καθαρίζω
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Ep.Hebr.9.14:—cleanse, θυσιαστήριον LXXEx.29.36, cf. Ev.Matt.23.25, Act.Ap.10.15; sift grain, PStrassb.2.11 (iii A.D.); prune away, περισσὰ βλαστήματα PLond.1.131r192 (i A.D.); clear ground of weeds, etc., PLips.111.12 (iv A.D.); keep a precinct clear, ἀπό τινων IG5(1).1390.37 (Andania, i B.C.):—in Med., fut. -ιοῦμαι, of the menses, Hp.Superf. 43. II of persons, purify, ἀπὸ ἁμαρτίας LXXSi.38.10; ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ 2 Ep.Cor.7.1; τὴν συνείδησιν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.9.14; cleanse from leprosy, Ev.Matt.8.2 (and in Pass., of the disease, ib.3):—Pass., -ιζέστω ἀπὸ γυναικός κτλ. IG22.1366.4, cf. 1365.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθᾰρίζω: ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. καθαρίζω, ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., γίνομαι καθαρός, ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, θέλω, καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, αὐτόθι· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508).
French (Bailly abrégé)
nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.
Étymologie: καθαρός.
English (Strong)
from καθαρός; to cleanse (literally or figuratively): (make) clean(-se), purge, purify.
English (Thayer)
(Hellenistic for καθαίρω, which classic writings use); Attic future (cf. Buttmann, 37 (32); Winer s Grammar, § 13,1c.; WH's Appendix, p. 163) καθαριῶ (ἐκαθάρισα (see below); present passive καθαρίζομαι; 1st aorist passive ἐκαθαρίσθην; perfect passive participle κεκαθαρισμενος (T Tr WH; on the forms ἐκαθερισθη, T WH in ἐκαθερισεν, Tr in κεκαθερισμενος Lachmann in Tdf. Proleg., p. 82; WH's Appendix, p. 150); Sturz, De dial. Maced. etc., p. 118; Delitzsch on Krüger, Part ii. § 2,2, 6, p. 4; (Buttmann, 29 (25f); Winer's Grammar, 43)); (καθαρός; the Sept. mostly for טִהַר;
1. to make clean, to cleanse;
a. from physical stains and dirt: e. g. utensils, τινα, a leper, to cleanse by curing, to remove by cleansing: ἡ λέπρα ἐκαθαρίσθη, καθαριεῖς τό αἷμα τό ἀναίτιον ἐξ Ἰσραήλ, ἐκαθαριζε τήν περί ταῦτα συνήθειαν, the custom of marrying heathen women, Josephus, Antiquities 11,5, 4; καθαιρεῖν αἷμα, Homer, Iliad 16,667; cf. ἐκκαθαίρω).
b. in a moral sense; α. to free from the defilement of sin and from faults; to purify from wickedness: ἑαυτόν ἀπό μολυσμοῦ σαρκός, τῇ πίστει τάς καρδίας, καρδίαν ἀπό ἁμαρτίας, τάς χεῖρας, to abstain in future from wrong-doing, β. to free from the guilt of sin, to purify: τινα ἀπό πάσης ἁμαρτίας, τινα ἀπό πάσης ἀδικίας, τήν συνείδησιν ἀπό νεκρῶν ἔργων, τήν ἐκκλησίαν τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος (instrumental dative), λαόν ἑαυτῷ, γ. to consecrate by cleansing or purifying: τί ἐν τίνι, dative of instrumentality (Winer's Grammar, 388 (363)), to consecrate, dedicate, τί τίνι (dative of instrumentality), ibid. 23.
2. to pronounce clean in a levitical sense: διακαθαρίζω.)
Greek Monolingual
(AM καθαρίζω) καθαρός
1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι»)
2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο
3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ)
νεοελλ.
1. αφαιρώ από κάτι τις άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες (α. «καθαρίζω τα χόρτα» β. «καθαρίζω αβγά»)
2. γίνομαι καθαρός, γίνομαι διαυγής, κατασταλάζω, κατακαθίζω, λαμπικάρω (α. «καθάρισε ο καιρός» β. «καθάρισε το κρασί»)
3. φονεύω, ξεκάνω, ξεπαστρεύω
4. φρ. α) «καθαρίζω τη θέση μου» — διατυπώνω καθαρά και ξάστερα τις απόψεις μου και τις προθέσεις μου
β) «αβγά σού καθαρίζουνε (και γελάς);» — για κάποιον που γελά δυνατά χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλοι τον λόγο
νεοελλ.-μσν.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω, τακτοποιώ, ξεκαθαρίζω (α. «ήρθε να καθαρίσει την κατάσταση» β. «καθάρισε το ζήτημα»)
μσν.
τακτοποιώ, διευθετώ
αρχ.
1. θεραπεύω από αρρώστια
2. παθ. καθαρίζομαι
α) γίνομαι καθαρός από μιαν αρρώστια, απαλλάσσομαι από νόσημα, θεραπεύομαι
β) (για την ίδια την αρρώστια) εξαλείφομαι.
Greek Monotonic
κᾰθᾰρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (καθαρός), μετατρέπω κάτι σε καθαρό, καθαρίζω, εξαγνίζω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή γίνομαι καθαρός από ασθένεια, θεραπεύομαι, στο ίδ.· λέγεται και για την ίδια την ασθένεια, εξαλείφομαι, στο ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαρίζω [καθαρός] fut. καθαριῶ en καθαρίσω, reinigen, schoonmaken:; καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου jullie maken de buitenkant van de drinkbeker schoon NT Mt. 23.25; λεπροὺς καθαρίζειν melaatsen reinigen, d.w.z. genezen NT Mt. 10.8; ook in spirituele zin:. τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν nadat Hij hun harten met het geloof had gereinigd NT Act. Ap. 15.9.
Russian (Dvoretsky)
καθαρίζω:
1) очищать (τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου NT);
2) исцелять (λεπρούς NT);
3) перен. очищать, освобождать (ἑαυτὸν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ NT).
Middle Liddell
fut. attic ιῶ καθαρός
to make clean, to cleanse, NTest.:—Pass. to be or become clean from disease, NTest.; and of the disease, to be purged away, NTest.
Chinese
原文音譯:kaqar⋯zw 卡他里索
詞類次數:動詞(30)
原文字根:向下 舉起(化) 相當於: (נָקִי / נָקִיא)
字義溯源:洗淨,潔淨,淨;源自(καθαρός)*=潔淨的)。這字既指外面的洗淨,如洗淨杯盤( 太23:25);也指裏面的洗淨,如洗淨良心( 來9:14)。參讀 (ἐκκαθαίρω)同義字參讀 (καθαρός)同源字
出現次數:總共(30);太(7);可(4);路(7);徒(3);林後(1);弗(1);多(1);來(3);雅(1);約壹(2)
譯字彙編:
1) 潔淨(6) 太8:2; 太11:5; 可1:40; 路5:12; 路7:22; 多2:14;
2) 洗淨(4) 太23:26; 路11:39; 約壹1:7; 約壹1:9;
3) 你潔淨了罷(3) 太8:3; 可1:41; 路5:13;
4) 潔淨的(3) 徒10:15; 徒11:9; 來9:22;
5) 得潔淨的(2) 路4:27; 路17:17;
6) 潔淨了(2) 太8:3; 徒15:9;
7) 能潔淨(1) 來9:14;
8) 去潔淨(1) 來9:23;
9) 你們當潔淨(1) 雅4:8;
10) 要叫⋯潔淨(1) 太10:8;
11) 淨(1) 弗5:26;
12) 就當潔淨(1) 林後7:1;
13) 都是潔淨的(1) 可7:19;
14) 你們洗淨(1) 太23:25;
15) 他們就潔淨了(1) 路17:14;
16) 他便潔淨了(1) 可1:42