Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθολικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθολικός Medium diacritics: καθολικός Low diacritics: καθολικός Capitals: ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: katholikós Transliteration B: katholikos Transliteration C: katholikos Beta Code: kaqoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (καθόλου)

   A general, ὕδερος Hp.Int.26; καθολικόν, τό, generic description, Stoic.2.74; καθολικά, τά, title of work by Zeno, ib. 1.14; ἔμφασις (v. sub voc.) Plb.6.5.3, cf. 1.57.4; κ. καὶ κοινὴ ἱστορία Id.8.2.11; κ. περίληψις D.H.Comp.12; κ. παραδόσεις Phld. Rh.1.126S.; κ. θεώρημα Cic.Att.14.20.3; κ. praecepta, Quint.2.13.14; -ώτεροι λόγοι general, opp. εἰδικοί, S.E.P.2.84, cf. Hermog.Meth. 5; κ. προσῳδία, title of work by Hdn.Gr. on accents; νόμος -ώτερος Ph.2.172; κ. ἐπιστολή an epistle general, 1 Ep.Pet.tit.; of general interest, BGU19i5(ii A.D.); universal, κ. τίς ἐστιν καὶ θεία ἡ ταυτότης καὶ ἡ ἑτερότης Dam.Pr.310. Adv. -κῶς generally, ἀποφήνασθαι Plb. 4.1.8; εἰπεῖν in general terms, Str.17.3.10, cf. Phld.Rh.1.161 S.; κ. εὑρίσκεταί τι Hermog.Inv.3.11; κ., opp. πληθικῶς ('in the majority of cases'), OGI669.49(Egypt, i A.D.); universally, Porph.Sent.22: Comp. -ώτερον Plb.3.37.6, Gal.18(1).15; -ωτέρως Tz.ad Lyc.16.    II as Subst., καθολικός, ὁ, supervisor of accounts (οἱ καθόλου λόγοι), = Lat. procurator a rationibus, Εὐφράτης ὁ κ. Gal.14.4, cf. Jahresh.23 Beibl.269(Ephes., ii A.D.); in Egypt, = Lat. rationalis, PLond.3.1157 (iii A.D.), IGRom.1.1211 (Diocletian), POxy.2106.25(iv A.D.), etc.; also, = consularis, Gloss.; in cent. iv, also, = rationalis summarum, Τεωργίῳ κ. Jul.Ep.188, 189 tit.

German (Pape)

[Seite 1288] ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ ἱστορία Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von καθέκαστα. Auch καθολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καθολικῶς, im Ggstz von κατὰ μέρος, Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καθολικώτερον θεωρούμεναι 3, 37, 6; καθολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.

Greek (Liddell-Scott)

καθολικός: -ή, -όν, (καθόλου) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «γενικός», καθολικῷ λόγῳ = ὡς καθόλου εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. ἔμφασις (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ ἱστορία ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. περίληψις Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· νόμος καθ. Φίλων 2. 172· καθ. ἐπιστολή, γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ αὐτόθι 3. 3· ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, ἡ παγκόσμιος, Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. προσῳδία, ἴδε ἐν λ. καθόλου. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἰκονομικός τις ὑπάλληλος, ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - ἐντεῦθεν, καθολικότης, ἡ, τὸ ὑπούργημα καὶ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
général, universel.
Étymologie: κατά, ὅλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καθολικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.)
2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» — οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς μια κοινότητα ή προς ένα ορισμένο άτομο, αλλά προς περισσότερους αποδέκτες ή και προς όλον τον χριστιανικό κόσμο
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο καθολικός, η καθολική
αυτός που στο θρήσκευμα ακολουθεί τα δόγματα της ρωμαϊκής εκκλησίας, αλλ. ρωμαιοκαθολικός, παπικός
2. το ουδ. ως ουσ. το καθολικό
α) εμπορικό βιβλίο, κατάστιχο, στο οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι λογαριασμοί μιας επιχείρησης
β) ο κυρίως ναός τών χριστιανών, δηλ. ο χώρος μεταξύ του ιερού και του νάρθηκα, όπου παραμένουν οι εκκλησιαζόμενοι
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (φιλοσ.) τα καθολικά
καθολικές, γενικές έννοιες, που εκφράζουν την κοινή ουσία η οποία υπάρχει σε πολλά επιμέρους αντικείμενα, π.χ. άνθος, βιβλίο, ζώο, άνθρωπος
3. το αρσ. ως ουσ. ο καθολικός
ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός τών Αρμενίων
4. φρ. «Καθολική Μεγαλειότης» — τίτλος που απένεμαν στον εαυτό τους μερικοί βασιλείς της Ισπανίας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυτική, ρωμαϊκή εκκλησία, στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, φράγκικος («καθολικός ιερέας»)
μσν.
1. αυτός που έχει όλες τις εξουσίες
2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση
3. κύριος, κεντρικός, σημαντικός, βασικός, ουσιώδης
4. τέλειος, ολοκληρωτικός, πλήρης
5. γνήσιος, πραγματικός, αληθινός
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθολική
η πρώτη εκκλησία, η αρχιεπισκοπή
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθολικόν
α) η πρώτη, η βασική εκκλησία ενός μοναστηριακού συγκροτήματος
β) χαρακτηριστικό
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθολικά
οι πέντε αισθήσεις
9. φρ. «μέση καθολική» — γενική συγκέντρωση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. καθολικός
οικονομικός υπάλληλος στην ελλ. Αίγυπτο, ελεγκτής, με έργο τη διαχείριση τών κρατικών γαιών
2. φρ. α) «ἡ καθολικὴ εκκλησία» — η παγκόσμια εκκλησία (Κύριλλ.)
β) «καθολικῷ λόγῳ», για να μιλήσουμε γενικά.
επίρρ...
καθολικὼς και -ά (AM καθολικῶς, Μ και καθολικὰ)
σε γενικὲς γραμμὲς, γενικὰ
νεοελλ.-μσν.
εντελὼς, καθ' ολοκληρίαν, ολοκληρωτικὰ
μσν.
1. παντοὺ, γενικὰ
2. συνολικὰ
3. μτφ. σίγουρα, με βεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὁλικὸς (< ὅλος). Το επίθ. χαρακτήριζε την πρωτοχριστιανική εκκλησία (πρβλ. «Εις μίαν αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» από το Σύμβολο της Πίστεως) και δήλωνε την εν Χριστώ πληρότητά της. Μετά το σχίσμα παρέμεινε ως χαρακτηρισμός της δυτικής εκκλησίας, ενώ για την ανατολική επικράτησε ο χαρακτηρισμός ορθόδοξη. Έτσι, καθολικός κατέληξε να δηλώνει τον ανήκοντα στη δυτική εκκλησία, τον παπικό].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθολικός: всеобщий (ἱστορία Polyb.): καθολικῷ λόγῳ Arst. вообще говоря, как общее правило; καθολικότεροι λόγοι Sext. общие места, общие положения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθολικός -ή -όν [καθόλου] algemeen.