τέως
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
Ep. prob. τῆος (not in codd. of Hom., v. sub fin.):—Adv. of time, A so long, in the meantime, correlat. to ἕως, ἧος ἐγὼ . . ἠλώμην, τῆός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν Od.4.91, cf. Il.20.42; to ὄφρα, 19.189; so in Att., ἐσθίων τ. ἕως . . Ar.Pax32: sometimes without a Relat., until then, during that time, referring to a time already indicated, ἐς γάμου ὥρην . . · τῆος δὲ . . παρὰ μητρὶ κεῖσθαι ἐνὶ μεγάρῳ Od.15.127; τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν . . · ὁ δὲ τῆος (Nauck, for τέως μὲν) . . δέδετο ib.231, cf.S.Aj. 558; ποσσῆμαρ μέμονας... ὄφρα τ… μένω, i.e. for that number of days, Il.24.658, cf. Od.16.370; ἐγὼ δ' οἴσω τ. E.Heracl.725, cf. Ar.Pax 687,729 (anap.). 2 rarely for ἕως, Hdt.4.165, Hp.Int.26, Mul.2.165, Pl.Smp.191e, D.19.326, 21.16, A.R.4.821, 1617, Sardis7(1)No. 1 ii 12,19. II for a time, a while (cf. ἕως B), mostly with some answering word or phrase, as τῆος μὲν... αὐτὰρ νῦν Od.16.139; τῆος... ἀλλ' ὅτε δή 24.162 (Nauck, for τέως μὲν . .) ; φίλον τ., νῦν δ' ἐχθρόν A.Ch.1001(993); τ. μὲν... ὡς δὲ . . Th.6.61, Pl.Phd.117c; τ. μὲν... ἐπεὶ or ἐπειδὴ δὲ . ., X.Cyr.5.3.17, Lys.31.8; τ. μὲν... ἡνίκα δὲ . . X.HG4.3.17; τ. μὲν... μετὰ δὲ . . Hdt.1.11; τ. μὲν... ἔπειτα δὲ . . Id.6.83; τ. μὲν... τέλος δὲ . . Id.1.82; τ. μὲν... νῦν δὲ . . Ar.Th.449; τ. μὲν... ἔπειτα or εἶτα . ., without δέ, Th.5.7, X.HG 2.2.17, Ar.Nu.66:—without answering phrase, A.R.2.132. III up to this time, hitherto, Hdt.6.112, Ar.Pl.834, Pl.Smp.191b, IG12.57.21, 108.48; ἐν τῷ τ. χρόνῳ Lys.7.12, 27.16 (but ἐν τῷ τ. in the meantime, Polyaen.1.39.4, 8.47.1, Ael.NA2.25, 11.38, Steph. in Hp. 1.217 D., condemned by Hdn.Philet.p.434 P.; διὰ τὸ τ. for the present, Zos.Alch.p.231 B.); φίλοι τ. ὄντες Is.1.9. IV τ. εἰδέναι χρή you must know to begin with, Gp.9.11.1, 9.19.1; νυνὶ δ' αὐτὸ τὸ κεφάλαιον . . ἄκουσον εἰς ὀλίγους τ. ἀνενηνεγμένον σκοπούς Gal.15.764. [As a trochee before a vowel, Il.20.42, Od.16.370; as a trochee (spondee) before a consonant, Il.15.277 (Zenod.), Od.4.91, 15.127, 16.139; as an iambus, only Il.19.189 (sed leg. αὐτόθι τῆος, om. περ), 24.658, Od.18.190; as a monosyll., 15.231, 24.162, never in Il.; in codd. of Hom. written τείως, Od.4.91, al. (so in A.R.2.132, al.); τέως Il.24.658, al.; rarely τεῖος, one cod. in Il.20.42.] (Cret. τάως Hsch.: but the dialect forms of the correlative ἕως (ἇς etc.) indicate a primitive Gr. Τᾱος, Old Ion. Τῆος (cf. Skt. tāvat 'so great, so long'), whence later Ion. and Att. τέως.)
German (Pape)
[Seite 1104] ep. u. ion. τείως, seltener τεῖος, adv., bisdahin, solange; eigtl. demonstratives Correlativum zu ἕως; Il. 20, 42 (s. am Ende die prosod. Bemerkung); ἕως ἐγὼ βίοτον συναγείρων ἠλώμην, τείως μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν, während ich sammelte, unter der Zeit tödtete, Od. 4, 90; τέως, ἕως σαυτὸν λάθῃς διαῤῥαγείς, Ar. Pax 32; Strab. 3, 4, 5; – andern Zeitbestimmungen entsprechend; τείως μέν – αὐτὰρ νῦν, Od. 16, 139; τέως μὲν ἐτόλμα – ἀλλ' ὅτε δή, 24, 162 ff.; φίλον τέως, νῦν δ' ἐχθρόν, Aesch. Ch. 987; τέως μέν – νῦν δέ, Ar. Th. 449, vgl. Ran. 983; bei Her. τέως μέν – μετὰ δέ, 1, 11. 86. 94; τέως μέν – ἔπειτα δέ, 6, 83; τέως μέν, τέλος δέ, 1, 82. 2, 169; τέως μὲν ἐπιεικῶς οἷοί τε ἦσαν κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν, bis dahin, ὡς δὲ εἴδομεν, Plat. Phaed. 117 c; τέως ἐλέγοντο, πρὶν ὁρίσασθαι ἀποθνήσκειν, Xen. An. 2, 5, 13; τέως μέν – ἐπεὶ δέ, Cyr. 5, 3, 17; – allein, unterdessen, wo aus dem Zusammenhange der Satz mit ἕως zu ergänzen: ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον, ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, damit ich so lange selbst bleibe, nämlich bis du bestattet hast, Il. 24, 657; τοῦτο δίδωμι ἐς γάμου ὥρην, σῇ ἀλόχῳ φορέειν, τείως δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ κείσθω, Od. 15, 125 ff., vgl. 16, 170. 18, 190; Soph. Ai. 555; Eur. Heracl. 725; κἀγὼ μὲν ᾤμην οὓς τέως εὐεργέτησα δεομένους, ἕξειν φίλους, denen ich so lange Gutes gethan hatte, Ar. Plut. 834, vgl. Av. 1687 Pax 670; wie Plat. Menex. 235 c u. Andoc. 1, 81, τούτους ἐπιμελεῖσθαι τῆς πόλεως, ἕως ἂν οἱ νόμοι τεθεῖεν· τέως δέ, bis dahin aber, unterdessen aber; φίλοι τέως ὄντες, Isae. 1, 9; ὁ τέως χρόνος, Lys. 27, 16. 28, 3. 33, 1, bis dahin, wie Xen. An. 7, 6, 29; Pol. 2, 5, 10 u. a. Sp., wie Luc. Nigr. 4 Alex. 16; die alten Gramm. erklären πρότερον ἢ πάλαι; – es giebt auch Fälle, wo die Beziehung noch mehr zurücktritt, eine Weile, eine Zeit lang; Od. 15, 231; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεθ'· εἶτα τῷ χρόνῳ κοινῇ ξυνέβημεν, Ar. Nubb. 67; Xen. An. 4, 2, 12; τέως μὲν οὖν ἠπόρει, Plat. Lys. 207 a, vgl. Lach. 183 e Rep. IV, 439 c; καταγελώμενος τέως, τότε δή, I, 330 d; – τέως ἄν c. conj., so lange wie, τέως ἂν παῖδες ὦσι, φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας, Plat. Conv. 191 e; und so im Gesetze Dem. 24, 63. 105, vgl. 2, 21. 21, 16. – Sp. Epiker brauchten es auch für ἕως, um den Hiatus zu vermeiden, Herm. H h. Ven. 226 Cer. 66. 138; doch findet es sich so auch bei Her. 4, 165, wie Dem. 19, 326, ὅ, τέως ἦσαν Φωκεῖς σῷοι, οὐδεπώποτ' ἐποιήσαμεν; u. so auch τέως ἄν, wofür bei Dem. gew. v.l. τέως, ἕως ἄν. – [Die Messung ist wie bei ἕως im Hom. verschieden; Il. 19, 189, μιμνέτω αὖθι τέως ἐπειγόμενός περ Ἄρηος, hat Hermann αὐτόθι τεῖος ändern wollen; ein Schol. bemerkt, daß man hinter τέως eine kleine Pause machen müsse; Il. 20, 42, wo der Vers anfängt τέως Ἀχαιοί, und gelesen werden müßte τεῖος, haben Spitzner und Bekker nach einer v.l. der Schol. τόφρα aufgenommen. – Od. 16, 370 ist es einsylbig zu sprechen, αὐτόν· τὸν δ' ἄρα τέως μὲν ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων, wie 24, 162.]
French (Bailly abrégé)
adv.
I. aussi longtemps, pendant tout le temps : τέως… ἕως AR pendant tout le temps que, aussi longtemps que ; ἕως… τέως OD tandis que… pendant ce temps;
II. abs. 1 jusqu’à ce moment, jusque là ; τείως (ion.) μὲν…, αὐτὰρ νῦν OD jusqu’alors…, mais maintenant ; τέως… νῦν δέ ESCHL m. sign. ; τέως μὲν… ἀλλ’ ὅτε δή OD jusqu’alors, mais lorsque;
2 pendant ce temps;
III. aussi longtemps que, tant que, tandis que, c. ἕως : τέως ἂν παῖδες ὦσιν PLAT tant qu’ils sont enfants.
Étymologie: corrél. de ἕως.
Russian (Dvoretsky)
τέως: эп. тж. τείως и τεῖος (εω иногда односложно) adv. и conj.
1) до тех пор, дотоле: τ. εως … Arph. до тех пор, пока …; τ. μεν …, ἀπὸ δὲ τούτου τοῦ χρόνου … Xen. до того …, с этого же времени …; τ. μὲν …, ἔπειτα (δέ) или εἶτα (δέ) … Her., Thuc., Xen. до тех пор …, а потом …;
2) прежде, в то время, тогда: ἐν τῷ τ. χρόνῳ Lys. в прежнее время; τ. μὲν …, νῦν δέ … Arph. в то время …, ныне же …;
3) в это время, тем временем: ἕως …, τείως … Hom. пока …, тем временем …; μιμνέτω αὖθι τ. Hom. пусть он тем временем останется здесь;
4) пока: τ. ἵκωμαι HH пока я не приду; τ. ἦσαν σῷοι Dem. пока они были в безопасности.
Greek (Liddell-Scott)
τέως: Ἐπικ. τείως, τεῖος (ἴδε ἐν τέλει)· Ἐπίρρ. χρόνου, τηνικαῦτα, ἐν τῷ μεταξύ, τότε, συσχετικὸν τῷ ἕως· ἕως ἐγώ... ἠλώμην, τείως μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν Ὀδ. Δ. 91· τὸ ὄφρα κεῖται ἀντὶ ἕως ἐν Ἰλ. Τ. 189· τόφρα δ’, ἀντὶ τέως (ἢ τεῖος), Ἰλ. Υ. 42· οὕτω παρ’ Ἀττικ., Σοφ. Αἴ. 558· μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων τέως, ἕως σαυτὸν λάθοις διαρραγείς, ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον ἕως νά…, Ἀριστοφ. Εἰρ. 32· - ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἀναφορικοῦ, ὅτε ἀναφέρεται εἰς ὡρισμένον χρόνον, ἐς γάμου ὥρην...· τείως δέ… παρὰ μητρὶ κείσθω ἐνὶ μεγάρῳ, ἕως τότε δέ…, Ὀδ. Ο. 127· τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν...· ὁ δὲ τέως μέν... δέδετο αὐτόθι 231· ἀλλὰ συχνάκις χωρὶς ἀναφορᾶς ἢ ὡρισμένου χρόνου, οἷον, ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον, ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, «πόσας ἡμέρας προθυμῇ ἐνταφιάζειν τὸν Ἕκτορα ἵν’ ἐν τούτῳ ἐγώ τε παραμένω καὶ τὸν στρατὸν διακωλύω καὶ κατέχω» (Γαζῆ Μετάφρ.), Ἰλ. Ω. 658, πρβλ. Ὀδ. Π. 370· ἐγὼ δ’ οἴσω τέως Εὐρ. Ἡρακλ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 687, 729. 2) οἱ μεταγεν. Ἐπικοὶ πρὸς ἀποφυγὴν χασμωδίας χρῶνται τῷ τέως ἀντὶ τοῦ ἕως, Ἕρμανν. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 226, εἰς Δήμ. 138· τὴν δὲ χρῆσιν ταύτην οἱ Ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον καὶ εἰς τὸν Ἡρόδ. 4. 165, εἰς τὸν Ἱπποκρ., προσέτι δὲ καὶ εἰς Ἀττικ. συγγραφεῖς, οἷον Πλάτ. Συμπ. 191Ε, Δημ. 446. 4., 519 ἐν τέλει, 791. 14. ΙΙ. μέχρι χρόνου τινός, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετά τινος λέξεως ἀνταποκρινομένης, οἷον, τείως μέν…, αὐτὰρ νῦν Ὀδ. Π. 139· τέως μέν…, ἀλλ’ ὅτε δὴ Ω. 161· φίλον τ., νῦν δ’ ἐχθρὸν Αἰσχύλ. Χο. 993· τ. μέν…, εἶτα δέ... Ἀριστοφ. Νεφ. 67· τέως μέν..., ὣς δέ..., Θουκ. 6. 61, Πλάτ. Φαίδων 117C· τέως μέν..., ἐπεὶ ἢ ἐπειδὴ δέ…, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 17, Λυσί. 187. 25· τέως μέν..., ἡνίκα δέ..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 17· - ὡσαύτως ἑπομένων χρονικῶν ἐπιρρημάτων, τέως μέν..., μετὰ δέ..., Ἡρόδ. 1. 11· ἔπειτα δέ..., ὁ αὐτ. 6. 83· τέως μέν..., τέλος δέ..., ὁ αὐτ. 1. 82· τέως μέν..., νῦν δέ..., Ἀριστοφ. Θεσμ. 449· ἔπειτα ἢ εἶτα..., ἄνευ τοῦ δέ, Θουκ. 5. 7, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 17. ΙΙΙ. μέχρι τοῦδε, Ἡρόδ. 6. 112, Ἀριστοφ. Πλ. 834, Πλάτ. Συμπ. 191Β· ὁ τ. χρόνος Λυσί. 179. 13· φίλοι τ. ὄντες Ἰσαῖ. 36. 10. [Πλὴν τῆς φυσικῆς ποσότητος υ-, Ἰλ. Τ. 189, τὸ τέως ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρῳ ὡς μονοσύλλαβον, π.χ. Ὀδ. Ο. 231, Π. 370, Ω. 162· ὡς τροχαῖος ἐν τῷ τύπῳ τεῖος, Ἰλ. Υ. 42 (διάφορ. γραφ. τόφρα δ’)· ὡς σπονδεῖος ἐν τῷ τύπῳ τείως, Ὀδ. Δ. 91, Ο. 227, Π. 139· ἴδε ἕως ἐν τέλει].
English (Autenrieth)
so long, Il. 24.658; meanwhile, Od. 15.127, Od. 18.190; some time, Od. 15.231; correl. to ἕως, ὄφρα, Υ, Il. 19.189.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. τεῑος και επικ. τ. τείως ή τῆος κρητ. τ. τάως Α
επίρρ. νεοελλ. μέχρι πριν από λίγο, κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο, πρώην («ο τέως υπουργός οικονομικών»)
μσν.-αρχ.
εν πρώτοις, στην αρχή («νυνὶ δ' αὐτὸ τὸ κεφάλαιον... ἄκουσον εἰς ὀλίγους τέως ἀνενηγμένον σκοπούς», Γαλ.)
αρχ.
1. κατά τον χρόνο που..., εν τω μεταξύ
2. κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου («ἐς γάμον ὥρην,... τείως δὲ... παρὰ μητρὶ κείσθω ἐνὶ μεγάρῳ», Ομ. Οδ.)
3. (σπάν.) έως («καὶ τέως μὲν ἄν παῖδες ὦσιν,... φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας», Πλάτ.)
4. ώς ένα χρονικό διάστημα
5. μέχρι τότε
6. φρ. «διὰ τὸ τέως» — για το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συσχετικό του ἕως. Ο τ. τέως (< τāFos) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. tāvat «τόσο μακριά» και έχει σχηματιστεί από το θ. το- του οριστικού άρθρου (< IE tod < ρίζα το-, τᾱ-, βλ. λ. ο, η, το) και το ἕως (< āFos, βλ. λ. έως [Ι]). Ο κρητ. τ. τά-ως < τᾶς (< τᾶος < tāFos, πρβλ. και ἇς) κατά το τέως.
Greek Monotonic
τέως: Επικ. τείως, χρονικό επίρρ.,
I. εν τω μεταξύ, παράλληλα, ενώ συγγενές προς το ἕως, ἕως ἐγὼ ἠλώμην, τείως..., ενώ περιπλανιόμουν, στον ενδιάμεσο χρόνο..., σε Ομήρ. Οδ.· ἐσθίων τέως, ἕως..., σε Αριστοφ. ΙI. για λίγο, για ένα χρονικό διάστημα, τείως μὲν... αὐτὰρ νῦν, σε Ομήρ. Οδ.· τέως μὲν..., εἶτα δὲ..., σε Αριστοφ. κ.λπ. ΙΙI. μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, έως εδώ, μέχρι τώρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
[adverb of time
I. so long, meanwhile, the while, correlat. to ἕως, ἕως ἐγὼ ἠλώμην, τείως . . while I was wandering, meantime . . Od.; ἐσθίων τέως, ἕως . . Ar.
II. for a time, a while, τείως μὲν . ., αὐτὰρ νῦν Od.; τέως μὲν . ., εἶτα δὲ . . Ar., etc.
III. up to this time, hitherto, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
τέως: {téōs}
Forms: ep. τῆος (geschr. τείως, τέως, τεῖος)
Meaning: so lange (seit Il.);
Derivative: τάως· τέως. Κρῆτες H. (für *τᾶς aus *τᾶος nach τέως; vgl. ἇς = ἕως und Schwyzer 650 A. 3).
Etymology: Aus urgr. *τᾶϝος und mit dem aind. Demonstrativum tā́vat (Stamm tā-vant-) se weit bis auf den unklaren Endkonsonanten identisch; s. ἕως m. Lit.
Page 2,890
English (Woodhouse)
for a time, for a while, in the interim, in the meantime, till then