περιστρέφω
English (LSJ)
A whirl round, of one preparing to throw, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Il.19.131; τόν ῥα περιστρέψας ἧκε Od.8.189; turn round, π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arist.HA504a16; θέαμα πρὸς αὐγήν Gal.UP17.1; π. ἵππον wheel it round, Plu.Marc.6; ὁ ἥλιος κύκλον ἄγει καὶ π. περὶ τὴν σελήνην Id.2.931a:—Pass., to be turned or turn round, spin round, Pl.Cra.411b; περιστρεφόμενος… φαμὰ ἐπεσκοπεῖτο turning round, Id.Ly. 207a; of the heavens, complete a rotation, Arist.Cael.273a2: metaph., π. εἰς τἀληθῆ turn towards them, Pl.R. 519b; κινδυνεύει εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι τὸ ῥῆμα to be fixed on... Id.Plt.303c; οὐ -στραφήσεται κλῆρος shall not be removed from tribe to tribe, LXX Nu.36.9.
2 π. τὼ χεῖρε tie his hands behind him, Lys.1.27:—Pass., to be twisted, of an intestine, Gal.8.388.
3 attract a person's attention, π. τὸν θεατήν Lib.Or.11.236; convert a person, Cat.Cod.Astr.2.180.
German (Pape)
[Seite 595] rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., μάλα δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ ῥῆμα ὀρθότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
1 faire tourner autour, acc. ; τὼ χεῖρε LYS lier les mains derrière le dos ; Pass. tourner autour de, τινι ; fig. κύκλον PLUT accomplir sa révolution circulaire en parl. du soleil;
2 faire faire un détour, faire retourner (un cheval);
3 renverser (un vase).
Étymologie: περί, στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στρέφω doen draaien, ronddraaien:. τόν ῥα περιστρέψας ἧκε met een grote zwaai wierp hij die (de discus) weg Od. 8.189; περιέστρεψα δ’ αὐτοῦ τὼ χεῖρε ik had zijn armen op zijn rug gedraaid Lys. 1.27; ἑαυτὸν... περιστρέφειν ἐπὶ τὸν θεόν zich omdraaien naar de god toe Plut. Num. 14.8. med.-pass. een draai maken:; περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς hij draaide zich telkens om om ons te bekijken Plat. Lys. 207a; overdr.. εἰ περιεστρέφετο εἰς τὰ ἀληθῆ als (hun aard) een draai maakte naar wat waar is Plat. Resp. 519b.
Russian (Dvoretsky)
περιστρέφω:
1 вращать, вертеть: ἔρριψε χειρὶ περιστρέψας Hom. (Зевс) швырнул (Ату), размахнувшись рукой;
2 поворачивать (τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arst.; ἵππον Plut.): περιστρεφόμενος Plat. оборачиваясь (обернувшись); περιεστράφθαι εἴς τι Plat. прийти к чему-л., коснуться какого-л. вопроса (о теме разговора);
3 (v.l. περιτρέφομαι) перемешивать, размешивать (γάλα περιστρέφεται Hom.);
4 скручивать назад (τὼ χεῖρε Lys.);
5 опрокидывать (τὸ ἀγγεῖον Plut.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω
2. μέσ. περιστρέφομαι
στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της»)
νεοελλ.
μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα
μσν.
γυρίζω κάτι μέσα στο στόμα, μασώ
αρχ.
1. γυρίζω στο μυαλό μου, σκέπτομαι
2. αναφέρω συχνά
3. θεωρώ, διερευνώ
4. διαστρέφω, διαστρεβλώνω
5. μεταφέρω
6. προσελκύω την προσοχή κάποιου
7. μεταστρέφω, προσηλυτίζω κάποιον
8. μέσ. α) (για τον ουρανό) συμπληρώνω περιστροφή
β) (για άρρωστο) στριφογυρίζω στο κρεβάτι και τινάζομαι
γ) κάνω νευρικές κινήσεις από ανησυχία ή ανυπομονησία
9. παθ. (σχετικά με τα έντερα) συστρέφομαι, παθαίνω ειλεό
10. φρ. α) «περιστρέφω τὸ ἀγγεῖον» — ανατρέπω το αγγείο
β) «περιστρέφω τὸν ἵππον» — γυρίζω το άλογο ολόγυρα
γ) «περιστρέφειν τὼ χεῖρε» — δένω τα χέρια πισθάγκωνα.
Greek Monotonic
περιστρέφω: μέλ. -ψω,
1. στριφογυρίζω ολόγυρα, λέγεται για κάποιον που ετοιμάζεται να ρίξει κάτι, σε Όμηρ.· περιστρέφω ἵππον, τον στρέφω ολόγυρα, σε Πλούτ. — Παθ., στρέφομαι ολόγυρα, κάνω στροφή, σε Ομήρ. Ιλ.· περιστρέφω εἰς τἀληθῆ, καταλήγω εκεί, σε Πλάτ.
2. περιστρέφω τὼ χεῖρε, δένω τα χέρια του πίσω, σε Λυσία.
Greek (Liddell-Scott)
περιστρέφω: στρέφω τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ ἀγγεῖον, ἀνατρέπω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, στρέφω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, κάμνω στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος ὀπίσω, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, καταλήγω εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας ὀπίσω, Λυσίας 94. 19.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to whirl round, of one preparing to throw, Hom.; π. ἵππον to wheel it round, Plut.:— Pass. to be turned round, spin round, Il.; π. εἰς τἀληθῆ to come round to it, Plat.
2. π. τὼ χεῖρε to tie his hands behind him, Lys..