ὑπεύθυνος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, A liable to give account for one's administration of an office, responsible, ὑ. ἀρχή, opp. μουναρχίη, Hdt.3.80; τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ A.Pr.326, cf. Ch.715; οὐχ ὑπεύθυνος πόλει Id.Pers.213; ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν we who advise are responsible, while you who hear are irresponsible, Th. 3.43; οἱ ὑ., at Athens, magistrates who, on quitting office, had to give an account of their administration to examiners (εὔθυνοι) and (if they had handled public funds) to auditors (λογισταί), Ar.Eq. 259, V.102, Antipho 6.43, etc.; ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν And.4.30; ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν, addressed to the spectators, who were 'auditors' and judges of the performance, Eup.223. 2 c. gen., under liability for, answerable for, ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς Jusj. ap. D.24.150; προκλήσεως Id.45.43; of slaves, σῶμα ὑ. ἀδικημάτων their body is liable for their misdeeds, i.e. they must pay for them with their body, Id.22.55; τῆς ἀγνοίας ὑ. held responsible for it, Id.18.196; τῆς φωνῆς Luc.Salt.27. 3 c. dat., ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ, Lycurg.129,148, cf. BCH17.242 (Phrygia): c. dat. pers., responsible to another, dependent on him, ὑ. ὢν οὐδενί D.18.235; διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ, etc., ib.189, cf. Aeschin.2.170; τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.Ind.Sto.21. II Adv. ὑπευθύνως = responsibly Poll.3.139.
German (Pape)
[Seite 1205] rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; ἀρχή, im Gegensatz von μουναρχίη, Her. 3, 80, wie Aesch. τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῖ, Prom. 324; ὑπ. πόλει Pers. 209; παραίνεσις, Thuc. 3, 43; im Heliasteneide, Dem. 24, 150. Überh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr, τὸ δούλων σῶμα ὑπεύθυνον τῶν ἀδικημάτων id. 24, 167; auch = schuldig, τινός, Antiph. 6, 43; Luc. salt. 27; – τινί, unterworfen, τιμωρίᾳ Lycurg. 148, κινδύνῳ 129; vgl. Dem. 18, 189; τῷ συκοφάντῃ Aesch. 2, 170.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 soumis à une reddition de comptes, qui doit rendre compte de sa gestion (financière, politique ou autre) ; ὑπεύθυνος ἀρχή HDT pouvoir responsable ; ὑπεύθυνός τινι ou avec πρός et l'acc. : responsable devant qqn ; à Athènes οἱ ὑπεύθυνοι magistrats qui, à leur sortie de charge, rendaient leurs comptes devant les juges compétents;
2 soumis à une surveillance ou à une autorité, soumis, dépendant de, gén..
Étymologie: ὑπό, εὐθύνη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεύθῡνος:
I 2 подотчетный, ответственный: αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε Aesch. я поручаю это (тебе) под твою ответственность; ὑ. τινι Aesch., Dem. ответственный перед кем(чем)-л. или зависящий от кого(чего)-л.; διδόναι ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.; ὑ. τινος Dem., Luc. несущий ответственность за что-л.; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. нести ответственность за свои советы.
II ὁ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph. (ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεύθῡνος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος ἀρχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς μόναρχος, οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ ὑπεύθυνος πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε ἡμεῖς οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι (διότι οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) μετὰ γεν., ὁ ὀφείλων εὐθύνας διά τι, ὑπόλογος, ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας παρὰ Δημ. 747. 1· προκλήσεως ὁ αὐτ. 1114. 21· - οὕτως ἐπὶ δούλων, σῶμα ὑπ. ἀδικημάτων, τὸ σῶμά των εἶναι ὑπεύθυνον διὰ τὰς κακάς των πράξεις, δηλ. τιμωρεῖται τὸ σῶμά των δι’ αὐτάς, ὁ αὐτ. 610. 5· τῆς ἀγνοίας ὑπ., λογιζόμενος ὑπεύθυνος διὰ τὴν ἄγνοιαν, ὁ αὐτ. 293 ἐν τέλ.· τῆς φωνῆς Λουκ. π. Ὀρχ. 27. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. κινδύνῳ, ὑπ. τιμωρίᾳ Λυκοῦργ. 166. 17., 169. 8· - ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσώπου, ὑπεύθυνος, Λατ. obnoxius, ὑπ. ὢν οὐδενὶ Δημ. 306. 4· διδόναι αὑτὸν ὑπ. τῇ τύχῃ ὁ αὐτ. 291. 19, πρβλ. Αἰσχίν. 51. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Γ΄, 139.
Greek Monolingual
-η, -ο/ ὑπεύθυνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν.
γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.)
2. αυτός που έχει την ευθύνη, από τον οποίο είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, υπόλογος (α. «ο υπεύθυνος εκδότης» β. «τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῖ», Αισχύλ.
γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το υπευθυνο(ν)
το να έχει κανείς την ευθύνη για κάτι ή το να είναι υπεύθυνος, να έχει επίγνωση τών ευθυνών του, η υπευθυνότητα
νεοελλ.
1. αυτός που παρέχεται με την ευθύνη κάποιου, για τον οποίο εγγυάται κάποιος («υπεύθυνη δήλωση»)
2. αυτός που φέρεται με υπευθυνότητα, που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητας («είναι υπεύθυνος άνθρωπος»)
3. προϊστάμενος («υπεύθυνος του τμήματος πωλήσεων»)
3. φρ. «αστικώς υπεύθυνος»
(νομ.) ο κατά νόμο υπόχρεος σε αποζημίωση του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική ευθύνη φέρει ο πολιτικώς εναγόμενος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε κάτι («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ένοχος ενώπιον του θεού, αμαρτωλός («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος», Επιφ.)
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπεύθυνοι
(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι μετά τη λήξη της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους ευθυνους ή στους λογιστάς·β) οι υπήκοοι
2. φρ. «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο έλεγχος και η κρίση θεατρικής παράστασης (Εύπ.).
επίρρ...
υπευθύνως / ὑπευθύνως ΝΑ, και υπεύθυνα Ν
νεοελλ.
1. με υπευθυνότητα, με αίσθημα ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)
2. με βεβαιότητα, εγγυημένα («σέ βεβαιώνω υπεύθυνα»)
αρχ.
με το να υπόκειται κανείς σε λογοδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -εύθυνος (< εὐθύνη), πρβλ. αν-εύθυνος].
Greek Monotonic
ὑπεύθῡνος: -ον, 1. υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη διαχείριση αξιώματος, υπόλογος, επιφορτισμένος με συγκεκριμένο καθήκον, αρμόδιος, πλήρης ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὑπεύθυνοι, οἱ, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (λογισταί), σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. με γεν., υπόλογος, υπαίτιος για, ὑπεύθυνος ἀρχῆς ἑτέρας, παρά Δημ.· λέγεται για δούλους, σῶμα ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το σώμα τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με τιμωρία του σώματός τους, στον ίδ.
3. με δοτ., υπόλογος σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. obnoxius, στον ίδ., σε Αισχίν.
Middle Liddell
ὑπ-εύθῡνος, ον,
1. liable to give account for one's administration of an office, accountable, responsible, Hdt., Aesch., etc.:— ὑπεύθυνοι, οἱ, at Athens, magistrates who had to submit their accounts to public auditors (λογισταί), Ar., etc.
2. c. gen. responsible for, ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας ap. Dem.; of slaves, σῶμα ὑπ. ἀδικημάτων their body is liable for their misdeeds, i. e. they must pay for them with their body, Dem.
3. c. dat. responsible to another, dependent on them, Lat. obnoxius, Dem., Aeschin.
English (Woodhouse)
accountable, liable, accountable to, liable to give account to, liable to give account, liable to