ἐρέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 31 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέω Medium diacritics: ἐρέω Low diacritics: ερέω Capitals: ΕΡΕΩ
Transliteration A: eréō Transliteration B: ereō Transliteration C: ereo Beta Code: e)re/w

English (LSJ)

(A), Ep. Verb,

   A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354.    2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229.    3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I

   A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).

German (Pape)

[Seite 1026] s. ἔρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.

French (Bailly abrégé)

1demander : τι, qch ; τινα, interroger qqn.
Étymologie: cf. ἔρομαι et εἴρομαι.
2f. ion. de εἴρω².

English (Autenrieth)

= ἐρῶ, see εἴρ Od. 24.1.
part. ἐρέων, subj. ἐρείομεν, opt. ἐρέοιμεν, mid. ἐρέομαι, ipf. ἐρέοντο, subj. ἐρέωμαι, inf. ἐρέεσθαι: ask, τινά, and abs.; ἔκ (adv.) τ' ἐρέοντο, ‘made inquiry,’ Il. 9.671.

English (Slater)

ἐρέω (ἐρέω, -εῖ: fut. pass. εἰρήσεται; aor. pass.
   1 ῥηθέν. ϝερ- (P. 4.142), fr. 42. 2. the act. is used as fut. of λέγω.)
   a abs. I shall speak “εἰδότι τοι ἐρέω” (P. 4.142) “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.51)
   b c. acc. καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.57) [[[ἐρέω]] codd., contra met.: ἄρα Wil.: ἀπὸ Stone) (P. 1.77) ] μάντευμα πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.74) λεγόμενον ἐρέω (P. 5.108) τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. [ῥηθὲν (codd.: del. Bothe) fr. 121. 3.]
   c followed by indirect. quest. [μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι (codd., Snell: ἀνερεῖ Gildersleeve) (N. 7.68) ]
   d pass., impers. τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (I. 6.59)

English (Strong)

probably a fuller form of ῥέω; an alternate for ἔπω in certain tenses; to utter, i.e. speak or say: call, say, speak (of), tell.

Greek Monolingual

ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α)
1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να βρω κάποιον ή κάτι
4. μέλλ. του εἴρω
5. ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του λέγω, ἐρῶ
6. ασυναίρ. ιων. τ. αντί του ενεστ. ἐράω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι θεματικοί ενεστ. ερέω (< ερέ(F)-ω) —με υποτ. ερείομεν (< ερε(F)ο-μεν)- και είρομαι (< έρ(F)ομαι) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. έρευ-μι < ΙΕ ereu- «ερευνώ, ζητώ να μάθω, ρωτώ» (πρβλ. ερευνώ, ερωτώ)].

Greek Monotonic

ἐρέω: (Α), Επικ. ρήμα, = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δεν πρέπει να συγχέεται με το ἐρέω Β)·
1. ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, τι, για κάτι, σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ., ρωτώ, μάντιν ἐρείομεν (Επικ. αντί ἐρέωμεν), σε Ομήρ. Ιλ.· ἀλλήλοις ἐρέοιμεν, σε Ομήρ. Οδ.
ἐρέω: (Β), Ιων. αντί ἐρῶ, θα πω· βλ. Αττ. ἐρῶ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέω:
I
1) разузнавать, разведывать (γενεήν τινος Hom.);
2) искать, разыскивать (τὰς ἵππους Hom.);
3) (рас)спрашивать (τινα Hom.): ἀλλήλους ἐ. Hom. обмениваться вопросами, беседовать друг с другом.
II (= ἐρῶ) ион. fut. к εἴρω II.
III поэт.-ион. (редко) = ἐράω.

Frisk Etymological English

1. Meaning: ask
See also: s. εἴρομαι.
2. Meaning: I will say
See also: s. 2. εἴρω.

Middle Liddell

ἐρέω, [epic Verb, = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, not to be confounded with ἐρέω, future of ἐρῶ]
1. to ask, enquire, τι about a thing, Hom.
2. c. acc. pers. to question, μάντιν ἐρείομεν (epic for ἐρέωμεν) Il.; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.