καθόλου
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
Adv.
A on the whole, in general, = καθ' ὅλου (as it shd. perh. be written), Epist.Philipp. ap. D.18.77; κ. γράφειν, opp. κατὰ μέρος, Plb.3.32.8; κ. εἰπεῖν Arist.Top.156a13, Plu.2.397c, etc.; οἱ κ. λόγοι general statements, opp. οἱ ἐπὶ μέρους, Arist.EN1107a30 (but in Roman times, accounts kept by the central government, = Lat. summae rationes, OGI715.3 (Alexandria), D.C.79.21, etc.); τοῦτο γάρ ἐστι κ. μᾶλλον too general, Arist.Pol.1265a31, cf. GA748a8; ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις general history, Plb.1.4.2; τὸ κ. D.S.1.77, Plu. 2.569f; τὸ κ. τῆς μοχθηρίας, opp. τὸ πρὸς ἡμᾶς, ib.468e; οὐδ' οὗτος ἀποφαίνει κ. τὸ καταλειφθέν the whole amount left, D.27.43; ἐν τῷ κ. in general, speaking generally, Ath.1.30e, Arr.Epict.1.8.8, al. 2 in the Logic of Arist., of terms, τὸ κ. general, opp. τὸ καθ' ἕκαστον (singular), λέγω δὲ κ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ ὃ μή Int.17a39, cf. Metaph.1023b29; opp. τὸ κατὰ μέρος, Rh.1357b1, al.; hence, τὰ κ. universal truths, ἡ ποίησις μᾶλλον τὰ κ., ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕ. λέγει Po.1451b7; = γνῶμαι, ib.1450b12; esp. commensurate predicate, ὃ ἂν κατὰ παντός τε ὑπάρχῃ καὶ καθ' αὑτὸ καὶ ᾗ αὐτό APo.73b26; as Adj., of propositions, λόγος κ. a universal statement, opp. ἐν μέρει, κατὰ μέρος (particular), ἀδιόριστος (infinite), APr.24a17 sq.; of inference, ἡ κ. ἀπόδειξις universal proof, opp. κατὰ μέρος, APo.85a13; hence, as predicate, κ. εἰσὶν [αἱ ἀρχαί] Metaph.1003a7; as Adv., κ. ἀποφαίνεσθαι ἐπὶ τοῦ κ. Int.17b5, al. 3 completely, entirely, Plb.1.20.2; οὐδὲ κ. μακρὸν πλοῖον no warships at all, ib.13, cf. LXXDa.3.50, al.; μηδὲ τέχνην εἶναι τὸ κ. τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.327S. (Written κατὰ ὅλου Pl.Men.77a.)
German (Pape)
[Seite 1288] d. i. καθ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im Ganzen, im Allgemeinen, Xen. de re equ. 8, 1; τὸ καθόλου, Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ καθόλου ἀπόδειξις der κατὰ μέρος entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καθ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt καθόλου εἰπεῖν. Auch Pol., καθόλου γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ μέρος, 3, 32, 8, öfter; ἡ καθ. πραγμάτων σύνταξις, die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καθ. ζήτησις Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθόλου: ὡς ἐπίρρ., ὡς πρὸς τὸ ὅλον, «ἐν γένει», γενικῶς, ἀντὶ καθ’ ὅλου, ὡς φέρεται παρὰ συγγραφεῦσι πρὸ τοῦ Ἀριστ. (π.χ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3)· καθ. γράφειν, ἀντίθετον τῷ κατὰ μέρος, Πολύβ. 3. 32, 8· καθ. εἰπεῖν Πλούτ. 2. 397C, κτλ.· οὕτω, τὸ καθόλου Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2) συχνὸν ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ καθόλου, κοινὸν ὄνομα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καθ’ ἕκαστον (ἰδιαίτερον)· λέγω δὲ καθ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ’ ἕκαστον δὲ τὸ μὴ περὶ Ἑρμην. 7, 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 2· ὡσαύτως, καθολικόν, γενικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τό, τὰ κατὰ μέρος (μερικόν), Ρητ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· πρότασις καθόλου, γενική, Ἀναλυτ. Πρότ. 1.1, 2, κἑξ.· ἡ καθ. ἀπόδειξις, γενικὴ ἀπόδειξις, Ἀναλυτ. Ὕστ. 3. 24, 1· γενικῶς, ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, ὅπως τὰ ἐπίθ., καθ. εἰσὶν αἱ ἀρχαὶ Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 6, 7, κἑξ.· τοῦτο γάρ ἐστι καθ. μᾶλλον Πολιτικ. 2. 6, 8· οἱ καθ. λόγοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐπὶ μέρους, Ἠθ. Ν. 2. 7, 1, κτλ.· - οὕτως, ἡ τῶν καθ. πραγμάτων σύνταξις, γενική, παγκόσμιος ἱστορία, Πολύβ. 1. 4, 2, πρβλ. 3. 32, 8· ἡ καθ. προσῳδία ἢ ἡ καθόλου (ἐξυπ. προσῳδία), ὡσαύτως, ἡ καθολικὴ προσῳδία, ὄνομα ἔργου τινὸς Ἡρῳδιανοῦ περὶ τόνων, συχνάκις μνημονευόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἐπιτομὴ τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ περὶ τόνων σύγγραμμα τοῦ Ἀρκαδίου ἢ Θεοδοσίου. - Ἐκκλ., ἡ καθόλου ἐκκλησία = ἡ καθολικὴ ἐκκλησία Σῳζομ. 1341Α, Κύριλλ. Ἀλ. 100C. ΙΙ. οὐ καθόλου, οὐδόλως, «καθόλου», ὡς λέγομεν νῦν ἐπὶ ἀρνήσεως, ne omnino quidem, Δημ. 827. 9· οὐδὲ καθ. Πολύβ. 1. 20, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’ensemble, en général ; τὸ καθόλου d’une manière générale, généralement ; particul. t. de philos. le général ou l’idéal;
2 au total ; absolument ; οὐ καθόλου DÉM pas du tout.
Étymologie: καθ’ ὅλου.
English (Strong)
from κατά and ὅλος; on the whole, i.e. entirely: at all.
English (Thayer)
(i. e. καθ' ὅλου (as it is written in authors before Aristotle (Liddell and Scott))), adverb, wholly, entirely, at all: Xenophon, Plato, Demosthenes, Aristotle, and following.)
Greek Monolingual
(AM καθόλου)
επίρρ.
1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν»)
2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον», Πολ.)
νεοελλ.
1. (σε ερωτήσεις) λίγο, κάπως («μέ θυμήθηκες καθόλου;»)
2. (έναρθρο) τα καθόλου
τα γενικά
μσν.
(σε θετ. πρότ.) εντελώς, πλήρως
αρχ.
1. (στη λογική) το γενικό, σε αντιδιαστολή με το «καθ' έκαστον», με το ειδικό («λέγω δὲ καθόλου μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῑσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ τὸ μή», Αριστοτ.)
2. (έναρθρο) α) ὁ καθόλου
γενικός, συνολικός, καθολικός
β) τὰ καθόλου
οι γενικές αλήθειες
3. (με το άρθρο τὸ) «τὸ καθόλου» — αντί του απλού καθόλου («τὸ καθόλου μη φθέγγεσθαι», ΚΔ)
4. φρ. α) «ἡ τῶν καθόλου πραγμάτων τάξις» — η παγκόσμια ιστορία, Πολ.
β) «ἡ καθόλου ἐκκλησία» — η παγκόσμια χριστιανική εκκλησία, Σωζόμ.
γ) «Ἡ καθόλου προσῳδία» ή απλὼς «Η καθόλου» — τίτλος έργου του Ηρωδιανού περί τόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «καθ' ὅλου» (ενν. μέρους) < κατά + γεν. εν. του ουδ. γένους του ποσοδείκτη ὅλος- -η -ον. Η αρχικὴ σημασία ήταν «γενικά, στο σύνολο, εντελώς», εξελίχθηκε όμως στην αντίθετή της «ουδόλως, ουδαμώς»].
Greek Monotonic
καθόλου: (ὅλος), ως επίρρ., εν γένει, γενικά, αντί καθ' ὅλου, σε Αριστ. κ.λπ.· οὐ καθόλου, ουδόλως, καθόλου, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθόλου, ook καθ’ ὅλου, adv. in het algemeen:; οἱ καθόλου λόγοι algemene beweringen Aristot. EN 1107a30; τοῦτο δ ’ ἄρ ’ ἐστι καθόλου μᾶλλον dat is natuurlijk een te algemene term Aristot. Pol. 1265a31; filos. algemeen, universeel; subst.: τὸ καθόλου het algemene. helemaal, volledig:. τὸ καθόλου μή φθέγγεσθαι absoluut niet spreken NT Act. Ap. 4.18.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθόλου: I и καθ᾽ ὁλου adv. в целом (εἰπεῖν Plut.; γράφειν Polyb.): τὸ κ. Diod. вообще; οὐ κ. Dem. вообще (совсем) не, нисколько (не); κ. μή NT отнюдь не.
II adj. indecl. (все)общий (ζήτησις Plut.): πρότασις ἢ κ. ἢ ἐν μέρει (sc. ἐστίν) Arst. положение бывает или общим или частным; λέγω κ. τὸ παντὶ ἢ μηδενὶ ὑπάρχειν Arst. общим я называю причастность всему (в утвердительных положениях) или ничему (в отрицательных положениях); ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις Polyb. всеобщая история; ἡ κ. ἀπόδειξις Arst. общее доказательство.
Middle Liddell
ὅλος
as adv. on the whole, in general, for καθ' ὅλου, Arist., etc.; οὐ καθόλου, not at all, Dem.