μονήρης

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονήρης Medium diacritics: μονήρης Low diacritics: μονήρης Capitals: ΜΟΝΗΡΗΣ
Transliteration A: monḗrēs Transliteration B: monērēs Transliteration C: moniris Beta Code: monh/rhs

English (LSJ)

μονήρες,
A solitary, Hp.Ep.12, Heraclid. ap. D.L.1.25, Arist.Fr.314, 319, Lyc.75, Nic.Al.400, Plb. 21.43.13, Babr.132.1; μ. βίος, δίαιτα, Muson.Fr.14p.76H., Luc.Tim. 42.
2 Gramm., of words, singular, peculiar in form, etc.; περὶ μονήρους λέξεως, title of work by Hdn.Gr.
II of a ship, with one man to each oar, Poll.1.82, Procop.Goth.4.22, Vand.1.11.

German (Pape)

[Seite 202] ες, einfach; ναῦς, mit einer Reihe Ruderbänke, Poll. 1, 82, Suid.; allein, einsam, von Thieren, Arist. bei Ath. VII, 301 c 321 e; dah. unverheirathet, καὶ ἰδιαστής, D. L. 1, 25; ἀκτίς, Nic. Al. 400, nur ein Tag.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 simple;
2 solitaire, isolé.
Étymologie: μόνος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

μονήρης:
1 одиноко живущий, нестадный (sc. ζῷον Arst.; μ. καὶ ἰδιαστής Diog. L.);
2 одинокий, нелюдимый (δίαιτα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μονήρης: -ες, μόνος, «μονάχος», Ἱππ. Ἐπιδημ. 1275. 37. 2) μοναχικός, ὁ θέλων ἢ συνηθίζων νὰ μένῃ μόνος,
Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 25, Ἀριστ. Ἀποσπ. 296. 300, κ. ἀλλ., Λυκόφρ. 75· μ. δίαιτα Λουκ. Τίμ. 42. 3) ἐπὶ λέξεων, μοναδικά, ἅπαξ ἀπαντῶσα, ἰδιόρρυθμος, συχν. παρὰ Γραμμ., οἷον παρ’ Ἡρῳδιαν. περὶ μονήρους λέξεως. ΙΙ. ἐπὶ πλοίου ἔχοντος μίαν μόνην σειρὰ κωπῶν, Πολυδ. Α΄, 82, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μονήρης, -ῆρες)
1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος
2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονήρη
(μικρβλ.) σύμφωνα με ορισμένα συστήματα βιολογικής ταξινόμησης, βασίλειο το οποίο περιλαμβάνει τα βακτήρια και τα κυανοφύκη
2. φρ. «μονήρες άνθος»
βοτ. το μοναδικό άνθος το οποίο φύεται στο άκρο ανθοφόρου βλαστού ή κλάδου, όπως είναι λ.χ. η παπαρούνα
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ.μονήρης
είδος πολεμικού πλοίου με μία μόνο σειρά κουπιών.
επίρρ...
μονήρως (Α)
με μονήρη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. κωπήρης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μονήρης: -ες (*ἄρω), μόνος, μοναχικός, σε Λουκ.

Middle Liddell

μον-ήρης, ες [*ἄρω]
single, solitary, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού συνηθίζει νά μένει μόνος του). Σύνθετο ἀπό τό μόνος + ἀραρεῖν (τοῦ ἀραρίσκω = προσαρμόζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη μόνος.