ἐπιχώριος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pi.P.4.80, Ar.Nu.601, E.Ion1111, etc.: (χώρα):—
A in the country or of the country,
1 of persons, οἱ ἐπιχώριοι = the people of the country, natives, Hdt.1.78,181,al.; οὑπιχώριοι χθονός S.OT939, cf.E.Ionl.c.; also of birds, ἐ. ὄρνιθες A.Supp.800, cf.661 (lyr.); οὐ πολλαχοῦ ἐ. Arist.HA615a14.
2 of things, of or used in the country, ὑποδήματα Hdt.1.195; κράνεα Id.7.91, cf.Pi.P.4.80; τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47; freq. in neut., τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον = the custom of the country, fashion, Id.Nu.1173, Th.6.27, etc.; τὰ ἐν Πέρσαις ἐ. X.Cyr. 1.4.25, cf. Hp.Aër.1:c.dat., usual, οἷόν τ' ἐπιχώριον ἀνδράσι γυιον Emp.62.8; ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν c.inf., as it is the custom of our country, Th.4.17: c.gen., τῆς ἡμετέρας μούσης ἐ. Pl.Smp. 189b; ἐπιχωρίου ὄντος τοῖς Πέρσαις φιλεῖν it being their custom to.., X.Ages.5.4; ἐπιχώρια = common things, Pi.P.3.22, cf. Ar.Pl.342; καλὰ ἐπιχώρια honours of the country, Pi.I.7(6).2; ἐπιχώρια ἁμαρτήματα = offences against fellow-countrymen, Pl.Lg.730a; ἐπιχώριαι ἐνενήκοντα (sc. δραχμαί) Michel838 (Didyma). Adv. ἐπιχωρίως Ar.V.859; in the language of the country, D.C.38.13, Lyd. Mag.1.7; in the local dialect, Gal.14.303.
German (Pape)
[Seite 1005] im Lande, einheimisch, Pind. P. 4, 80 u. öfter; Aesch. Suppl. 781; οὑ'πιχώριοι χθονός Soph. O. R. 939. 1046; Her. 7, 184 u. Folgde; vgl. Aesch. 2, 22; ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας Plat. Phaedr. 230 c, wie ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Legg. V, 730; öfter von Dingen, einheimisch, landesüblich, οὐ γὰρ ἐπιχώριον ὑμῖν τοῦτο οὐδὲ νόμιμον I, 639 d; ἁμαρτήματα, gegen Einheimische begangen, V, 730 a; ἐν Πέρσαις Xen. Cyr. 1, 4, 25; – c. gen., eigenthümlich, Conv. 189 b. – Adv., Ar. Vesp. 859 u. A.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui est du pays, indigène, national ; τὸ ἐπιχώριον coutume du pays ; ἐπιχώριόν ἐστιν ἡμῖν avec l'inf. c'est la coutume chez nous de;
2 établi dans le pays.
Étymologie: ἐπί, χώρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχώριος: II ὁ местный житель, туземец Plut.: οἱ ἐπιχώριοι χθονὸς τῆς Ἰσθμίας Soph. жители Истмийской земли (т. е. Коринфа).
и
1 местный, туземный, отечественный (ὄρνιθες Aesch.; ὑποδήματα, κράνεα Her.; φωνή Plut.): τὸν ἐπιχώριον τρόπον Arph. по местному обычаю;
2 касающийся соотечественников: ἐπιχώρια ἁμαρτήματα Plat. преступления против сограждан;
3 свойственный, присущий (τῆς ἡμετέρας Μούσης Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχώριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστοφ. Νεφ. 601, Πλάτ., κλ.: (χώρα): - ἐντὸς ἢ ἐκ τῆς χώρας, 1) ἐπὶ προσώπων, οἱ ἐπ., οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου, ἐγχώριοι, Ἡρόδ. 1. 78, 181 κ. ἀλλ.· οὑπιχώριοι χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 939, Εὐρ. Ἴων 1111· ἐπ. ἁμαρτήματα, τὰ κατὰ ἐγχωρίων, Πλάτ. Νόμ. 730Α· οὕτω, ἐπ. ὄρνιθες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 800, πρβλ. 661· οὐ… ἐπ. ὁ γύψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τῆς χώρας ἢ ἐν χρήσει ἐν τῇ χώρᾳ, ὑποδήματα Ἡροδ. 1. 195· κράνεα ὁ αὐτ. 7. 91, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 141· τὸν ἐπ. τρόπον Ἀριστοφ. Πλ. 47· συχνάκις, τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον, ἡ συνήθεια τῆς χώρας, συνήθεια ἐπικρατοῦσα, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1173, Θουκ. 6. 27, κτλ.· τὰ ἐν Πέρσαις ἐπ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν, μετ᾿ ἀπαρ., ὡς εἶναι ἡ συνήθεια τῆς χώρας ἡμῶν, Θουκ. 4. 17· ἐπιχωρίου ὄντος τοῖς Πέρσαις φιλεῖν Ξεν. Ἀγησ. 5, 4· οὐκ ἐπ. ὑμῖν τοῦτο, τοῦτο δὲν εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ τόπου σας, Πλάτ. Νόμ. 730Α· ἐπιχώρια, κοινὰ πράγματα, Πινδ. Π. 3. 38, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 342· καλὰ ἐπ., τιμαὶ τῆς χώρας, Πινδ. Π. 1. 7 (6). 2· ὁλκὴ ἐπιχώριαι ἑβδομήκοντα (δηλ. δραχμαὶ) Συλλ. Ἐπιγρ. 2858· μετὰ γεν., τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον, ἰδιάζον, Πλάτ. Συμπ. 189Β. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἀριστοφ. Σφ. 859. - Πρβλ. ἐγχώριος.
English (Slater)
ἐπῐχώριος, -ον (ἐπιχώριος, -ιον; -ίοις: -ιον acc.; -ίων, -ια.) belonging to a country ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (sc. Πολύιδον) (O. 13.74) “Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπίχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν” (sc. Ἰάσων, in Iolkos) (P. 4.118) of things, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις (sc. ἐσθάς) (P. 4.80) ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι τετόλμακε (i. e. in the games of his country) (P. 5.116) Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (i. e. of his homeland, Aigina) (P. 8.79) ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (P. 9.103) σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων i. e. of Aigina (N. 3.66) μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων i. e. the month Delphinios in Aigina (N. 5.44) τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.2) “μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” i. e. for my land, Keos Πα. . . τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον i. e. the ridge of your land, Aigina (Pae. 6.139) n. pl. pro subs., what is familiar, αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω (P. 3.22)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
ἐπιχώριος: -α, -ον ή -ος, -ον (χώρα),·
I. αυτός που βρίσκεται στη χώρα ή έρχεται από τη χώρα, εγχώριος, ντόπιος·
1. λέγεται για ανθρώπους, οἱ ἐπιχώριοι, οι κάτοικοι μιας χώρας, γηγενείς, ιθαγενείς, σε Ηρόδ.· οἱ ἐπιχώριοι χθονός, σε Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτά που προέρχονται ή χρησιμοποιούνται στη χώρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συχνά, τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον, τα τοπικά έθιμα της χώρας, έθιμο, τρόπος, επικρατούσα συνήθεια, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν, με απαρ., όπως συνηθίζει η χώρα μας, σε Θουκ.
II. επίρρ. -ίως, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐπι-χώριος, η, ον χώρα
I. in or of the country:
1. of persons, οἱ ἐπ. the people of the country, natives, Hdt., al.; οἱ ἐπιχώριοι χθονός Soph., Eur.
2. of things, of or used in the country, Hdt., Ar.;—often, τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον the custom of the country, custom, fashion, Ar., Thuc., etc.; ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν, c. inf., as is the custom of our country, Thuc.
II. adv. -ίως, Ar.