πίθος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A large wine-jar, Il.24.527, Od.2.340, 23.305, Hes.Op. 98,368, IG12.328.2, etc. : usu. of earthenware, π. κεράμινοι Hdt.3.96, cf. Ar.Pax703, Pl.La.187b, Grg.493a; π. ἀργύρεοι, sent by Croesus to Delphi, Hdt.1.51; but π. ξύλινοι casks, Str.5.1.12, cf. Hdn.8.4.5. 2 prov., εἰς τὸν τετρημένον π. ἀντλεῖν, of the task of the Danaids, i.e. of labour in vain, X.Oec.7.40, cf. Philetaer.18.5, Luc.Herm.61, DMort.11.4; applied to insatiable appetites, Pl.Grg.493b; to largesses made by demagogues, Arist.Pol.1320a32, cf. Oec.1344b25; ἐκ πίθω ἀντλεῖς you have wine by the caskful, i.e. your purse is deep, Theoc. 10.13; ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη 'trying to run before you can walk', Pl.La.187b, cf. Grg.514e, Ar.Fr.469; ζωὴ πίθου a Cynic's life, like that of Diogenes, Zen.4.14; π. φρενῶν a cask full of wit, Men.Mon.240 ( = IG14.699), expld. with ref. to Diogenes by Eust. 1363.40. II = πιθίας, Arist.Mu.395b12, Ptol.Tetr.90. (Cf. Lat. fidelia.)
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, 1) Faß, Weinfaß, Od. 2, 340, oder große Krüge, mit weiter Oeffnung, so daß man daraus schöpfen kann, πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος, 23, 305, worauf ein genau passender Deckel gelegt wurde, Hes. O. 98; ὥςτ' ἐκπιεῖν σε ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; Ar. Par 596; bei den Alten gew. irden, κεράμινος, Her. 3, 96; doch auch silbern, 1, 51; ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη, Plat. Lach. 187 b, vgl. Gorg. 493 a; sprichwörtlich ἐκ πίθου ἀντλεῖς, Theocr. 10, 13, wie wir »aus dem Vollen«; πίθος ἄπληστος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 6, der auch ζωὴ πίθου 4, 14 anführt, von einem mäßigen geben, von dem Diogenes im Fasse entlehnt; auch ὁ τετρημένος τῶν Δαναΐδων πίθος, Luc. Mort. D. 11, 4 u. A. – 2) alles einem Faß Aehnliche, z. B. von feurigen Lufterscheinungen, Arist. mund. 4, wie πιθείας. – Scheint mit πυθμήν, fundus, Butte, verwandt, nach Buttmann von φίδος, fidelia.
Greek (Liddell-Scott)
πίθος: [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. ἀμφορεύς), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν πήλινος ὀπτός, π. κεράμινος Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· εὐρύστομος ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος καλῶς ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― ἀλλά, ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «παροιμία ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, βίος κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, ἀφθονία εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = πιθείας. ἴδε ἐν λ. (Κατὰ τὸν Buttm. = φίδος, ὅθεν καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς ὡσαύτως τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grande jarre en terre pour le vin ou l’huile ; τετρημένος πίθος XÉN tonneau percé en parl. du tonneau des Danaïdes, fig. en parl. d’un travail en pure perte.
Étymologie: cf. πυθμήν, πύνδαξ ; p. *φίδος ; cf. lat. fidelia.
English (Autenrieth)
large earthen jar, for wine or oil, Od. 23.305, Od. 2.340. (Sometimes half buried in the earth, as seen in cut No. 64.)
English (Slater)
πῐθος
1 jar τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους· πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 3, 5*. ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μεγάλων διαστάσεων, ιδίως πήλινο, αγγείο με παχιά τοιχώματα και χείλη αλλά με μικρές λαβές, για την αποθήκευση υγρών και ξηρών προϊόντων, πιθάρι
2. «ταφικός πίθος» — πίθος στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τον έθαβαν, κυρίως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους
νεοελλ.
φρ. «είναι πίθος τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη ματαιότητα μιας προσπάθειας, κατά τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια νερό για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια χωρίς πυθμένα, τα οποία, φυσικά, δεν γέμιζαν ποτέ
αρχ.
1. ο πιθίας
2. ονομασία τάξης ουράνιων φαινομένων
3. φρ. α) «πίθος φρενῶν» — ταμείο γνώσεων, πολυμαθής
β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῑν» — το να κοπιάζει άδικα κάποιος
γ) «ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γενομένη» — επιχειρεί κάποιος άπειρος, ανειδίκευτος πολύ δύσκολο έργο
δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῑς» — έχεις άφθονα εφόδια, μεγάλη περιουσία
ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή του τ. qeto —δοχείο, το μέγεθος του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια— (και πιθ. του παραγώγου getijα) οδήγησαν στην απόρριψη ρίζας με δασέα σύμφωνα bhidh- και στην αποδοχή ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και εναλλαγή φωνηεντισμού e/i, που φανερώνει δάνεια λ.].
Greek Monotonic
πίθος: [ῐ], ὁ,
1. πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού (πρβλ. ἀμφορεύς), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα σκεύη, πίθος κεράμινος, σε Ηρόδ.· καλυμμένος με καπάκι, σε Ησίοδ.
2. παροιμ., εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, για το έργο των Δαναϊδών, δηλ. για ματαιοπονία, σε Ξεν.· επίσης, ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δηλ. έχεις πολύ κρασί, «ζεις μέσα στη χλιδή», σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πίθος: (ῐ) ὁ пифос, (большой) глиняный сосуд (бочка) (κεράμινος Her.): εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν погов. Xen. лить в продырявленную бочку (ср. русск. черпать воду решетом); ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη погов. Plat. гончарное дело, начатое с большого сосуда (вместо маленького; о попытке браться за трудное до овладения легким).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: large, mostly earthen vessel for storing wine etc., which is open at the top (Il.).
Dialectal forms: Myc. qeto.
Compounds: Some compp., e.g. πιθ-οίγ-ια n. ceremony for the opening of vessels (Plu.); cf. on οἴγνυμι.
Derivatives: πιθάκνη (Thasos Va, also in mss. of Att. beside) φιδάκνη (A., D., Thphr., Moer.), Dor. πισάκνα (H.) f.; diminutiv. like κυλίχνη, πελίχνη a.o. (Chantraine Form. 195); -άκνη for -ίκνη (from -ίχνη n-. breathdissim.) because of ι in πιθ-[? improbable]; Att. φιδ- for φιτ- (cf. χιτών) after φείδομαι?; πιθάκνιον n. (Eub., Hyp., Luc.), -νίς f., φιδ- (Poll.). -- Other derivv.: 1. diminut. πιθ-ίσκος m. (Plu. Cam. 20), -άριον n. (H., EM); 2. πιθ-(ε)ών, -ῶνος m. cellar (com., inscr. IV--IIIa); 3. -ίας m. jar-shaped comet (Seneca; Scherer Gestirnnamen 107); 4. -ῖτις, -ιδος f. kind of poppy (Dsc.; Redard 75); 5. -ώδης like a jar (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Without exact agreement outside Greek. Great similarity show Lat. fidēlia f. vase of clay, glass etc., whih may stand for *fides-liā , and some northgerm. words, e.g. OWNo. biða f. milktub. So it would be a a very old designation of a vessel; common IE basis *bhidh-. Details a. rich lit. (and further connection with *bheidh- bind which is to be rejected) in W.-Hofmann s.v.; also WP. 2, 185 and Pok. 153. -- Lat. fiscus deviates semantically and is phonetically unclear. - The Myc. form shows that this is a Pre-Greek word. Also φιδ- is problematic.
Middle Liddell
!πί˘θος, ὁ,
1. a wine-jar of the largest kind (cf. ἀμφορεύσ), Hom., etc.; of earthenware, π. κεράμινος Hdt.; covered with a lid, Hes.
2. proverbs, εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, of the task of the Danaids, i. e. labour in vain, Xen.; also ἐκ πίθω ἀντλεῖς, i. e. you have plenty of wine, "you are in clover, " Theocr.