τρεῖς
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τρία, τά: gen. τριῶν: dat. τρισί, also
A τριοῖσι Hippon. 51, and τρίεσσι Delph.3(5).80.21 (iv B. C.); Aeol. τρίσσι Inscr.Perg. 245 B18 (Pitana): acc. τρεῖς (written τρες IG12.24.16, 44.15, 188.37, 1085, al.), τρία: Dor. nom. τρέες Leg.Gort.9.48; τρῆς IG12(3).1640 (Thera); τρῖς SIG236A10 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.23; acc. τρίινς Leg.Gort.5.54, al. (for Τρίνς, lengthd. to correspond with the other cases); τρῖς IG12.838,839 (vi B. C.), SIG239 D ii 28 (Delph., iv B. C.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene):—three, Il.15.187, etc.; τρία ἔπεα three words, prov. in Pi.N.7.48,—for from the earliest times three was a sacred and lucky number, esp. with the Pythagoreans (cf. τριάς), Arist.Cael.268a11; so τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν S.Fr.122; εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι ib.908; cf. σωτήρ 1.2:—διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι I am thrice, i. e. utterly, undone, E.Or.434 (cf. τριάζω) ; ἡ διὰ τριῶν ἀγωγή the 'trivium', Simp. in Ph.1171.34; ἵνα δήσῃ τρία τρία by threes, POxy.121.19 (iii A. D.). (I.-E. stem trǐ-, fuller form trey-, nom. tréy-es (Skt. tráyas, Lat. tres), whence τρέες, contr. τρῆς and τρεῖς (written τρες IG12.295.11); acc. tri-ns (Goth. prins, Skt. tr[imacracute]n), whence τρῖς and τρίινς; in Gr. the nom. τρεῖς functions as acc. (as in Att.), or the acc. τρῖς as nom. (ll. cc.).)
Greek (Liddell-Scott)
τρεῖς: οἱ, αἱ, τρία, τά˙ γεν. τριῶν˙ δοτ. τρισί, καὶ ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 8. τριοῖσι (ὡς δυοῖσι Ἰωνικ. ἀντὶ δυσί)˙ αἰτ. τρεῖς, τρία˙ περὶ τῆς ποικιλίας τῆς κλίσεως ἐν τοῖς συνθέτοις ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 108. Τρεῖς, Ὅμηρ., κλπ., τρία ἔπη, παροιμία παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 71, ἔνθα ἴδε Σχολιαστάς,- διότι ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὁ ἀριθμὸς τρία ἦτο ἱερὸς καὶ εὐοίωνος, μάλιστα παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις (πρβλ. τριάς), Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 1, 2˙ οὕτω, τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν Σοφ. Ἀποσπ. 124˙ εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι αὐτόθι 754, πρβλ. σωτὴρ Ι. 2, καὶ ἴδε Πίνακ. Κωμικ. Ἀποσπ. σ. 1062˙- περὶ τῆς φράσεως διὰ τριῶν, ἴδε τριάζω˙ πρβλ. ὡσαύτως τριτόσπονδος. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙ παράγονται ὡταύτως τὰ τρίς, τρισσός˙ πρβλ. Σανσκρ. tri, tra-yas (tres), tris, (ter)˙ Λατ. tres, tria, terϏ Σλαυ. tri, tri-jeϏ Λιθ. trýs (τρεῖς)˙ Ἀρχ. Ἰρλανδ. tri (tres)˙ - Ζενδ. thri (tres)˙- Γοτθ. thri, threis, οὐδ. thrijaϏ Ἀρχ. Σκανδ. drir˙Ϗ Ἀγγλο-Σαξον. drî˙ Ἀρχ. Γερμαν. drî (drei)˙ - πρὸς τὸ τρίτος (Αἰολ. τέρτος) πρβλ. Σανσκρ. trĭtiyas, Λατ. tertius, Σλαυ. tretii, Λιθ. tréczas, Ἀρχ. Ἰρλ. tris˙Ϗ Ζενδ. thritya, Γοτθ. thridja, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
τρεῖς, τρία;
gén. τριῶν, dat. τρισί;
numéral trois.
Étym. lat. tres, tria, etc.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τρεῑς (τρεῖς, τρᾰῶν, τρεῖς; τρᾰα nom., acc.)
1 three μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus den Worten nicht,” Wil.) (O. 1.60) τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς (sc. δράκοντες) (O. 8.38) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38) θύγατρες αἱ τρεῖς (sc. Κάδμου) (P. 3.98) Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς (P. 4.171) πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς (Hermann: τρίς codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) (N. 6.20) ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) (N. 7.48) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ (I. 6.61) εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ, Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν fr. 6a. h. τρία κρᾶτα fr. 8. ]αν τρεῖς[ (referring to the three lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3. . πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135. ]ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π[ fr. 140a. 71 (45).
Spanish
English (Strong)
or neuter tria a primary (plural) number; "three": three.
Greek Monolingual
τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.)
Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς
β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν
γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι
δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις, τρεῑς και δωρ. τ. τρίινς και τρῑς, ουδ. τρία
II. ΣΗΜΑΣΙΑ: ο αμέσως μετά το δύο ακέραιος αριθμός, που εκφράζει την έννοια της ποσότητας η οποία σχηματίζεται όταν στις δύο μονάδες προσθέσουμε ακόμα μία (α. «τρεις άνδρες» β. «τρία ἔπεα», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. με το άρθρο) το τρία
α) ο αριθμός και το σύμβολο 3
β) αυτός που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 3 (α. «το τρία τραπέζι» β. «το τρία σπαθί»)
2. φρ. α) «πάτησε τα τρία» — μπήκε στο τρίτο έτος της ηλικίας του
β) «μέθοδος τών τριών»
μαθημ. βασική μέθοδος επίλυσης προβλημάτων κατά την οποία από τρία δεδομένα βρίσκεται το ζητούμενο τέταρτο
γ) «πρόβλημα τριών σωμάτων»
(αστρον.-φυσ.) το πρόβλημα προσδιορισμού της κίνησης ενός συστήματος τριών ουράνιων σωμάτων, η οποία δεν διέπεται παρά μόνον από τις ασκούμενες μεταξύ τους δυνάμεις βαρύτητας, πρόβλημα στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμη λύση
3. παροιμ. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος»
(μειωτ.) λέγεται για ελάχιστο αριθμό προσώπων
β) «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες επικρατεί ακαταστασία και έλλειψη συστήματος σε μία επιχείρηση την οποία διευθύνουν περισσότερα άτομα από όσα εργάζονται
γ) «κάθε τρεις και λίγο» ή «κάθε τρεις και λιγουλάκι» — πολύ συχνά
4. παροιμ. α) «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδοξιδο» — λέγεται σε περιπτώσεις σκόπιμα εσφαλμένων υπολογισμών για αποκόμιση παράνομου κέρδους
β) «τρία πουλάκια κάθονται και πίνουν και ταμπάκο» ή, απλώς, «τρία πουλάκια κάθονται» — λέγεται για άτομο που αδιαφορεί προς τις συμβουλές οι οποίες του δίνονται ή για άτομο που λέει πράγματα άσχετα προς το θέμα της ομιλίας
γ) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — και ο πιο επιτήδειος κακοποιός κάποτε θα πιαστεί
δ) «μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα» — ακόμη και οι φίλοι καταντούν ανεπιθύμητοι όταν έχουν υπερβολικές ή συχνές αξιώσεις
αρχ.
φρ. «τρία καί δύο»
(στον Αριστοφ. κατά τον σχολιαστή) «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο
ἀρίστη δὲ κρᾱσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλ. αριθμτ. τρεῖς, τρία ανάγεται σε ΙΕ τ. treyes (< ΙΕ ρ. trei- / tri-). Η ονομ. του αρσ. και θηλ. εμφανίζεται στη δωρ. διάλ. και ασυναίρετη τρέες και συνηρημένη τρῆς, στην αττ. διάλ. η συναίρεση έδωσε τον τ. τρεῖς, που χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική, ενώ η βοιωτ. διάλ. χρησιμοποίησε ως ονομαστική τον τ. τρῖς της αιτιατικής. Η ονομ. τρέες / τρῆς / τρεῖς συνδέεται με τα αρχ. ινδ. trayah, λατ. trēs, γοτθ. ?reis, αρχ. σλαβ. trĭje, ενώ το ουδ. τρία, που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τρι- της ρίζας, αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. trī, αρχ. σλαβ. tri, λατ. tria. Η γενική τριῶν αντιστοιχεί με το λατ. trium, ενώ η δοτ. τρι-σί με το αρχ. ινδ. trisu. Παράλληλα με τη δοτ. τρισί μαρτυρείται στην ιων. διάλ. και θεματική δοτική τριοῖσι. Στην αιτιατική αρχικός τ. θεωρείται το δωρ. τρῖς (< τρινς< ΙΕ τ. trins), πρβλ. αρχ. ινδ. trīn, γοτθ. ?rins. Ο τ. τρίινς στην Κρήτη εμφανίζει δύο συλλαβές, πιθ. κατά τη γεν. τριῶν, ενώ στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως αιτιατική ο τ. τρεῖς της ονομαστικής. Από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- του θέματος, εκτός από τις πλάγιες πτώσεις και το ουδ. τρία, έχουν σχηματιστεί όλα τα παράγωγα του αριθμτ., όπως είναι τα επιρρ. τρίς, τρί-χα, τρι-χῶς, το τακτ. αριθμτ. τρίτος και τα ουσ. τρι-άς, τρί-τρα, τρί-αινα. Από το θ. τρι-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πάμπολλα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- (πρβλ. τρι-ήρης, τρί-μηνος, τρί-οδος, τρίπους, βλ. λ. τρι-). Σε ό,τι αφορά, τέλος, τήν προέλευση της ρίζας του αριθμτ. tre-i-, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι θα μπορούσε να συνδεθεί με τη ρίζα ter- «διαπερνώ» (βλ. λ. τείρω, τετραίνω) με την έννοια ότι ο αριθμός τρία έχει υπερβεί, έχει ξεπεράσει τον αριθμό δύο].
Greek Monotonic
τρεῖς: οἱ, αἱ, τρία, τά, γεν. τριῶν, δοτ. τρισί, αιτ. τρεῖς, τρία· Λατ. tres, tria, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τρεῖς: οἱ, αἱ, τρία τά (gen. τριῶν, dat. τρισί) три, трое Hom. etc.: τρία ἔπεα Pind. три слова, т. е. сказанное в добрый час (три считалось счастливым числом).