κατατάσσω

From LSJ
Revision as of 09:11, 7 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατάσσω Medium diacritics: κατατάσσω Low diacritics: κατατάσσω Capitals: ΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: katatássō Transliteration B: katatassō Transliteration C: katatasso Beta Code: katata/ssw

English (LSJ)

Att. κατατάττω, pf. -A τέτᾰχα Plb.8.9.5, al.:—draw up in order, arrange, τὴν στρατιάν X.Cyr.3.3.11, cf. Oec.9.13; esp.place in, refer to a class, εἰς φυλήν Lys.13.79; τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς Plu.2.178f; τινὰ μετά τινος Ath.8.335b:—Pass., εἰς τοὺς ἀσεβεῖς -ταχθείς D.S. 4.74; ἐς τοὺς ἱππεύοντας -ταγείς Hdn.6.8.1: Geog., insert in a map, Ptol.Geog.1.18.4: in Surgery, replace, τὸν δίδυμον Heliod. ap. Orib. 50.47.6: pf. part. Pass. -τεταγμένος in an ordered series, opp. ἀόριστος, μονάδες Procl.in Prm.p.561 S.; opp. ἐξῃρημένος, μονάδες ib.p.573 S. 2 appoint, ἐπί τι to do a thing, D.25.13; κ. τινὰ εἰς τάξιν ἡντινοῦν Pl.Lg.945a; εἰς λειτουργίαν POxv.1415.18 (iii A.D., Pass.); κ. τινὰ εἰςappoint one to go to a place, Plb.3.33.12. 3 pay into a treasury, εἰς τὸ βασιλικόν PSI5.510.13 (iii B.C.):—Pass., to be allocated to a fund, SIG459.6 (Beroea, iii B.C.). II set down in order, narrate or describe fully, ἐν τοῖς ὑπομνήμασι Plb.2.47.11, cf. Phld.Ir. p.74 W., etc.; κ. εἰς τὴν ἀπόκρισιν διότιPlb.24.10.7, etc. III κατατάξασθαι τοῖς φυλέταις ὑπέρ τινος make arrangements with... D. 58.17. IV assimilate food, in Pass., Sor.1.37; of things inhaled, Anon.Lond.23.31, al.

Greek (Liddell-Scott)

κατατάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω ἢ τάσσω εἰ τὸν οἰκεῖον τόπον, εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, παρατάττω, τὴν στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, πρβλ. Οἰκ. 9. 13, πρβλ. καταγράφω, κατανέμω· ταξινομῶ, ὑπάγω εἰς τάξιν, εἰς φυλὴν Λυσ. 137. 19· τινὰ εἰς δικαστὰς Πλούτ. 2. 178F· εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Διόδ. 4. 74· δέομαι τοὺς καταχθονίους θεοὺς τὴν ψυχὴν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς κ. IGST, 1660· τινά μετά τινος Ἀθήν. 335G.·- Παθ., τακτοποιοῦμαι, διευθετοῦμαι, εἰς τοὺς ἱππεύοντας καταταγεὶς Ἡρῳδιαν. 6. 8. 2· εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καταταχθεὶς Διόδ. 4. 74· καὶ ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. 2) διορίζω, ὁρίζω τινά, ἐπί τι, νὰ πράξῃ τι, Δημ. 733. 17· κ. τινὰ εἰς τάξιν ἡντινοῦν Πλάτ. Νόμ. 945Α· κ. τινὰ εἰς τόπον, ὁρίζω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἴς τινα τόπον, Πολύβ. 3. 33, 12. ΙΙ. γράφω κατὰ σειράν, καταγράφω, ὁ αὐτ. 2. 47, 11· κ. τι εἰς την ἀπόκρισιν ὁ αὐτ. 26.3, 7· ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 3. 21, 4· γραφή κατατεταγμένη ἐν χαλκώματι 3. 33, 18· πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ’ ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται, καταγέγραπται ὑπ’ αὐτοῦ, 2. 63, 6· αὐταῖς λέξεσι κατατετάχαμεν 8. 11, 5· τὰς ἱστορίας ἐν αἶς κατετετάχει τὰς πράξεις Δίωνος Διογ. Λαέρτ. 4.5. ΙΙ. κατατάξασθαι τινι τὰς ὑπέρ τοῦ ὀφλήματος, συνεννοοῦμαι μετά τινος διά τι πρᾶγμα, ἀπόδειξιν καὶ βεβαιότητα παρέχω εἰς τὸν δανεστὴν διὰ τὴν διαφιλονικουμένην ποσότητα, Δημ. 1327. 6. IV. ἐνεργ., καταπέσσω, χωνεύω, τὰς τροφὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 217, Σωραν. σ. 34.

French (Bailly abrégé)

mettre en ordre :
1 ranger, mettre en rangs, acc.;
2 assigner une place à : τινα εἴς τινας LYS mettre qqn au nombre de certaines personnes.
Étymologie: κατά, τάσσω.

Greek Monolingual

(AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω)
1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ
2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ
3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση
νεοελλ.
(για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω κάποιον στη δύναμη όπλου ή στρατιωτικής μονάδας («τον κατέταξαν στο πεζικό»)
μσν.
1. καταπραύνω, γαληνεύω κάποιον
2. υποτάσσω κάποιον
3. (αμτβ.) ηρεμώ, ειρηνεύω
4. παθ. κατατάσσομαι
κατακαθίζω
αρχ.
1. σχεδιάζω χάρτες
2. (για σπασμένα οστά ή εξαρθρωμένα μέλη) ανατάσσω, επαναφέρω, επανατοποθετώ στη θέση του
3. ορίζω κάποιον να κάνει κάτι, και ειδ. να πάει σε κάποιο τόπο («τινὰς δ' εἰς αὐτὴν Καρχηδόνα κατέταξεν», Πολ.)
4. πάπ. καταθέτω, πληρώνω στο δημόσιο ταμείο
5. επιγρ. πάπ. (για χρηματικό ποσό) προστίθεμαι σε κάποιο κεφάλαιο
6. γράφω κατά σειρά, καταγράφω
7. χωνεύω
8. παθ. έρχομαι σε συμβιβασμό, σε συνεννόηση
9. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατατεταγμένος, -η, -ον
διαιρεμένος σε τάξεις.

Greek Monotonic

κατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, παρατάσσω, τὴν στρατιάν, σε Ξεν.
2. διορίζω, ορίζω, ἐπί τι, να κάνω κάτι, σε Δημ.
II. κατατάξεσθαί τινι, συνεννοούμαι με κάποιον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατατάσσω: атт. κατατάττω
1) располагать в порядке, выстраивать (τὴν στρατιάν Xen.);
2) зачислять, назначать (τινὰ εἰς τάξιν Plat.; τινὰ εἰς φυλήν Lys.; τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς Plut.);
3) назначать, направлять (τινὰ εἰς Καρχηδόνα Polyb.);
4) причислять, относить (τινὰ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Diod.);
5) вносить, записывать, излагать (τι ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν Polyb.; τὰς πράξεις τινὸς ἐν ταῖς ἱστορίαις Diog. L.);
6) med. устраиваться, договариваться (τινὶ ὑπέρ τινος Dem.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to draw up in order, arrange, τὴν στρατιάν Xen.
2. to appoint, ἐπί τι to do a thing, Dem.
II. κατατάξασθαί τινι to make arrangements with one, Dem.