καταγράφω

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγρᾰφω Medium diacritics: καταγράφω Low diacritics: καταγράφω Capitals: ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ
Transliteration A: katagráphō Transliteration B: katagraphō Transliteration C: katagrafo Beta Code: katagra/fw

English (LSJ)

   A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—Pass., καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31.    2 engrave, inscribe, εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4:—Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for Att. ἀνεγρ-) εἰς ἄξονας Plu.Sol.25.    3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.    4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 (Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.    5 paint over, τοίχων ἀμορφίαν βαφαῖς Luc.Am.34.    II fill with writing, [σανίδας] E.Alc.969 (lyr.):—Pass., Luc.VH1.7.    2 register, record, μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα Χρόνον -γεγραμμένας Pl.Lg.741c; ὠνάς BGU1213.9 (iii B.C.); κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46; esp. enroll, ναύτας Plb.1.49.2; δυνάμεις D.S.11.1; τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35:—Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων . . καὶ καταγραφέντων, . . τοὺς ὁμήρους . . τοὺς . . καταγραφέντας, Plb.29.3.6; σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36; Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται AP9.571.    3 summon by a written order, [Χορηγοὺς] κ. τινάς Arist.Oec.1352a7; κοινοβούλιον Plb.28.19.1.    b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.    4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c; οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70 (iii B.C.), cf. BGU50.8 (Pass., ii A.D.), POxy.1703 (iii A.D.), etc. (also in Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign, ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71: c. inf., reckon that... Id.NA7.11.    5 devote to the infernal gods, curse, IG9(1).977 (Corc.), Tab.Defix.p.vii; so prob. in Plu.Cic.32.

German (Pape)

[Seite 1343] 1) aufschreiben, beschreiben; ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Eur. Alc. 967; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας Plat. Legg. V, 741 c; τὰ ὅρκια Pol. 29, 2, 6; κατέγραφον εἰς τοὺς τοίχους τὸν στίχον 5, 9, 4; νόμους εἰς ἄξονας Plut. Sol. 25. – Bes. in Listen einschreiben, eintragen, στρατιώτας, d. i. Soldaten ausheben, Pol. oft; auch κοινοβούλιον, Pol. 28, 16, 1; ὁμήρους, 29, 2, 6; κατεγράφησαν, οὓς ἔδει θνήσκειν, von den Proscriptionen, Plut. Cic. 46; ἀγρούς, Land anweisen, frat. am. 8 E. – Von mathematischen Figuren, beschreiben, Sp., einen Umriß entwerfen, Pausan. 1, 28, 2. – Uebtr., sich vorstellen, Ael. N. A. 7, 11. – 2) zerkratzen, von Hesych. καταξύω erkl.; Her. 3, 108, v. l. καταγνάφω; καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτισι Ael. V. H. 10, 3, öfter; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

καταγράφω: ᾰ: μέλλ. ψω, νύττω, κολάπτω, καταξύνω, ποιῶ ἀμυχάς, χαράττω, ὡς τὸ καταμύσσω, Ἡρόδ. 3. 108 (ἔνθα εἷς ἐκ τῶν κωδίκων ἔχει καταγνάφω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 3· ἱπτάμενος δὲ οὔποτε δένδρεα κεῖνα κατέγραφεν (δηλ. ἔπληττεν) ἰὸς ἀλήτης Νόνν. Δ. 21. 327· κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ, ἐλαφρῶς διέσχιζεν, αὐτόθι 4. 407, πρβλ. Τρυφιόδ. 669. 2) ἐγχαράττω, γράφω, νόμους εἰς ἄξονας Πλουτ. Σόλ. 25, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4· ὅρκια ὁ αὐτ. 29. 2, 6· (ἡ Ἀττ. λέξις εἶναι ἀναγράφω)· ― ἰχνογραφῶ, σχεδιογραφῶ, Παυσ. 1. 28, 2· περιγράφω, Διον. ΙΙ. 707. 3) πληρῶ τι διὰ γραμμάτων, στήλην… Ἑλληνικοῖς γράμμασι καταγεγραμμένην Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. α΄, 7· ζωγραφῶ, εὐανθέσι βαφαῖς χρωμάτων κατέγραψαν ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι. ΙΙ. καταγράφω, ὡς καὶ νῦν, Θρῄσσαις ἐν σανίσιν τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Εὐρ. Ἀλκ. 969. 2) ἀναγράφω, μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον Πλάτ. Νόμ. 741C· χορηγοὺς κ. τινὰς Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32· ἄνδρας οὓς ἔδει θνήσκειν Πλουτ. Κικ. 46· ― ἰδίως ἐγγράφω ὡς στρατιώτην, Πολύβ. 1. 49, 2, κτλ.· οὕτως ἐπὶ ὅρκου καὶ ὁμήρων, καταγραφῆναι, νὰ ἐγγραφῶσι, σημειωθῶσιν, ὁ αὐτ. 29. 2, 6· Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται Ἀνθ. Π. 9. 571. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῶ, ἑαυτὸν ἐπὶ φυλῆς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 43. 3) διὰ ἐγγράφου διαταγῆς συγκαλῶ, κοινοβούλιον Πολύβ. 28. 16, 1· ― μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διαγράφω ἐκ τῶν προτέρων ἢ ὁρίζω, θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως Λουκ. Ἔρωτ. 19. 4) παραχωρῶ ἐγγράφως, Λατ. mansipere, Πλούτ. 2. 482C· ― καθόλου, προμηθοῦμαι, καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῖστα ὑπὲρ τῆς κόρης ἢ χρυσίον πάμπολυ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· μετ᾿ ἀπαρ., ὑπολογίζω, λογαριάζω, ἐλπίζω, δεῖπνον ἕξειν… ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ κατέγραφε ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 7. 11.

French (Bailly abrégé)

I. égratigner, écorcher;
II. faire le tracé de :
1 peindre;
2 graver;
3 inscrire, dresser une liste ; p. ext. assigner par écrit;
4 prescrire ; avec l’inf. compter, calculer que.
Étymologie: κατά, γράφω.

Spanish

escribir, grabar, pintar

Greek Monolingual

(AM καταγράφω)
1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.)
2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.)
3. συναριθμώ, συγκαταλέγω («Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται»)
νεοελλ.
κάνω απογραφή
νεοελλ.-μσν.
χαράζω κάτι στον νου μου
μσν.
διαβεβαιώ εγγράφως
αρχ.
1. χαράζω βαθιά
2. διασχίζω ελαφρά («κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ», Νόνν.)
3. αναγράφω, γράφω πάνω σε κάτι («κατέγραφον δ' εἰς τοὺς τοίχους καὶ τὸν περιφερόμενον στίχον», Πολ.)
4. σχεδιάζω, ιχνογραφώ («τὰ λοιπὰ τῶν ἔργων Παρράσσιον καταγράψαι τὸν Εὐήνορος», Παυσ.)
5. περιγράφω μαθηματικά σχήματα
6. ζωγραφίζω («γυμνὴν τοίχων ἀμορφίαν εὐανθέσι βαφαῑς χρωμάτων κατέγραψαν», Λουκιαν.)
7. στρατολογώ («σπουδῇ κατέγραφον ναύτας», Πολ.)
8. συγκαλώ με έγγραφη διαταγήκοινοβούλιον καταγράφειν», Πολ.)
9. καθορίζω («θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως», Λουκιαν.)
10. παραχωρώ εγγράφως («ἀγροὺς καταγράφοντες», Πλούτ.)
11. προμηθεύομαι («καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῑστα ὑπὲρ τῆς κόρης ἤ χρυσίον πάμπολυ», Αιλ.)
12. υπολογίζω («δεῑπνον ἕξειν... ἑαυτῷ καὶ τοῑς παισὶ κατέγραψε», Αιλ.)
13. βλαστημώ.

Greek Monotonic

καταγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω,
I. 1. ξύνω, κομματιάζω, σε Ηρόδ.
2. χαράζω, γράφω, επιγράφω, νόμους, σε Πλούτ.
3. ιχνογραφώ, σχεδιαγραφώ, σε Λουκ.
II. γεμίζω στήλες, πίνακες με γράμματα, σε Ευρ.
2. καταγράφω, καταχωρώ, σημειώνω, αναγράφω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταγράφω: (ρᾰ)
1) расцарапывать, разрывать когтями (τι Her. - v. l. καταγνάφω);
2) начертывать, вырезать, записывать (νόμους εἰς ἄξονας Plut.; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον Plat.; τὰ ὅρκια Polyb.);
3) покрывать письменами, исписывать (τὰς σανίδας Eur.);
4) записывать, вносить в списки, переписывать (τινὰς χορηγούς Arst.; ὁμήρους Polyb.): κ. στρατιώτας Polyb. производить набор солдат; κ. ἄνδρας, οὓς ἔδει θνήσκειν Plut. составлять проскрипционные списки; Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται Anth. Сапфо записана десятой в число Муз;
5) предписывать, назначать (κοινοβούλιον Polyb.);
6) документальным распоряжением передавать (ἀγρούς τινι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γράφω, aor. pass. κατεγράφην krassen, kerven:; ( νόμοι ) κατεγράφησαν εἰς ξυλίνους ἄξονας (de wetten) waren in houten wetstafels gekerfd Plut. Sol. 25.1; κ. εἰς τὴν γῆν in de aarde krassen NT Io. 8.6; openkrabben:. πολλῷ μᾶλλον ἐσικνέεται καταφράφων al krabbend dringt hij steeds verder door (in de baarmoeder) Hdt. 3.108.4. schrijven op, beschrijven:; στήλη Ἑλληνικοῖς γράμμασιν καταγεγραμμένη een zuil beschreven met Griekse letters Luc. 13.7; beschilderen. opschrijven, registreren:; μνήμας καταγεγραμμένας herinneringen op schrift Plat. Lg. 741c; κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν de mannen die moesten sterven waren geregistreerd Plut. Cic. 46.2; τὸ χωρίον... καταγράψειν ἐπηγγέλλετο hij beloofde zijn landgoed onder zijn (Cicero’s) naam te zullen registreren Plut. Cic. 32.2; voorschrijven:. κ. μένειν voorschrijven te blijven Luc. 49.19.