προλείπω

From LSJ
Revision as of 02:50, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλείπω Medium diacritics: προλείπω Low diacritics: προλείπω Capitals: ΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proleípō Transliteration B: proleipō Transliteration C: proleipo Beta Code: prolei/pw

English (LSJ)

   A forsake, abandon, νεκρόν Il.17.275; κτήματα. . ἄνδρας τε Od.3.314; σε . . οὐ δύναμαι π. δύστηνον ἐόντα 13.331; φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν 23.120; φιλίην Thgn.1102, cf. 351; οὐκ ἔτλη Επάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν Simon. ap. Hdt.7.228; πατέρα . . ἐν λυγρῷ γήρᾳ S.Aj.507; χώραν π. abandon one's post, Th.2.87; τὸ τῶν ξυμμάχων κοινόν Id.1.74; simply, leave, Ἀρκτοῦρος π. ῥόον Ὠκεανοῖο Hes.Op.566; ἄντρον, θᾶκον, ἕδρας σκοτίους, etc., Pi.P.9.30, A.Pr.282 (anap.), E.Alc.124 (lyr.), etc.; ψυχὴ π. τινά Ar.Av.1558 (lyr.).    2 omit to do a thing, c. inf., π. τόδε μὴ οὐ ποιεῖν S.El. 132 (lyr.); π. τὴν μίσθωσιν fall into arrears of rent, BGU197.15 (i A.D.).    3 rarely of things, desert, fail one, σε μῆτις προλέλοιπε Od. 2.279, cf. Ar.Th.927; ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ Pl.R.601b: c. gen., ἐφημερίων π. Epigr.Gr.321.4.    II intr., cease, fail, φονος . . οὐ προλείπει . . Ἀτρείδαις E.Or.817 (lyr.); εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη Th.7.75; of persons, faint, fall into a swoon, E.Hec.438.

German (Pape)

[Seite 732] voraus, heraus od. weggehen und hinter sich lassen, im Stiche lassen, von Menschen, Orten u. Sachen; Hom., Hes.; μῆτίς σε προλέλοιπε, die Klugheit verließ dich, Od. 2, 279; ἄντρον προλιπών, Pind. P. 9, 30; Aesch. Prom. 280 Pers. 18; Soph. πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ γήρᾳ προλείπων. Ai. 502; – auch = ablassen, οὐδ' ἐθέλω προλιπεῖν τόδε μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στοναχεῖν, El. 130; Eur. φυλακὰς προλιπών, Rhes. 18, u. öfter; u. in Prosa: ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ, Plat. Rep. X, 601 b; ἐξαίφνης σε προὔλιπεν αὕτη ἡ δύναμις, Theag. 130 c; χώραν, Thuc. 2, 87; auch intrans., εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, 7, 75, wenn ihm die Kraft ausging; vgl. Eur. Or. 817.

Greek (Liddell-Scott)

προλείπω: μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω ὀπίσω, ἐγκαταλείπω, νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ δύναμαι πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ φρόνησις σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν Σιμωνίδης παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν προλείπω, ἐγκαταλείπω τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― ἁπλῶς καταλείπω, ἀφίνω, Ἀρκτοῦρος πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· ἄντρον, ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) παραλείπω νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, ἐκλείπω, ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· μετὰ γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., λείπω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει φόνος Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι ἡ ῥώμη Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.

French (Bailly abrégé)

f. προλείψω, ao.2 προέλιπον, pf. προλέλοιπα;
1 tr. laisser derrière soi ; laisser, abandonner, acc. ; avec un suj. de chose : οὐδέ σε μῆτις προλέλοιπεν OD la prudence ne t’a pas abandonné ; avec μὴ οὐ et l’inf. négliger de, etc.
2 intr. faire défaut à, venir à manquer à, τινι.
Étymologie: πρό, λείπω.

English (Autenrieth)

aor. part. προλιπών, inf. προλιπεῖν, perf. προλέλοιπεν: leave behind, met., forsake, Od. 2.279.

English (Slater)

προλείπω
   1 come out from c. acc. “σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” (P. 9.30) ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παρατώ («νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν», Ομ. Ιλ.)
2. απλώς αφήνω («Ἀρκτοῡρος προλείπει ῥόον Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)
3. παραλείπω να κάνω κάτι («οὐδ' ἐθέλω προλιπεῑν τόδε», Σοφ.)
4. (για πρόσ.) λιποθυμώ, λιποψυχώ («... προλείπω
λύεταί μου μέλη», Ευρ.)
5. (σχετικά με μίσθωση) είμαι εκτός προθεσμίας
6. (αμτβ.) λείπω εκ τών προτέρων («εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη», Θουκ.).

Greek Monotonic

προλείπω: μέλ. -ψω, παρακ. -λέλοιπα, αόρ. βʹ προὔλῐπον,
I. 1. προχωρώ και αφήνω, βαδίζω εμπρός και φεύγω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μῆτίς σε προλέλοιπε, η φρόνηση σε έχει εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· χώρανπρολείπω, εγκαταλείπω τη χώρα, σε Θουκ.
2. με απαρ., παραλείπω να κάνω κάτι, σε Θέογν., Σοφ.
3. λέγεται για πράγματα, εγκαταλείπω, αφήνω κάποιον, σε Πλάτ.
II. αμτβ., σταματώ ή αφήνω εκ των προτέρων, παραλείπω, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει φόνος, σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ ῥώμη, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, λιποθυμώ, λιποψυχώ, αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, εξασθενίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προλείπω: 1) оставлять, покидать (κτήματά τε ἄνδρας τ᾽ ἐν δόμοισιν Hom.; τὴν πόλιν ἐν μυρίῳ πένθει Plut.): μὴ τὸ ξυμμάχων κοινὸν προλιπεῖν Thuc. не изменить общему делу союзников;
2) прекращаться, оканчиваться: Ἀτρείδαις οὐ προλείπει φόνος Eur. не прекращаются убийства в доме Атридов; εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα Thuc. если у кого-л. истощились физические силы;
3) слабеть (προλείπω, λύεται δέ μου μέλη Eur.).