μυχό

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυχός)
(κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός του κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το εσώτατο μέρος του σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης
2. κόλπος που εισχωρεί βαθιά μέσα στην ξηρά
3. αποθήκη, αμπάρι
4. στενός κόλπος, κολπίσκος, ρυάκι
5. σιτοβολώνας
6. φρ. α) «μυχοὶ χθονὸς» ή «μυχοὶ γῆς» — το βασίλειο του Άδη (Ευρ.)
β) «διὰ μυχῶν βλέπω ἀεί» — ενεδρεύω πάντοτε από ένα σκοτεινό μέρος (Ευρ.)
«πόντιος μυχός» — ο Αδριατικός Κόλπος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα mukh- (μυχ-) του IE meukh-(άλλη μορφή του IE meug- «εισδύω-ολισθηρός») και συνδέεται με αρμεν. mxem «βυθίζω, καταδύω». Συνδέεται επίσης πιθ. με γερμ. λ., οι οποίες όμως εμφανίζουν -g-αντί του -kh-(x) που απαντά στο μυχός (πρβλ. αρχ. ισλδ. smjuga, αγγλοσαξ. smῡgan «διεισδύω»).
ΠΑΡ. μύχιος
αρχ.
μύχαλος, μυχάς, μύχατος, μυχόεις, μυχόθεν, μυχοίτατος, μυχόνδε, μυχούμαι, μυχώδης, μυχώτατος
αρχ.-μσν.
μυχαίτατος
μσν.
μυχέστατος.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μυχάλμη, μυχόνους, μυχόπεδον, μυχοπόντιον, μύχουρος
μσν.
μυχορήμων. (Β' συνθετικό) ενδόμυχος
αρχ.
επτάμυχος, πεντέμυχος, πολύμυχος, χηνόμυχος.