διεξέρχομαι
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
fut. -ελεύσομαι,
A = διέξειμι:—go through, pass through, τὸ χωρίον Hdt.2.29, cf. 5.29; πεδίον Hell.Oxy.7.3, etc. 2 go completely through, νόμον τὸν ὄρθιον Hdt.1.24; πάντας φίλους E.Alc.15; τὴν ὁδόν Pl.Lg.822a; τὴν δίκην ib.856a; δ. πόνους S.Ph.1419: c. part., δ. πωλέων be done selling, Hdt.1.196. 3 folld. by διά, go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Id.3.11; διὰ τῶν δέκα Id.5.92.γ; διὰ τῶν πόλεων Pl.Prt.315a. 4 go through in detail, relate circumstantially, Hdt.3.75, 7.18, D.18.21; λόγον Pl.Lg.893a; ἡ ψυχὴ δ. λόγον πρὸς αὑτήν Id.Tht.189e; τῷ λόγῳ Polystr.p.30 W.; περὶ νόμων Pl. Lg.857e. II intr., to be past, gone by, of time, Hdt.2.52; ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16. 2 to be gone through, of legal formalities, πάντα δ' ἤδη διεξεληλύθει D.21.84, cf. Pl.Lg.805b.
German (Pape)
[Seite 620] (s. ἔρχομαι), 1) ganz durch bis ans Ende gehen, wie Dem. 18, 179 διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς δ. sagt, u. Plat. Phaed. 109 e ἐπ' ἔσχατον τὸν ἀέρα. – Mit dem acc.; ὁδόν Plat. Legg. VII, 822 a; Plut. Pyrrh. 24; διεξόδους Plat. Rep. III, 405 c u. A.; auch πόλεις, Her. 1, 196; u. überte., πόνους, Soph. Phil. 1419; πάντας φίλους, d. i. sich an alle Freunde wenden, Eur. Alc. 15; ἀδικήματα, Plat. Rep. III, 409 a; βίον, Phaed. 108 c Legg. VII, 823 a; ἔτος, VI, 760 a., u. ähnl. ψυχήν, VIII, 832 a; – διά τινος, Her. 3, 11. 4, 72 u. öfter; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, alle Strafen versuchen, Thuc. 3, 45; vgl. Dem. 2, 5, πάντα διεξελήλυθεν, οἷς πρότερον ηὐξήθη, welche Stelle man auch zu 3) zieht. – 2) bes. λόγῳ, durchgehen, vollständig darstellen; πολιτείαν, δίκην u. ä., Plat. Legg. V, 783 e IX, 856 a; περί τινος, IX, 857 e; u. absol., III, 699 e. So Dem. u. Folgde, βιβλίον, γραφήν, lesen, Plut. Cat. min. 70; Hln. 1, 17, 9. – 3) intrans., vorübergehen, πάντα διεξεληλύθει, ist vorbei, Dem. 21, 84; vgl. 2, 5; so von der Zeit, Plut. Aristid. 16.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι, Ἀττ. διέξειμι· ― διαπερνῶ, διέρχομαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχομαι, τὸ χωρίον Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 5. 29, κτλ. 2) διέρχομαι, ἐντελῶς διέρχομαι, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, νόμον τὸν ὄρθιον ὁ αὐτ. 1. 24· πάντας φίλους Εὐρ. Ἀλκ. 15· τὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 822Α· τὴν δίκην αὐτόθι 856Α· δ. πόνους, Λατ. exhaurire labores, Σοφ. Φ. 1419· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., δ. πωλέων, τελειῶνω τὴν πώλησιν, Ἡρόδ. 1. 196· πρβλ. διέξοδος Ι. 4. 3) μετὰ τῆς προθ. διά, διέρχομαι ματὰ σειρὰν ἢ διαδοχικῶς, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. φονεύων αυτοὺς διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 3. 11· διὰ τῶν δέκα ὁ αὐτ. 5. 92, 3· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δοκιμάζων τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην, Θουκ. 3. 45· διὰ τῶν πόλεων Πλάτ. Πρωτ. 315Α. 4) διέρχομαι λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἀκριβῶς ἐκθέτων πάσας τὰς περιστάσεις, τι Ἡρόδ. 3. 75., 7. 18, Πλάτ. Νόμ. 893Α, κτλ.· ὡσαύτως, δ. περί τινος αὐτόθι 857Ε. β) δ. τι πρὸς αὐτόν, ἐξετάζων τι καθ’ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., παρέρχομαι, διέρχομαι ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. 2. 52, πρβλ. Buttm. Ind. Dem. Mid. Δημ. 541. 22.
French (Bailly abrégé)
f. διεξελεύσομαι, etc.
A. tr. I. (διά, à travers) s’avancer à travers, acc.;
II. (διά, jusqu’au bout);
1 aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν THC traverser, càd parcourir toute la série des peines;
2 parcourir par la parole, càd exposer en détail, acc.;
B. intr. s’avancer, passer en parl. du temps.
Étymologie: διά, ἐξέρχομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [beoc. perf. 3a sg. διεσσείλθηκε Schwyzer 485.2 (Tespias III a.C.)]
A tr.
I en el espacio
1 de unidades individuales, c. ac. plu. recorrer uno por uno, ir, pasar de uno a otro de principio a fin ἐλέγξας καὶ διεξελθὼν φίλους aunque fue a cada uno de sus amigos suplicando E.Alc.15, c. giro prep. esp. c. διά: διὰ πάντων ... τῶν παίδων Hdt.3.11, διὰ τῶν δέκα Hdt.5.92γ, διὰ τῶν οἰκειοτάτων I.BI 7.393, διὰ πασῶν ... τῶν παρθένων ref. relaciones sexuales, Paus.9.27.7, τὰ ἐντεταλμένα ... κατ' ἄλλον <καὶ ἄλλον> διεξέρχεται παραδιδόμενα los mensajes pasan de uno a otro Hdt.8.98
•de abstr. pasar uno tras otro πόνους S.Ph.1419, μοίρας E.Fr.152, πάντα ἀδικήματα Pl.R.409a, c. giro prep. c. διά: διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Th.3.45, διὰ τῶν ἄλλων μερῶν τῆς ἀρετῆς Aristid.Or.35.15.
2 de continuos marchar a través de, recorrer hasta el fin c. ac. τὸ χωρίον Hdt.2.29, D.S.13.76, τὴν χώρην Hdt.5.29, cf. 4.122, τὸ πεδίον Hell.Oxy.23.214, cf. D.H.1.22, αὐτὴν ... ὁδόν Pl.Lg.822a, en barco τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος Hdt.3.135, de móviles en fís. τὰ δ' ἄπειρα ἀδύνατον διεξελθεῖν Arist.Ph.263a6, cf. APo.83b6, ἴσον τόπον Arist.Mech.848b7, τὸ ζῴδιον Vett.Val.204.14.
3 de colect. pasar a través de, internarse, infiltrarse οἱ τὴν φυλακὴν διεξῆλθον τῆς νυκτός Th.7.85.
II en la esfera de la lengua y el intelecto
1 exponer, referir, relatar detalladamente τὴν ὄψιν οἱ τοῦ ἐνυπνίου διεξῆλθε ἀπηγεόμενος Hdt.7.18 cf. 3.75, Pl.Prt.361c, D.22.34, πάντα Pl.R.528d, X.Mem.4.6.1, cf. D.18.20, D.H.Rh.8.14, θεογονίαν Pl.Lg.886c, φυγὰς ..., στάσεις ... τίς ἂν δύναιτο διεξελθεῖν; Isoc.4.114, cf. Hyp.Epit.6, τὰς τῶν ἄλλων ὑπολήψεις Arist.Cael.279b5, ἐπὶ τῷ δείπνῳ τὰ καθ' ἕκαστα Thphr.Char.3.2, τρόπον D.19.38, Men.Sam.6, ψόγον διεξελεύσεσθαι Luc.Dom.15, τὰ πεπραγμένα Plb.2.12.4, cf. AP 9.382, τὰ σύμβαντα Aesop.183
•exponer, desarrollar λόγον Pl.Lg.893a, cf. Grg.506b, λόγον ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται un discurso que la propia alma se dirige a sí misma Pl.Tht.189e, (μῦθον) Theopomp.Hist.127, τὸ νῦν λεγόμενον ὡς ἀληθῆ διεξέρχεται τινα τρόπον Pl.Lg.746b, ῥῆσιν D.C.67.22.2
•abs. Pl.Lg.699e, c. dat. instrum. (τῷ) λόγῳ E.Tr.1166, Pl.Prt.320c, Epin.973a, Polystr.Contempt.30.24
•c. μετά y gen. de pers. platicar, conversar Pl.Prt.359b
•geom. describir δύο γραμμάς Autol.Sphaer.proem., cf. Papp.520.
2 repasar, revisar detalladamente τὴν δίκην Pl.Lg.856a, διεξεληλύθαμεν χωρὶς μὲν τοὺς ... ἐρωμένους, χωρὶς δὲ τοὺς ... ἐξαμαρτάνοντας Aeschin.1.159.
III en la esfera de la acción
1 interpretar de principio a fin mús. y dram. νόμον τὸν ὄρθιον dicho del poeta Arión, Hdt.1.24, τῶν μονῳδιῶν διεξελθεῖν τρόπον Ar.Ra.1330, τὸ δρᾶμα Fauorin.de Ex.2.47.
2 desempeñar τὴν ἀρχήν Gr.Naz.Ep.104.1, τὴν προστασίαν Gr.Naz.M.35.461B, πᾶσαν πρᾶξιν κατὰ ἀρετήν Olymp.M.93.569A.
IV temp. recorrer hasta el final, pasar ἕως ἂν τὸ δεύτερον διεξέλθωσιν ἔτος Pl.Lg.760e
•δ. τὸν βίον vivir c. expr. modal o pred. καθαρῶς τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα Pl.Phd.108c, δεῖ δε τὸν κατ' εἰρήνην βίον ἕκαστον πλεῖστόν τε καὶ ἄριστον διεξελθεῖν Pl.Lg.803d, cf. 823a, οἷς γε ἀνάγκη διὰ βίου πεινῶσιν τὴν ψυχὴν ἀεὶ τὴν αὑτῶν διεξελθεῖν que por fuerza han de pasar su vida con hambre en el alma sin interrupción Pl.Lg.832a
•pero διεξελθεῖν τὸν βίον llegar al final de la vida, morir, PPrincet.79.3, PLond.977.15 (ambos IV d.C.).
B intr.
I c. mov.
1 cruzar al otro lado desde, salir un ejército de una ciudad, Hdt.4.203, de deposiciones διεξῆλθεν ἔξω Hp.Morb.4.52, cf. Prorrh.2.41, (τὸ αἷμα) τῇ δὲ νωθρῶς διεξέρχεται, τῇ δὲ θᾶσσον Hp.Flat.14, ὕδωρ οὐ δυνάμενον διεξελθεῖν Arist.Mete.368a6, cf. Luc.Tox.55, διεξελεύσῃ διὰ αὐτοῦ saldrás por él (el agujero), LXX Ez.12.5.
2 pasar ὡς ... διεξέλθοι ὁ κῆρυξ πωλέων τὰς εὐειδεστάτας τῶν παρθένων una vez que el pregonero pasa subastando las doncellas más hermosas Hdt.1.196, κροῦσον δὲ πεύκην ἵνα διεξέλθω E.Hel.870
•c. giro prep. esp. c. διά y gen. διὰ πάσης ... τῆς Εὐρώπης Hdt.7.8γ, cf. D.C.65.1.3, δι' ὧν (πόλεων) Pl.Prt.315a, διεξῆλθε ... διὰ τοῦ στρατοπέδου ... φήμη Hdt.9.17, διὰ σώματος αὐτοῦ ... βέλος LXX Ib.20.25, διὰ τῆς πέτρας Paus.8.18.4, μεταξὺ τῆς ... πόλεως καὶ τῆς ... φυλακῆς Th.3.106, ἐπ' ἔσχατον τὸν ἀέρα Pl.Phd.109e
•c. gen. πυρός pasar por el fuego Philostr.VA 3.2, c. gen. temp. τῆς νυκτός atravesar durante la noche X.HG 6.5.17.
II ref. a la lengua
1 disertar περὶ νόμων Pl.Lg.857e, περὶ τούτων Ph.1.154, διέξελθε comienza la disertación Pl.Plt.257c.
2 extenderse, hacer un recorrido de palabra διὰ πολιτειῶν τινων Pl.Lg.683a, διὰ μακροῦ τινὸς διεξελθόντες λόγου Pl.R.484a.
III sólo c. suj. no humano
1 temp. transcurrir, pasar χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος Hdt.2.52, ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16, ἐπειδὰν αἱ ἡμέραι αἱ ἐκ τοῦ νόμ[ου] διεξέλθωσιν SEG 28.60.104 (Atenas III a.C.), διεξελθόντων τῶν εἴκοσι ἐτῶν τῆς μισθώσεως PStras.92.12, 15 (III a.C.), cf. Schwyzer l.c.
•transcurrir hasta el fin, agotarse πάντα δ' ἤδη διεξεληλύθει ... τἀκ τῶν νόμων se habían agotado todos los medios legales D.21.84.
2 fís. recorrer, moverse un móvil τὸ Γ παρὰ πάντα τὰ Β διεξεληλυθέναι Arist.Ph.240a11.
Greek Monolingual
(AM διεξέρχομαι) εξέρχομαι
1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα
2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ' την αρχή ώς το τέλος
3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. υπομένω πόνους
2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά, με τη σειρά («ἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἰ ἄνθρωποι» — δοκίμασαν όλα τα είδη τών ποινών)
β) (με αισχρή σημασία) συνουσιάζομαι με πολλές (-ούς) στη σειρά
3. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
4. (για νομικές διατυπώσεις) συντελούμαι
5. φρ. α) «διεξέρχομαι τὸν βίον» — πεθαίνω
β) «διεξέρχομαι αὐτὸς πρὸς αὑτόν» — μελετώ τον εαυτό μου.
Greek Monotonic
διεξέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι, = διέξειμι·
I. 1. πηγαίνω ανάμεσα, περνώ ανάμεσα και εξέρχομαι, τὸ χωρίον, σε Ηρόδ.
2. διέρχομαι εντελώς, διέρχομαι από αρχή ως τέλος, πάντας φίλους, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., δ. πωλέων, ολοκληρώνω την πώληση, σε Ηρόδ.
3. διέρχομαι στη σειρά ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο, στον ίδ.· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια μετά την άλλη, σε Θουκ.
4. διέρχομαι, εξηγώ, εξετάζω με λεπτομέρεια, εκθέτω με κάθε ακρίβεια, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. 1. αμτβ., παρέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, είμαι παρωχημένος, λέγεται για χρόνο, στον ίδ.
2. αφηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω με σαφήνεια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διεξέρχομαι: (fut. διεξελεύσομαι, aor. 2 διεξῆλθον, pf. διεξελήλῠθα)
1) до конца или насквозь проходить, переходить (χωρίον Her.; ὁδόν Plat., Plut.; ἴσον τόπον Arst.; перен. καθαρῶς τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.): διεξελθεῖν (πολλοὺς) πόνους Soph. совершить много трудных дел; διεξελθεῖν διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Thuc. перепробовать все виды кар; ὡς διεξέλθοι πωλέων τι Her., закончив продажу чего-л.; διὰ πάντων διεξελθόντες Her. покончив со всеми; ἀπὸ τῆς ἀρῆς διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξελθεῖν Dem. испытать все средства от начала до конца; διεξελθεῖν πάντας φίλους Eur. подвергнуть испытанию всех друзей;
2) по порядку или обстоятельно излагать, рассказывать, передавать (τι Her., Plat., Arst., Plut. и περί τινος Plat.): δ. πρὸς ἑαυτὸν περί τινος Plat. размышлять о чем-л.;
3) прочитывать (δὶς τὸ βιβλίον Plut.);
4) (о времени или событиях) проходить, протекать (χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος Her.): πάντα διεξελήλυθεν Dem. все кончилось; ἡ ἡμέρα διεξηλθεν ἀργή Plut. (весь) день прошел в бездействии.
Middle Liddell
fut. -ελεύσομαι = διέξειμι
I. to go through, pass through, τὸ χωρίον Hdt.
2. to go through, go completely through, πάντας φίλους Eur., etc.: c. part., δ. πωλέων to be done selling, Hdt.
3. to go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Hdt.; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, i. e. trying one after another, Thuc.
4. to go through in detail, recount in full, Hdt., etc.
II. intr. to be past, gone by, of time, Hdt.
2. to be gone through, related fully, Dem.