νοτερός
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
νοτερά, νοτερόν, (νότος) damp, moist, δρόσος Simon. 183.9; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.); ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.); χειμὼν νοτερός a storm of rain, Th.3.21; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.); τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U.; χωρία Onos.8.2; τὸ νοτερόν = moisture, Pl.Ti.60c.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.
Étymologie: νότος.
German (Pape)
naß, feucht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp.D., ὄμμα, Maec. 3 (V.130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V.74), θάλαττα, Add. 6; und in Prosa; χειμών, Thuc. 3.21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim.Locr. 99c; Gegensatz von ξηρός, Plat. Tim. 82a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65d; Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
νοτερός:
1 влажный, мокрый (πέπλων πτύξ, βλέφαρα Eur.);
2 текучий, прозрачный (ὕδωρ Eur.);
3 дождливый, с ливнями (χειμών Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].
Greek Monotonic
νοτερός: -ά, -όν (νότος), υγρός, γεμάτος από υγρασία, νοτισμένος, σε Ευρ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα, θύελλα με βροχή, σε Θουκ.
Middle Liddell
νοτερός, ή, όν νότος
wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.
English (Woodhouse)
Translations
moist
Arabic: رَطِب, بَلّ; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm