δύσεργος

From LSJ
Revision as of 10:24, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Full diacritics=δῠσ" to "Full diacritics=δῠ́σ")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠ́σεργος Medium diacritics: δύσεργος Low diacritics: δύσεργος Capitals: ΔΥΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: dýsergos Transliteration B: dysergos Transliteration C: dysergos Beta Code: du/sergos

English (LSJ)

δύσεργον,
A hard to work, ὕλη Thphr. HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις δυσεργοτέρα harder to besiege, Id.Nic.17.
2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον J.BJ5.12.1. Adv. δυσέργως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43.
II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosa difícil de trabajar ὕλη op. εὔεργος Thphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
fig. difícil de sitiar πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso εἰσβολή Plb.28.8.3, ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.Hisp.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.BI 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
inactivo δύναμις del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. δυσέργως = difícil, penosamente κινηθῆναι Plu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

δύσεργος:
1 трудно исполнимый, затруднительный, трудный (εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.);
2 с трудом поддающийся обработке (σίδηρος Plut.);
3 с трудом (плохо) работающий, вялый (τὸ σῶμα - acc. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.

Greek Monolingual

δύσεργος, -ον (Α)
1. δυσκολοκατέργαστος
2. ακατάλληλος για κατεργασία
3. δύσχρηστοςδύσεργος οπλισμός»)
4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται
5. δύσκολος
6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης.

Greek Monotonic

δύσεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται δύσκολα, δυσκίνητος στην εργασία, νωθρός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δύσ-εργος, ον ἔργω
unfit for work, Plut.

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung