κοίλος
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
-η, -ο(ν) (AM κοῖλος, -η, -ον)
1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος
2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κοίλο(ν)
α) το εσωτερικό άδειο μέρος το οποίο σχηματίζουν τα αντικείμενα που η επιφάνειά τους είναι βαθουλή, η κοιλότητα, το κοίλωμα, το βαθούλωμα
νεοελλ.
φρ. α) ανατ. i) «κοίλο του τυμπάνου» — η κοιλότητα του μέσου ωτός που περιέχει τα ακουστικά οστάρια ii) «κοίλες φλέβες» — οι δύο φλέβες που αδειάζουν στον δεξιό κόλπο της καρδιάς το σύνολο του φλεβικού αίματος της κυκλοφορίας επανόδου
β) «το κοίλο(ν) του θεάτρου» ή απλώς «το κοίλον» — το μέρος του αρχαίου θεάτρου που προορίζεται για τους θεατές
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κοίλη
η κοιλάδα
αρχ.
1. (για πλοία) αυτός που είναι πλατύς στο μέσο, βαθύς, ευρύχωρος
2. (για χώρα ή τόπο) αυτός που βρίσκεται χαμηλά
3. (για μέταλλο) αυτός που έχει υποστεί κατεργασία και έχει μετατραπεί σε αγγείο («χρυσός ὁ κοῖλος πάμπολυς», Λουκιαν.)
4. (για γράμματα επιγραφής ή πινακίδας) αυτός που είναι βαθιά χαραγμένος
5. θολωτός, αψιδωτός
6. (για δρόμο) αυτός που προχωρεί προς τα χαμηλά σχηματίζοντας καμπύλες
7. (για ποτάμι) α) αυτός που έχει βαθιά και ευρεία κοίτη
β) αυτός που έχει λίγο νερό, ρηχός
8. (για θάλασσα) τρικυμιώδης
9. (για νόσημα) αυτό που προσβάλλει κάποιο εσωτερικό όργανο του σώματος ή προέρχεται από πάθηση εσωτερικού οργάνου
10. (για φωνή) υπόκωφος, βαθύς
11. (για χέρι) απλωμένο για επαιτεία
12. (για κρεβάτι) κενός
13. (για μήνα) α) ο βραχύς, ο Φεβρουάριος
β) αυτός που έχει τριάντα ημέρες
14. (για ημέρα) πάπ. αυτή κατά την οποία αναβάλλονταν οι πληρωμές
15. (για λόγια ή πράξεις) αυτός που στερείται περιεχομένου, ο άσκοπος
16. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κοῖλα
α) (για το ανθρώπινο σώμα) οι κοιλότητες
β) (ειδ. για την καρδιά και τους νεφρούς) οι κοιλίες
17. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κοῖλον
(για λιμάνι) ο μυχός
18. φρ. «κοίλη ναῦς» — το κύτος του πλοίου, το αμπάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kou- της ΙΕ ρίζας keu- «οίδημα, θόλος» αλλά και «κοίλωμα». Είναι παρ. σε -λ- ενός αρχικού τύπου που διασώζει ο Ησύχιος στη γλώσσα κόοι
τὰ χάσματα τῆς γῆς. Επομένως κοῖλος < κοF-ιλος < κοFος + -ιλος. Ο τ. κόFιλος διασώζεται ως α' συνθετικό μυκηναϊκών λέξεων (πρβλ. kowiro-woko = κοιλο-εργοί, ίσως «χαράκτες»). Είναι πιθανή η πλήρης αντιστοιχία του με το αλβ. thele «βαθύς». Το επίθημα με -λ- εμφανίζει επίσης το αρμ. soyl «κοίλος», ενώ ο αρχικός τ. κόFος συνδέεται με το λατ. cauus «κοίλος» (< couus και το μσν. ιρλδ. cua «κοίλος» (< kow-ios). Συγγενείς είναι επίσης οι λ. κῦαρ, κώθων, κῶος.
ΠΑΡ. κοιλάς, κοιλαίνω, κοιλία, κοιλότης
αρχ.
κοιλαίος, κοιλίς, κοιλιακός, κοιλώ, κοιλωπός
αρχ.-μσν.
κοιλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοιλέμβολος
αρχ.
κοιλογάστωρ, κοιλογένειος, κοιλογώνιος, κοιλοκρόταφος, κοιλόμισχος, κοιλοποιούμαι, κοιλόσταθμος, κοιλοσταθμώ, κοιλοστόμαχος, κοιλοστομία, κοιλόστομος, κοιλοσώματος, κοιλοφθαλμία, κοιλοφθαλμιώ, κοιλόφθαλμος, κοιλοφυής, κοιλόφυλλος, κοιλόφωνος, κοιλοχείλης, κοιλώνυξ, κοιλωπής, κοιλωπός
νεοελλ.
κοιλανάγλυφος, κοιλοβλαστίδιο, κοιλόγενυς, κοιλόγλωσσο, κοιλόκερα (τα), κοιλόκυρτος, κοιλονυχία, κοιλοποδία, κοιλόπους. (Β' συνθετικό) άκοιλος, αμφίκοιλος, υπόκοιλος
αρχ.
διάκοιλος, έγκοιλος, έκκοιλος, ισόκοιλος, μεσόκοιλος, ορθόκοιλος
νεοελλ.
επιπεδόκοιλος, ημίκοιλος, οπισθόκοιλος].