σκάβω

From LSJ
Revision as of 16:13, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν
1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο 'σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι», Μαρκοράς
β. «τάφρον... ἔσκαπτον», Θουκ.
γ. «σκάπτων, ἀρῶν γῆν, ποιμνίοις ἐπιστατῶν», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τα εσκαμμένα
α) γραμμή σκαμμένη και χρησιμοποιούμενη ως όριο
β) (κυρίως μτφ.) τα επιτρεπτά όρια («υπερβαίνει τα εσκαμμένα»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) ανοίγω κοίλωμα σε μια επιφάνεια ή σε ένα στερεό σώμα, σκαλίζω
β) (κυρίως σχετικά με το δέρμα) τσακίζω, ρυτιδώνω («ο πόνος του έχει σκάψει το πρόσωπο»)
γ) εξασθενίζω, υποσκάπτω
2. φρ. «σκάβω τον λάκκο κάποιου» — μηχανεύομαι τον τρόπο καταστροφής κάποιου, του ετοιμάζω μεγάλη ζημιά
αρχ.
1. καλλιεργώ και, κυρίως, περιποιούμαι κάτι σκάβοντας («φυτὰ σκάπτειν», Υμν. Ερμ.)
2. φρ. «σκάπτει μοχλεύει θύρετρα»
μτφ. φέρνει στο φως, ξεθάβει (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σκάπτω εμφανίζει στα παράγωγά του δύο μορφές θεμάτων: σκαπ- (πρβλ. σκαπ-άνη, σκάμμα < σκάπ-μα) και σκαφ- (πρβλ. σκάφη, σκάφος), οι οποίες διατηρούν το -α- (πιθ. χαρακτηριστικό τεχνικών όρων και λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι]) και διαφέρουν ως προς τη δασύτητα του ληκτικού συμφώνου. Δεν είναι, όμως, δυνατόν να εξακριβωθεί αν αρχική είναι η μορφή σκαφ- (πρβλ. λατ. scabo «ξύνω», γοτθ. scaban «ξύνω», λιθουαν. skabiu «κόβω»), απ' την οποία προήλθε η μορφή σκαπ- με κάποια φωνητική εξέλιξη ή αναλογική επίδραση, ή αν πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία το σκαπ- (πρβλ. λατ. scapulae «ωμοπλάτες», πιθ. λόγω του ότι τα κόκαλα της ωμοπλάτης χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή κάποιου σκαπτικού εργαλείου), οπότε το σκαφ- προήλθε αναλογικά προς τα θάπ-τω: τάφ-ος. Ωστόσο, όλες αυτές οι συνδέσεις, όπως και η αναγωγή του ρ. σκάπτω στην ΙΕ ρίζα (s)kep- / (s)kap- «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο, κόβω» (στην οποία ανάγονται, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, και οι λ. κόπτω, σπέπαρνος) είναι πιθανές, παραμένουν, όμως, ανεπιβεβαίωτες. Η οικογένεια του ρ. σκάπτω, εκτός από την κύριά του σημ., εμφανίζει και τη σημ. «κάνω κάτι κοίλο, ανοίγω κοίλωμα», την οποία διατηρούν κυρίως οι τ. με θ. σκαφ- (πρβλ. σκάφη, σκάφος), ενώ οι τ. με θ. σκαπ- έχουν τεχνική σημ. (πρβλ. σκαπάνη). Ο νεοελλ. τ. σκάβω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔσκαψα κατά το σχήμα ἔθλιψα: θλίβω, ἔτριψα: τρίβω (πρβλ. κλέβω: κλέπτω), ενώ ο τ. σκάφτω με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. ράπτω: ράφτω).
ΠΑΡ. σκαπάνη, σκαφέας(-εύς), σκαφείο(ν), σκάφη, σκαφή, σκαφίδι(ον), σκαφίτης, σκάφος (II), σκαφτός / σκαπτός
αρχ.
σκάπετος, σκαπτήρ, σκάφαλος, σκαφετός, σκαφία, σκάφιον, σκαφίς
αρχ.-μσν.
σκαφητός, σκάφος (Ι)
μσν.
σκάφησις
νεοελλ.
σκαπτικός, σκάφη, σκάψιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανασκάπτω, εκσκάπτω, κατασκάπτω, περισκάπτω
αρχ.
διασκάπτω, εγκατασκάπτω, επικατασκάπτω, επισκάπτω, μετασκάπτω, παρασκάπτω, προσκατασκάπτω, συγκατασκάπτω, συνανασκάπτω
νεοελλ.
αποσκάβω, ενσκάπτω, ξανασκάβω, ξεσκάβω, υποσκάπτω].