βαρύνω
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
Pi.P.1.84, Pl.Phdr.247b: impf., Od.5.321: fut. A -ῠνῶ X.Ap.9: aor. ἐβάρῡνα Plu.2.127c, etc.:—Pass., pres., Il.19.165, etc.: fut. βαρυνθήσομαι S.Fr.697, Plb.5.94.9, LXX Si.3.26: aor. ἐβαρύνθην Il.20.480, etc.: pf. βεβάρυμμαι Hp.Ep.17, Arist.Phgn. (v. infr.), LXX Na.2.9 (10): (βαρύς):—weigh down, oppress, depress, εἵματα γάρ ῥ' ἐβάρυνε Od.5.321; βάρυνε δέ μιν δόρυ μακρὸν ἑλκόμενον Il.5.664, etc.; ἤν σε βαρύνῃ δίψος Epigr. ap. Sotion p.39 W.:—Pass., λάθρῃ γυῖα βαρύνεται he is heavy, i. e. weary, in limb, Il.19.165; χεῖρα βαρυνθείς disabled in hand, 20.480; βεβαρύνθαι = to be oppressed by surfeit, etc., Arist.Phgn.810b22, cf. HA582b8, Ph.1.38; ὑπὸ κόπου D.H.1.39; βαρύνεσθαι τὴν γαστέρα = to be pregnant, Luc.Merc.Cond.34, cf. X.Mem. 2.2.5; τόκοις E.IT1228; β. alone, Nonn.D.26.270; βαρύνεταί τινι τὸ σκέλος Ar.Ach.220, cf. Pl.Phd.117e; ὄμμα β., of one dying, E. Alc.385; βαρυνόμεν' ἔνθα καὶ ἔνθα ἐκ παθέων Timo 9; also ὃ αὐταῖς ἐβαρύνθη weighed upon them, Plot.4.3.15. 2 metaph., oppress, weary, ἀστῶν ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν β. Pi.P.1.84; τοὺς δικαστάς X.Ap.9; of cold, Arist.Somn.Vig.456b26; make more grievous, ἀνίαν Ph.2.425:— Pass., to be oppressed, be distressed, Simon,184.5, Pi.N.7.43, S.El.820, Th.8.1; πήμασιν by calamities, A.Ag.836, cf. 189(lyr.); χόλῳ S.Aj. 41; κακῇ ὀσμῇ Id.Ph.890; ὀσμῆς Id.Fr.697; ξυντυχίᾳ Cratin.166; διά τι Th.5.7; ὑπό τινων Nic.Dam.p.38 D.; ἐβαρύνθη ἡ καρδία = the heart was made stubborn, was hardened, LXX Ex.8.15(11), al.; also c.acc., τὰ λυπηρὰ τῆς τύχης D.H.4.14; γῆρας J.BJ1.32.2, cf. Plu. Cor.31, D.Chr.43.6; τινά Id.40.1, Plu.Thes.32, POxy.298.26(i A.D.); τὸν πλοῦτον to be overloaded with, Eun.Hist.p.248D. II mark with the grave accent, Hdn.Gr.1.18, A.D.Synt.120.4,Ath.2.52f.—βαρύνω 1 is replaced by βαρέω in later Greek.
Spanish (DGE)
(βᾰρύνω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [pas. aor. ind. 3a plu. βάρυνθεν Pi.N.7.43, Hsch.β 256]
A tr.
I 1en v. act. c. ac. de pers. oprimir, entorpecer, estorbar βάρυνε δέ μιν δόρυ μακρόν pero le estorbaba la larga lanza a Sarpedón herido Il.5.664, εἵματα γὰρ ῥ' ἐβάρυνε estorbaban los vestidos a Ulises náufrago Od.5.321, cf. Hsch.
•c. otros tipos de ac. hacer pesar, sobrecargar νεφέλας δ' ὕδωρ βαρύνει Anacr.7.3
•del vino o los alimentos producir pesadez ὁ γλυκάζων δ' οἶνος οὐ βαρύνει τὴν κεφαλήν Ath.2.45e, cf. Arist.Somn.Vig.456b26
•endurecer τὴν καρδίαν LXX Ex.8.28.
2 de una herencia gravar en v. pas. τὸ τέταρτον τῆς ... οὐσίας, ἂν γέ πῃ βαρύνηται D.C.48.33.5.
II 1fig. en v. act. oprimir, apesadumbrar, sobrecargar c. ac. de pers. ὠ[δ] ῖνες a Leto, Simon.14.32, τοὺς δικαστάς X.Ap.9, τὸ μεσημβρινὸν ἤν σε βαρύνῃ δίψος epigr. en Par.Flor.24, cf. Pythag.Ep.7.2, cf. ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ' ἐσλοῖσιν ἐπ' ἀλλοτρίοις oír hablar de méritos ajenos provoca en el fuero interno de las gentes la mayor pesadumbre Pi.P.1.84, c. ac. de abstr. βαρῦναι τὴν ἀνίαν ... ἥτις ἐκ τοῦ στέρεσθαι κατὰ τὸν ἀναγκαῖον ἕπεται sobrecargar la aflicción que trae emparejada el hecho de verse privado de lo imprescindible Ph.2.425.
2 en v. med. sufrir o llevar mal, soportar difícilmente c. ac. int. Ἀστερίῃ δ' οὐδέν τι βαρύνομαι no me irrito contra Asteria Call.Del.244, ἵνα ... τὰ λυπηρὰ τῆς τύχης ἧττον βαρύνωνται para que les pesen menos las penalidades de su suerte D.H.4.14, γῆρας I.BI 1.624, δύναμιν αὐτοῦ Plu.Cor.31, τὴν ἐπιδημίαν D.Chr.43.6, τὸ σκήνωμα τῆς ψυχῆς Sext.Sent.320, cf. 337, tb. c. compl. de pers. Θησέα Plu.Thes.32, cf. POxy.298.26 (I d.C.).
B intr. en v. med.-pas.
1 c. suj. de miembros o partes del cuerpo pesar βαρύνεται γυῖα pesan los miembros, Il.19.165, cf. Ibyc.(?) en ZPE 57.1984.27, AP 16.265, βαρύνεται ὄμμα E.Alc.385, βαρύνεται τὸ σκέλος Ar.Ach.220, cf. Pl.Phd.117d, γοῦνα A.R.2.202, τὰ πτερὰ καὶ τὰ μέλη (κολοιῶν) ... βαρύνονται D.P.Au.3.19, tb. de pers. c. ac. de rel. ὁ δέ μιν μένε χεῖρα βαρυνθείς él le esperó con el brazo entorpecido por una herida Il.20.480, τὸν πλοῦτον ὁ τραγωδὸς ἐβαρύνετο Eun.Hist.48.1, de anim. οἳ (ὄρνιθες) πολλὰ ἐκ γῆς λαβόντες καὶ βαρυνθέντες ὑψοῦ πτῆναι ἀδυνατοῦσι Plot.5.9.1, de abstr. (ψυχαί) Plot.4.3.15.
2 sufrir, estar apesadumbrado c. suj. de pers. en sent. físico c. dat. κακῇ ὀσμῇ S.Ph.890, c. gen. ὀσμῆς S.Fr.697, en sent. fig. c. dat. πήμασιν A.A.836, ἀπλοίᾳ A.A.188, χόλῳ S.Ai.41, ξυντυχίαισι Cratin.171.5, πόνοις LXX Si.3.27, c. prep. διὰ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ καθημένους βαρύνεσθαι Th.5.7, ἐκ παθέων Timo SHell.783.3, ὑπὸ κόπου D.H.1.39, ὑπὸ τῶν φυλάκων Nic.Dam.52, cf. PTeb.23.5 (II a.C.), abs. βάρυνθεν περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται hondísimo pesar sintieron los hospitalarios delfios Pi.l.c., κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον yo, dolido, apenas me contuve aquel día S.OT 781, στερόμενοι καὶ ἰδίᾳ ἕκαστος καὶ ἡ πόλις ... ἐβαρύνοντο Th.8.1, μόλις ... τὴν κεφαλὴν ἐπαίρει βαρυνόμενος καὶ καθελκόμενος Ph.1.38, cf. Simon.126D., S.El.820, Plb.3.10.3.
3 estar, encontrarse pesado διὰ τὰς τῶν σιτίων πληρώσεις ἢ ἐνδείας a consecuencia de malas digestiones, Arist.Phgn.810b22.
4 de una mujer estar grávida, embarazada τόκοις βαρύνεται E.IT 1228, βαρυνομένη τε καὶ κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου X.Mem.2.2.5, cf. Nonn.D.26.270, tb. c. ac. de rel. βαρύνεσθαι τὴν γαστέρα Luc.Merc.Cond.34.
5 pronunciar con acento grave A.D.Synt.120.4, Hdn.Gr.1.18, tb. en v. act., Ath.2.52f.
German (Pape)
[Seite 434] beschweren, belasten, Od. 5, 321; gew. übertr., belästigen, plagen, βάρυνε δέ μιν δόρυ Il. 5, 664; vgl. 11, 584; ἀστῶν ἀκοὰ θυμὸν βαρύνει Pind. P. 1, 83; δίψος βαρύνει σε Ep. ad. 198 (App. 100). Prosa, Plat. Phaedr. 247 b; τοὺς δικαστάς Xen. Apol. 9. Viel häufiger pass., beschwert werden, βαρύνεται γυῖα, er wird schwer, kraftlos an den Gliedern, Il. 19, 165; βαρυνθεὶς χεῖρα, an der Hand gelähmt, 20, 480; γοῦνα βαρυνθείς Ap. Rh. 2, 202; γυῖα Ep. ad. 272 (Plan. 265); Prosa, τὰ σκέλη Plat. Phaed. 107 e; τὴν κεφαλήν Charm. 155 d; τὸ σκέλος βαρύνεται Ar. Ach. 214; ὄμμα βαρύνεται, von Sterbenden, Eur. Alc. 385; τὴν γαστέρα, schwanger sein, Luc. Mere. cond. 34; νηδὺν Leon. Tar. 2 (VI, 202). Bes. belästigt, geplagt werden, πήμασι Aesch. Ag. 810; χόλῳ Soph. Ai. 40; ὀσμῇ Phil. 878; τόκοις Eur. I. T. 1228; συντυχίᾳ βαρυνόμενος Cratin. Prisc. VIII p. 181; ὑπὸ τῆς ἡλικίας Pol. 5, 5. Uebh. mißmüthig werden, καὶ χαλεπῶς φέρειν Thuc. 8, 1. 2, 16; Xen. Mem. 2, 1, 31; διά τι Thuc. 5, 7; τινί; auf Einen zürnen, Call. Del. 244; Plut. Num. 2; τινά od. τί, mit etwas unzufrieden sein, z. B. τυραννίδος πόλεμον Plut. Poplic. 2; öfter bei Sp. – Bei Gramm. = den Gravis setzen.
French (Bailly abrégé)
f. βαρυνῶ, ao. ἐβάρυνα, pf. inus.
Pass. f. βαρυνθήσομαι, ao. ἐβαρύνθην, pf. inus. en att.
1 rendre pesant, alourdir, acc. : βαρύνεσθαι τὴν χεῖρα IL avoir la main alourdie (par une blessure) ; fig. être accablé (de douleur, de maux, etc.);
2 fig. fatiguer, importuner, accabler acc. ; Pass. être fatigué ou mécontent διά τι, τινι, τι de qch, supporter qch avec peine ; τινα supporter qqn avec peine.
Étymologie: βαρύς.
English (Autenrieth)
ipf. or aor. 1 (ἐ)βάρῦνε, pass. aor. part. βαρυνθείς, perf. 2 βεβαρηὠς: weigh down, oppress by weight; εἵματα γάρ ἐβάρῦνε, while swimming, Od. 5.321 ; κάρη πήληκι βαρυνθέν, Il. 8.388; mid., οἴνῳ βεβαρηότες, ‘drunken,’ Od. 3.139, Od. 19.122.
English (Slater)
βᾰρῡνω
1 lie heavy upon, grieve ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει (P. 1.84) βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
English (Abbott-Smith)
βαρύνω,
to weigh down = βαρέω (q.v.): Lk 21:34, Rec.†
English (Strong)
from βαρύς; to burden (figuratively): overcharge.
English (Thayer)
to weigh dawn, overcharge: βαρυνθῶσιν (cf. Winer's Grammar, 83 (80); Buttmann, 54 (47)), for βαρηθῶσιν; see βαρέω. (Compare: καταβαρύνω.)
Greek Monolingual
(AM βαρύνω) βαρύς
τονίζω με βαρεία
νεοελλ.
φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» — έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.)
μσν.
Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ
2. χτυπάω
3. έχω βάρος, είμαι βαρύς
II.(-ομαι)
1. ασκώ πίεση με το βάρος μου
2. υφίσταμαι βάρος, επιφορτίζομαι
3. γίνομαι βαρύς, εξασθενώ
4. δυσφορώ, δυσανασχετώ
5. οργίζομαι
6. βαριέμαι κάτι, δεν μου αρέσει κάτι
αρχ.-μσν.
1. πιέζω με το βάρος μου
2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ
3. επιδεινώνω
αρχ.
Ι. 1. κάνω σκληρότερο κάτι
2. αισθάνομαι βάρος, νιώθω βαρύ κάτι
II. (-ομαι)
πιέζομαι, θλίβομαι από κάτι
2. υποχωρώ, δελεάζομαι
3. φρ. «βαρύνομαι» ή «βαρύνομαι την γαστέρα» ή «βαρύνομαι τόκοις» — είμαι έγκυος
4. «ἐβαρύνθη ἡ καρδία μου» — σκλήρυνε η καρδιά μου.
Greek Monotonic
βᾰρύνω: [ῡ], (βαρύς), μέλ. -ῠνῶ, αόρ. αʹ ἐβάρῡνα, Παθ. αόρ. αʹ ἐβαρύνθην
1. ζυγίζω πολύ και βαραίνω, πιέζω με το βάρος μου, καταπιέζω, σε Όμηρ. — Παθ., γυῖα βαρύνεται, ζυγίζει υπερβολικά, είναι βαρύς, δηλ. εξαντλημένος, αποκαμωμένος, κουρασμένος ως προς τα μέλη του σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρα βαρυνθείς, ανίκανος στα χέρια, στο ίδ.· βαρύνεταί τινι τὸ σκέλος, σε Αριστοφ.· ὄμμα βαρύνεται, λέγεται για τον νεκρό, σε Ευρ.
2. μεταφ., καταθλίβω, κουράζω· τοὺς δικαστὰς βαρύνω, σε Ξεν. — Παθ., καταθλίβομαι, λυπούμαι, Λατ. gravari, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰρύνω:
1 отягощать, обременять, тяготить, утомлять (τινά Hom., Plat.); pass. тяжелеть Arst.: γυῖα βαρύνεται Hom. у него слабеют члены; χεῖρα βαρυνθείς Hom. с бессильно повисшей рукой; ὄμμα μου βαρύνεται Eur. в глазах у меня мутится; βαρύνεσθαι τὴν κεφαλήν Plat. ощущать тяжесть в голове, страдать головной болью; βαρύνεσθαι τὴν γαστέρα Luc. и νηδύν Anth. становиться беременной;
2 томить (δίψος βαρύνει τινά Anth.);
3 удручать, раздражать, волновать (θυμόν Pind.); pass. быть раздраженным, негодовать или страдать (διά τι Thuc. и τινι Plut.): βαρυνόμενοι τὸν Θησέα Plut. которые терпеть не могли Тесея;
4 грам. произносить с тяжелым (тупым) ударением, т. е. пониженным тоном или безударно.
Middle Liddell
βαρύς
1. to weigh down, oppress by weight, depress, Hom.:—Pass., γυῖα βαρύνεται he is heavy, i. e. weary, in limb, Il.; χεῖρα βαρυνθείς disabled in hand, Il.; βαρύνεταί τινι τὸ σκέλος Ar.; ὄμμα β., of one dying, Eur.
2. metaph. to oppress, weary, τοὺς δικαστάς Xen.:—Pass. to be oppressed, distressed, Lat. gravari, Aesch., Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύνω βαρύς aor. act. ἐβάρυνα, poët. indic. aor. pass. 3 plur. βάρυνθεν (vgl. ptc. aor. pass. nom. / acc. n. sing. βαρυνθέν); fut. βαρύνω
1. act. met acc.
2. fysiek zwaar maken, belasten, bezwaren, zwaar drukken op:. βάρυνε... μιν δόρυ μακρὸν ἑλκόμενον de lange speer die over de grond sleepte, bezorgde hem last Il. 5.664.
3. psychisch bezwaren, bedrukken:. θυμὸν βαρύνει het bedrukt zijn hart Pind. P. 1.84.
4. pass. intrans.
5. fysiek zwaar worden, belast worden, vermoeid raken:; γυῖα βαρύνεται hun ledematen worden zwaar Il. 19.165; van personen, met acc. resp.. χεῖρα βαρυνθείς last hebbend van zijn hand Il. 20.480.
6. psychisch bedrukt worden, het zwaar hebben, terneergeslagen raken/zijn:. πήμασιν βαρύνεται hij wordt gekweld door ellende Aeschl. Ag. 836; ὅταν... κακίας πλησθεῖσα βαρυνθῇ, βαρυνθεῖσα δὲ... ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ telkens wanneer (de ziel) gevuld met slechtheid terneergeslagen raakt, en loodzwaar op aarde valt Plat. Phaedr. 248c.
7. med. met acc. (later Grieks) moeite hebben met, slecht verdragen:. Ἀλκιβιάδην... ἐβαρύνοντο διὰ φθόνον ze konden Alcibiades niet uitstaan door afgunst Plut. Alc. 24.4; τοὺς βαρυνομένους τὴν ὀλιγαρχίαν degenen die tegen de oligarchie waren Plut. Cam. 1.4.
Chinese
原文音譯:barÚnw 巴呂挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)重
字義溯源:加重擔,累住,壓下悲傷,載重過多;源自 (βαρύς)=煩重的,而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 累住(1) 路21:34