Νεμέα
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
Ion. Νεμ-έη, Ep. Νεμ-είη (Hes.Th.329, Epic.Alex.Adesp.8.1), ἡ, (νέμος)
A wooded district between Argos and Corinth, Pi.O.9.87: freq. in locative Νεμέᾳ, ib.7.82, etc.; Dor. contr. Νεμῇ SIG36 B19 (Olympia, v B.C.), etc.:—Adj. Νέμειος, α, ον, Nemean, τὸν Ν. θῆρα E.HF 153; ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Th.3.96; Νέμεος, Theoc.25.169; τοῦ Ν. λέοντος Luc.Philops.8; Νεμειαῖος, Hes.Th.327; Νεμεαῖος, Pi.N.2.4, etc.; Νεμεᾰκός, Sch.Pi.N.1.7; Νεμεήτης Ζεύς, St. Byz.; Νεμειήτης, Max. 102, 346:—poet. fem. Adj. Νεμεάς, άδος, Pi.N.3.2:—Adv. Νεμέᾱθεν, poet. νεκῠό-ηθε, from Nemea, Call.Fr.103. II Νέμεα (sc. ἱερά), τά, the Nemean games, Pi.O.13.34, SIG82.4 (Delph., iv B.C.), IG22.365, etc.; Νέμεια, ib.12.606, 3.129, etc. III Νέμειον (sc. ἱερόν), τό, temple of Nemean Zeus, in Locris, Plu.2.162c.
Greek (Liddell-Scott)
Νεμέα: Ἰων. -έη, Ἐπικ. -είη (Ἡσ. Θ. 330), ἡ, (νέμος, nemus) χώρα δασώδης μεταξὺ Ἄργους και Κορίνθου, Πίνδ., κλ.· Νεμείης ἄνθος, δηλ. τὸ σέλινον, Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 45· ― ἐπίθ. Νέμειος, α, ον, ὁ τῆς Νεμέας, τὸν Ν. θῆρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 153· ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Θουκ. 3. 96· Νέμεος, Θεόκρ. 25. 169· τοῦ Ν. λέοντος Λουκ. Φιλοψ. 8· Νεμειαῖος, Ἡσ. Θεογ. 327· Νεμεαῖος, Πίνδ. κλ.· Νεμεᾰκός, Σχολ. Πινδ.· ― Νεμεήτης Ζεὺς Στέφ. Βυζ.· Νεμειήτης Μαξίμ. π. καταρχ. 102, 346· ― ποιητ. θηλ. ἐπίθ. Νεμεάς, -άδος, Πινδ. Ν. 3. 4· ― Ἐπίρρ. Νεμέᾱσι, ἐν Νεμέᾳ Κλήμ. Ἀλ. 29· Νεμέᾱθεν, ποιητ. -ηθε, ἐκ Νεμέας, Καλλ. Ἀποσπ. 103. ΙΙ. Νέμεα, ποιητ. Νέμεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, οἱ ἐν Νεμέᾳ ἀγῶνες τελούμενοι κατὰ πᾶν δεύτερον καὶ τέταρτον ἔτος ἑκάστης Ὀλυμπιάδος, Dissen εἰς Πινδ. Ν. 7. 1, πρβλ. 5. 9, Θουκ. 3. 96, κτλ.· ― οἱ νικηταὶ ἐκαλοῦντο Νεμεονῖκαι, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 118· ἢ Νεμεᾶται, Παυσ. 6. 13, 8. ΙΙΙ. Νέμειον, (ἐξυπακ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Νεμείου Διὸς ἐν Λοκρίδι, Πλούτ. 2. 162C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Némée, ville et plaine d’Argolide, où l’on célébrait les jeux Néméens.
Étymologie: νέμος.
English (Slater)
Νεμέα (-έα, -έας, -έᾳ, -έᾳ.) in the Argolis, site of a sanctuary to Zeus, in whose honour games were held. “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion, whose hide he wears (I. 6.48)
1 κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ (O. 7.82) σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν (sc. Ζεύς) (O. 8.16) καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.57) Νεμέας κατὰ κόλπον (cf. (N. 6.44) ) (O. 9.87) Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ (O. 13.98) ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) ἑπτὰ δ (sc. στεφάνοις ἔμιχθεν) ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (v. ἀγών) (N. 2.23) ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ in Nemea's low-lying plain (N. 3.18) τίν γε μὲν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο δέδορκεν φάος (N. 3.84) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.9) Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε (N. 4.75) ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος (v. μείς) (N. 5.44) ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος (N. 6.12) πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς (N. 6.20) ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (N. 7.80) καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) (N. 10.26) ἐν Ἰσθμῷ, Νεμέᾳ δὲ (I. 5.18) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.3) τρεῖς (sc. νίκας) ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας (I. 6.61) Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4) ]οι Νεμέα κ[ fr. 1b. 3. εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h.
Greek Monolingual
η (ΑΜ Νεμέα, Α ιων. τ. Νεμέη, επικ. τ. Νεμείη)
δασώδης χώρα μεταξύ Άργους και Κορίνθου
αρχ.
φρ. «Νεμείης ἄνθος» — το σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμος «δάσος, άλσος» + κατάλ. -έα (πρβλ. Κυδων-έα)].
Greek Monotonic
Νεμέα: ἡ (νέμος), Ιων. -έη, Επικ. -είη, Λατ. nemus·
I. δασώδης περιοχή μεταξύ Άργους και Κορίνθου, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίθ. Νέμειος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Νεμέα, σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης Νέμεος, σε Θεόκρ.· Νεμειαῖος, σε Ησίοδ.· Νεμεαῖος, σε Πίνδ.· θηλ. επίθ. Νεμεάς, -άδος, στον ίδ. II.Νέμεα, ποιητ. Νέμεια (ενν. ἱερά), τά, αθλητικοί αγώνες που διεξάγονταν στη Νεμέα και τελούνταν στο δεύτερο και τέταρτο έτος κάθε Ολυμπιάδας, σε Πίνδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Νεμέα: ион. Νεμέη, эп. Νεμείη ἡ Немея
1) лесистая долина и город в сев. Арголиде, в которой находилась священная роща с храмом Ζεὺς Νέμειος или Νεμεαῖος и раз в два года происходили Немейские игры - τὰ Νέμεα Thuc., Xen.;
2) река на границе Сикиона и Коринфа Xen.
Middle Liddell
Νεμέα, ιονιξ -έη, epic -είη, ἡ, νέμος, nemus]
Nemea, a wooded district between Argos and Corinth, Pind., etc.