εὐκάρδιος
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
εὐκάρδιον, (καρδία)
A stout-hearted, courageous, S.Aj.364 (lyr.), Ph.535, Chrysipp.Stoic.2.247, etc.; of a horse, spirited, X.Eq.6.14. Adv. εὐκαρδίως = with a strong heart, courageously, E. Hec.549, D.H.5.8, J.AJ12.9.4, BJ7.8.7.
II good for the stomach, Diocl.Fr.120 (Comp.), Ruf. ap. Orib.5.11.3 (Sup.), Xenocr.8.
2 good for the heart, restorative, cordial, Hp. Aff.41,54, Alex. Trall.Febr.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a un cœur ferme, courageux.
Étymologie: εὖ, καρδία.
German (Pape)
gutes Herzens, mutig, standhaft, Soph. Phil. 531, Schol. καρτερικός; neben θρασύς Aj. 357; Eur. Hec. 579; ἵππος Xen. Eq. 6.14; Sp. – Bei Hippocr. = magenstärkend.
• Adv. εὐκαρδίως, Eur. Hec. 549; τὴν συμφορὰν φέρειν Dion.Hal. 5.8.
Russian (Dvoretsky)
εὐκάρδιος:
1 мужественный, храбрый, стойкий (Αἴας Soph.);
2 ретивый, резвый (ἵππος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάρδιος: -ον, (καρδία) ἔχων γενναίαν καρδίαν, θαρραλέος, εὔτολμος, Λατ. egregie cordatus, Σοφ. Αἴ. 364· καρτερικός, Φιλ. 535, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 6. 14. - Ἐπίρρ. -ίως, ἐμψύχως, γενναίως, παρέξω γάρ δέρην εὐκαρδίως Εὐρ. Ἐκ. 549. ΙΙ. = εὐστόμαχος, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ξενοκρ. σ. 18.
Greek Monolingual
εὐκάρδιος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός
2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής
3. ο καλός για το στομάχι
3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός.
επίρρ...
εὐκαρδίως
με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρδία].
Greek Monotonic
εὐκάρδιος: -ον (καρδία), καλόκαρδος, θαρραλέος, τολμηρός, Λατ. egregie cordatus, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για άλογο, ζωηρός, νευρώδης, σε Ξεν.· επίρρ. -ίως, με ευψυχία, με γενναιότητα, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-κάρδιος, ον καρδία
good of heart, stout-hearted, Lat. egregie cordatus, Soph., etc.; of a horse, spirited, Xen.:—adv. -ίως, with stout heart, Eur.
Translations
brave
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi