: kasoro; Swedish: fel; Tabasaran: гъалатӏ; Tagalog: mali; Tajik: иштибоҳ, хато, ғалат; Tamil: தப்பு; Thai: ข้อผิดพลาด, ความผิดพลาด; Tocharian B: nāki, triśalñe; Turkish: yanlış, hata, yanılgı; Turkmen: ýalňyş; Ukrainian: помилка, хиба; Uyghur: خاتا; Uzbek: xato, gʻalat; Vietnamese: lỗi; Vilamovian: faołer; Võro: essütüs; Yiddish: טעות, גרײַז, פֿעלער
failure
Albanian: dështim; Arabic: فَشَل, إِخْفَاق; Armenian: անհաջողություն; Basque: porrot; Belarusian: правал, крах, няўдача; Bulgarian: неуспех, несполука; Catalan: fracàs; Cherokee: ᎤᏄᎸᎲᏍᎩ; Chinese Mandarin: 失敗, 失败; Czech: nezdar, neúspěch, selhání; Danish: fiasko; Dutch: mislukking, faling, fout; Esperanto: malsukceso; Estonian: ebaõnnestumine; Finnish: epäonnistuminen, moka, munaus, tyriminen, töppäys, möhläys, tunarointi, kömmähdys; French: échec; German: Misserfolg, Ausfall, Verschlechterung, Misslingen, Versagen, Fehlschlag; Greek: αποτυχία; Ancient Greek: ἀποτυχία, ἀστόχημα, ἀστοχία; Hebrew: כישלון \ כִּשָּׁלוֹן; Hungarian: kudarc, bukás, felsülés, fiaskó; Ido: fiasko; Indonesian: gagal, kegagalan; Irish: meath; Italian: fallimento, insuccesso, avaria, fiasco; Japanese: 失敗; Kabuverdianu: fadja; Kazakh: сәтсіздік; Khmer: កំហក, ចំណាញ់, រិត្ត; Korean: 실패(失敗); Kyrgyz: жол болбоо, иш ордунан чыкпай калуу; Latin: deliquium, defectio; Latvian: neizdošanās, neveiksme; Lithuanian: nepasisekimas; Macedonian: неуспех; Malay: kegagalan; Maori: mūhoretanga; Norwegian Bokmål: fiasko, misære; Old English: āteorung, ġeteorung; Persian: شکست; Polish: niepowodzenie, porażka, nieudacznictwo; Portuguese: falha, fracasso, falhanço; Romanian: eșec; Russian: провал, крах, неудача, неуспех; Sanskrit: असिद्धि; Scottish Gaelic: fàilligeadh; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏успех, не̏успјех; Roman: nȅuspeh, nȅuspjeh; Slovak: nezdar, krach, neúspech; Slovene: neuspeh; Spanish: fallo, fracaso; Swahili: ushinde; Swedish: misslyckande; Tagalog: pagkabigo; Telugu: వైఫల్యం; Turkish: başarısızlık; Ukrainian: крах, провал, невдача; Vietnamese: thất bại