τρυγάω

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγάω Medium diacritics: τρυγάω Low diacritics: τρυγάω Capitals: ΤΡΥΓΑΩ
Transliteration A: trygáō Transliteration B: trygaō Transliteration C: trygao Beta Code: truga/w

English (LSJ)

(τρύγη):
I with acc. of the fruit gathered, harvest, gather grapes, gather in the fruit or crop, ἑτέρας [σταφυλὰς] τρυγόωσιν Od.7.124, cf. Ev.Luc.6.44; σῦκα, σῖτον, Com.Adesp.812 (Pass.), 787 (anap.): metaph., τρυγήσομεν αὐτήν (sc. Εἰρήνην) Ar.Pax 1338 (lyr.); τ. παίδων ἄνθος AP12.256 (Mel.); ὄμφακας ἡλικίης IG14.769 (Naples):—Pass., Hdt.4.199, Arist.Pr.925b15, PCair.Zen. 184.5 (iii B. C.); of honey, Mosch.3.35; καθ' ὥραν τετρυγημένοι (by death) Luc.Cat. 5.
2 abs., θερίζουσι καὶ σπείρουσι καὶ τρυγῶσι ταῖς γλώτταισι Ar.Av.1698 (lyr.), cf. Pax912, Pl.Lg.844e, PCair.Zen.300.17 (iii B. C.).
II with acc. of that from which the fruit is gathered, gather or reap off the trees or ground, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν (Ep. opt. for τρυγῷεν) Il.18.566; οἱ δ' ἐτρύγων οἴνας Hes.Sc.292; ἀμπέλους τρυγῶν Com.Adesp.437; τοὺς Ταντάλου κήπους ib.530; τ. ἑαντήν (sc. τὴν ἄμπελον) X.Oec.19.19.
2 prov., ἐρήμας τρυγᾶν = (sc. ἀμπέλους) strip unwatched vines, of one who is bold where there is nothing to fear, Ar.Ec.886, V.634, ubi v. Sch.
3 metaph., c. acc. pers., strip one, i.e. rob him, Luc.DMeretr.1.2: c. acc. rei, rob, βίᾳ τρυγήσαντες τὸν περιστερεῶνα BGU1855.13 (i B. C.).

French (Bailly abrégé)

τρυγῶ :
impf. ἐτρύγων, f. τρυγήσω, ao. ἐτρύγησα;
Pass. pf. part. τετρυγημένος;
faire la récolte, d'où
1 récolter, cueillir;
2 moissonner;
3 vendanger.
Étymologie: DELG sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγάω, ep. 3 plur. ind. τρυγόωσιν, opt. τρυγόῳεν oogsten, spec. plukken van druiven;; ἑτέρας τρυγόωσιν andere druiven plukken zij Od. 7.124; af-oogsten:; ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν telkens wanneer zij de wijngaard afoogsten Il. 18.566; overdr.:; τρυγήσομεν αὐτήν we gaan haar (Opora) plukken Aristoph. Pax 1338; τρυγᾶν παίδων ἄνθος de bloem van de jongens plukken AP 12.256.1; pass.: καθ’ ὥραν τετρυγημένοι op rijpe leeftijd gestorven Luc. 19.6.

German (Pape)

reife Baum- und Feldfrüchte lesen, einsammeln, einernten, abernten; ἑτέρας δ' ἄρα τε τρυγόωσιν Od. 7.124; ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν Il. 18.566, ἐτρύγων Hes. Sc. 292; komisch τρυγᾶντῇ γλώττῃ, Ar. Av. 1696; καρπόν Her. 4.199; Plat. Legg. VIII.844d; und med., μέλι τρυγᾶσθαι, Mosch. 3.35; Sp., wie Luc., bei denen es überhaupt »genießen«, »benutzen« bedeutet. – sprichwörtlich ἐρήμας τρυγᾶν, sc. ἀμπέλους, unbewachte Weinstöcke ablesen, von Solchen, die dreist sind, wo Nichts zu fürchten ist, Ar. Eccl. 885, Vesp. 634.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγάω: (об урожае, плодах) убирать, собирать, срезать, срывать (σταφυλάς Hom.; καρπόν Her.; ἄμπελον NT; ἄνθος Anth.): καθ' ὥραν τετρυγημένος Luc. сорванный вовремя, т. е. созревшим; τρυγᾶσθαι εἰρήνην Arph. пожинать плоды мира; τ. ἀλωήν Hom. собирать жатву с поля; ἐρήμας τ. (sc. ἀμπέλους) погов. Arph. снимать жатву с покинутых виноградников, т. е. быть смелым, когда нет никакой опасности.

English (Autenrieth)

3 pl. τρυγόωσιν, opt. τρυγόῳεν: gather harvest or vintage.

English (Strong)

from a derivative of trugo (to dry) meaning ripe fruit (as if dry); to collect the vintage: gather.

English (Thayer)

τρύγω; 1st aorist ἐτρύγησα; (from τρύγη (literally, 'dryness') fruit gathered ripe in autumn, harvest); from Homer down; the Sept. several times for בָּצַר, אָרָה, קָצַר; to gather in ripe fruits; to gather the harvest or vintage: as in the Greek writings, with the accusative of the fruit gathered, Revelation 14:19.

Greek Monotonic

τρῠγάω: μέλ. τρυγήσω (τρύγη
I. 1. με αιτ. του πράγμ. που συλλέγεται (καρπού ή σοδειάς), συλλέγω τον καρπό, τρυγώ, Λατ. vindemiare, ἑτέρας σταφυλὰς τρυγόωσιν, σε Ομήρ. Οδ.· καρπόν, σε Ηρόδ.· μεταφ., τρυγήσομεν αὐτήν (ενν. Εἰρήνην), σε Αριστοφ. — Παθ., τετρυγημένοι καθ' ὥραν, μαζεμένοι την κατάλληλη εποχή, σε Λουκ.
2. απόλ., σε Αριστοφ.
II. 1. με αιτ. του πράγμ. από το οποίο λαμβάνεται ο καρπός, μαζεύω τους καρπούς από το δέντρο ή τον αγρό, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν (Επικ. ευκτ. αντί τρυγῷεν), όταν μάζεψαν τους καρπούς από το αμπέλι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. παροιμ., ἐρήμας τρυγᾶν (ενν. ἀμπέλους), τρυγώ αφύλαχτα αμπέλια, δηλ. είμαι τολμηρός εκεί που δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγάω: (τρύγη)· Ι. μετ’ αἰτ. τοῦ συγκομιζομένου πράγματος, ὡς καὶ νῦν, τρυγῶ, συγκομίζω τὸν καρπόν, συνάγω, Λατιν. vindemiare, ἑτέρας [σταφυλὰς] τρυγόωσιν Ὀδυσ. Η. 124· καρπὸν Ἡρόδ. 4. 199· βότρυς Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σῦκα, σῖτον Κωμικ. Ἀνώνυμ. 295C. 379· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ μέλι τρυγᾶσθαι Μόσχ. 3. 35· - μεταφορ., τρυγήσομεν αὐτὴν (ἐξυπακ. Εἰρήνην) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1341· τρ. ἄνθος τινὸς Ἀνθ. Π. 12. 256· ὄμφακας ἡλικίης αὐτόθι παράρτ. 98· κτλ. - Παθ. τετρυγημένοι καθ’ ὥραν, συνηγμένοι κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχήν, Λουκ. Κατάπλ. 5, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 20, 23. 2) ἀπολ., θερίζουσι καὶ σπείρουσι καὶ τρυγῶσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1698, πρβλ. Εἰρ. 912, Πλάτ. Νόμ. 844Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος ἐξ οὗ ὁ καρπὸς λαμβάνεται καὶ συγκομίζεται, συνάγω τοὺς καρποὺς ἐκ τοῦ δένδρου ἢ τοῦ ἀγροῦ, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωὴν (Ἐπικ. εὐκτ. ἀντὶ τρυγῷεν) Ἰλ. Σ. 566· οἱ δ’ ἐτρύγων οἴνας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 292· ἀμπέλους τρυγῶν Κωμικ. Ἀνώνυμ. παρὰ Meineke 5. 122· κῆπον τρ. Λόγγος. 2) παροιμ., ἐρήμας τρυγᾶν (ἐξυπακ. ἀμπέλους), τρυγᾶν ἀμπέλια ἀφύλακτα, δηλ. ὠφεῖσθαι ἐκ τῆς ἀπουσίας τινός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 886· οὐκ, ἀλλ’ ἐρήμας ᾤεθ’ οὗτος ῥᾳδίως τρυγήσειν, «παροιμία ἐπὶ τῶν ἀδεῶς τι πραττόντων, ὡς μηδενὸς αὐτοῖς ἀντιπράττοντος» (Σχόλ.), Σφ. 634. 3) μεταφορ. ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ καρποῦσθαι. τρυγῶ τινα, καὶ νῦν τρυγῶσιν αὐτόν· - καὶ σὺ Γλυκέριον ἄλλον τρυγήσεις Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 1 ἐν τέλει.

Middle Liddell

τρῠγάω, τρύγη
I. with acc. of the fruit or crop, to gather in, Lat. vindemiare, ἑτέρας [σταφυλὰς] τρυγόωσιν Od.; καρπόν Hdt.:—metaph., τρυγήσομεν αὐτήν (sc. Εἰρήνην) Ar.:—Pass., τετρυγημένοι καθ' ὥραν gathered in due season, Luc.
2. absol., Ar.
II. with acc. of the trees or ground, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν (epic opt. for τρυγῷεν) when they gathered fruit off the vineyard, Il.
2. proverb., ἐρήμας τρυγᾶν (sc. ἀμπέλουσ) to strip unwatched vines, i. e. to be bold where there is nothing to fear, Ar.

Frisk Etymology German

τρυγάω: τρύγη {trŭgáō}
Forms: Aor. τρυγῆσαι, Fut. τρυγήσω,
Grammar: v.
Meaning: ‘einernten, bes. von der Weinlese, abernten’ (seit Il.).
Composita: vereinzelt m.. ἀπο-, ἐκ-, προ- u.a.,
Derivative: Daneben, wohl als Rückbildung, τρύγη f. Weinlese, Ernte (h.Ap.55, Pap.IIp, Ath., AP u.a.), Dürre, Trockenheit (Nik. Th. 368), vgl. Zumbach Neuerungen 39; als Vorderglied in τρυγηφόρος ‘Wein od. Feldfrüchte tragend' (h. Ap.). Weitere Ableitungen: 1. τρύγητος m. Weinlese, Zeit der Weinlese, Ernte (wie ἄμητος u.a.; Th., Thphr., LXX, Pap. usw.) mit -ητικός zur Weinlese gehörig (sp. Pap.). 2. -ησις f. Weinlese (Pap. III a, Plu.) mit -ήσιμος ‘erntereif, vindemialis’ (EM, H., Gloss.; Arbenz 87). 3. -ημα n. ‘Ernte (von Honig’; Atticista ined.). 4. -ητήρ m. (Hes. Sc.), -ητής m. (LXX, Pap. u.a.) Winzer, Erntearbeiter, f. -ήτρια (D., Poll.), -ητήριον n. Weinkelter (Gloss.); προτρυγητήρ, -τής N. eines Sterns, der kurz vor der Weinlese aufgeht (seit Ende Va; vgl. Scherer Gestirnnamen 123 f.). 5. τρύγος n. m. = τρύγη (Et. Gud., H.). 6. PN Τρυγαῖος (Ar.), -ία N. einer Bacchantin (Nonn.). 7. διατρύγιος (ὄρχος; ω 342), viell. zu verschiedenen Zeiten reifend; anders Schw.-Debrunner 449 m. A. 6: ‘mit Fruchtbäumen od. Reben durchsetzt’; Προτρύγαιος Bein. des Dionysos (Ach. Tat., Ael.), θεοὶ H. (Poll.); προτρύγαια· ἑορτὴ Διονύσου καὶ Ποσειδῶνος H. —Auch τρύγει, τρυγεῖ, τρύσκει = ξηραίνει, -εται (Zonar., Theognost., H.), ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης H.; zur Bed. vgl. oben τρύγη und τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο H. — Unklar ὀτρύγη (-χη cod., alphab. unrichtig)· χόρτος, καλάμη H. (auch Mediz. bei Gal.? Kretschmer Glotta 5, 275 f. m. Lit.) mit ὀτρυγηφάγος Beiw. des Esels (Archil. 97; bei H. auch ἀ-), nach den alten Gramm. und Bechtel Dial. 3, 120 mit ο-Prothese = τρυγηφάγος, was von Hoffmann Dial. 3, 276 wohl mit Recht abgelehnt wird. Eher = ἀκανθοφάγος; zustimmend Schwentner IF 63, 35 f., der auf eine ähnliche ags. Bez. des Pferdes risci bita ‘Rispen-, Binsenbeißer’ hinweist.
Etymology: Ohne Etymologie — falls nicht zu τρύξ; s.d.
Page 2,935

Chinese

原文音譯:trug£w 特呂瓜哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:收成 相當於: (חָלַל‎)
字義溯源:收採葡萄,摘取成熟的果實,收穫,收取,摘;源自(τρυγάω)X*=烘乾)。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(3);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 收取(2) 啓14:18; 啓14:19;
2) 摘(1) 路6:44

Mantoulidis Etymological

-ῶ Ἀπό τό οὐσ. τρύγη, ἡ (=ὥριμος καρπός, μάζεμα σταφυλιῶν) πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι σκοτεινή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρύγημα, τρύγησις, τρυγήσιμος, τρυγητέον, τρυγητήρ, τρυγητήριον (=πατητήρι), τρυγητής, τρυγητικός, τρυγητόςτρύγητος (=ὁ τρύγος), τρυγήτρια, ἀτρύγητος, τρύξ -τρυγός (=νέο κρασί), τρυγίας (=γεμάτος ἀπό κατακάθι).