συστολή
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ἡ, (συστέλλω) A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7; λύπη ἐστὶν ἄλογος σ. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr.410; especially in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3; σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700; of other organs, [τῆς μήτρας] Sor.1.70b; συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589 P., cf. Gal.18(2).128. 2 contraction, limitation, συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι Plu.Caes.60, cf. 2.135a. 3 abasing, taking down, ib.544e. 4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7; σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108. 5 lessening of expenses, retrenchment, Plb.27.13.4, Phld.Oec.p.71 J. (pl.). 6 spareness, tenuity, τῶν ἀγαλμάτων Demetr.Eloc.14. 7 pusillanimity, Poll.5.122. 8 fasting, Sor.1.49, 2.15, al. 9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, das Zusammenziehen, Abkürzen, Vermindern; bes. Einschränkung der Ausgaben, Sparsamkeit, Pol. 27, 12, 4; Gegensatz πρόσθεσις, Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt ἦσαν; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. resserrement, contraction, particul. :
1 systole, mouvement de contraction du cœur;
2 resserrement sur soi-même;
3 resserrement, restriction en gén.
4 répression;
II. abrégement, prononciation brève d'une syllabe longue.
Étymologie: συστέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστολή -ῆς, ἡ [συστέλλω] samentrekking. overdr. beperking, inperking.
Russian (Dvoretsky)
συστολή: ἡ
1 сокращение, сжатие Plut., Diog. L.;
2 ограничение, уменьшение Plut.;
3 сокращение расходов, бережливость Polyb.;
4 подавление, усмирение (κατάπληξις καὶ σ. Plut.);
5 грам. сокращение долгого слога (напр. в ἔσαν вм. ἦσαν Sext.) или краткое произнесение долгого слога Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συστέλλω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση
2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου του σώματος, όπως λ.χ. της καρδιάς ή της μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ καρδίας καὶ ἀρτηριῶν», Πλούτ.)
3. γραμμ. τροπή μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύ
νεοελλ.
1. φυσ. φαινόμενο αντίθετο της διαστολής το οποίο συνίσταται στη μείωση τών γεωμετρικών διαστάσεων τών σωμάτων και οφείλεται στη μεταβολή της θερμοκρασίας τους («συστολή τών μετάλλων»)
2. μτφ. ντροπαλότητα
3. αστρον. διαδικασία γενικής φύσεως, η οποία οδηγεί στη συμπύκνωση μεγάλων μαζών στο Σύμπαν υπό την επίδραση εσωτερικών δυνάμεων βαρύτητας
4. φυσιολ. μυϊκή σύσπαση, δηλαδή βράχυνση ενός μυός, ο οποίος διογκώνεται και σκληραίνει υπό την επίδραση ενός κατάλληλου ερεθίσματος, γεγονός που επιτρέπει την ανάπτυξη μιας δύναμης
5. φρ. α) «συστολή τών μηκών»
φυσ. φαινόμενο, στα πλαίσια της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με το οποίο το μήκος ενός σώματος φαίνεται, όταν μετρείται από έναν κινούμενο παρατηρητή, μικρότερο από την πραγματική τιμή του, όπως αυτή προσδιορίζεται από έναν ακίνητο σε σχέση με το σώμα παρατηρητή
β) «συστολή φλέβας ρευστού»
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στη σύσφιγξη μιας φλέβας ρευστού το οποίο διαφεύγει από μια μικρή οπή ή από ένα ακροφύσιο και το οποίο οφείλεται στην επιφανειακή τάση του ρευστού
μσν.
πτώση του πυρετού
αρχ.
1. μείωση, περιστολή («συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι», Πλούτ.)
2. ελάττωση δαπανών
3. νηστεία
4. μικροψυχία
5. το συνεσταλμένο σχήμα («ὥσπερ τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν τέχνη ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἡ ἰσχνότης», Δημήτρ.)
6. μτφ. ταπείνωση, εξευτελισμός
7. (μετρ.) η μέτρηση μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου ως βραχέος φθόγγου πριν από άλλο φωνήεν μέσα σε κείμενο.
Greek Monotonic
συστολή: ἡ (συστέλλω), συμμάζεμα, ζάρωμα, συρρίκνωση, ελάττωση, περιορισμός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συστολή: ἡ, (συστέλλω) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ σύσπασις ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) περιορισμός, συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., καταστολή, καταπλήξεως καὶ συστολῆς ἕνεκα καὶ τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόθι 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. ἔσαν ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ κυρίως εἶναι μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, ὥσπερ τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν τέχνη ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἰσχνότης Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) μικροψυχία, Πολυδ. Ε΄, 122, αὐτόθι Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαστολή.
ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ λέξις αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.
Middle Liddell
συστολή, ἡ, συστέλλω
a drawing together, contraction, limitation, Plut.