οὗ

From LSJ
Revision as of 22:07, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὗ Medium diacritics: οὗ Low diacritics: ου Capitals: ΟΥ
Transliteration A: hoû Transliteration B: hou Transliteration C: ou Beta Code: ou(=

English (LSJ)

gen. of relat. and possess. Prons. ὅς: as adverb
A where, v. ὅς, ἥ, ὅ A b.1.
οὗ, οἷ, ἕ,
A FORMS: gen. ἕο Il.5.343, al., εὗ v.l. in Od.19.446 (ap.A.D.Pron.76.15, etc.), al., εἷο Il.4.400, Od.22.19, ἑοῦ A.D.Pron. 77.10; ἑο enclit., Od.14.461, εὑ Il.14.427, al., Hdt.3.135; ἕθεν is another Ep. form, Il.3.128,al. (used by A.Supp.66 (lyr.)), enclit. in Il. 9.686, al.; ϝέθεν Alc.11; οὗ ἕθεν together, A.R.1.362, 4.1471; εἷο for ἐμοῦ, Id.2.635: Att. οὗ, but rarely used, S.OT1257, Pl.Smp. 174d, R.393e, 614b: Locr. ϝέος dub. in IG9(1).334.33 (v B. C.): Boeot. ἑοῦς Corinn.2: Dor. ϝίο (γίο cod.) Hsch.: late Ep. ἑοῖο A.R.1.1032 (v.l. ἑεῖο): dat. οἷ Od.11.433, al., enclit. in 1.17, al. (enclit. οἱ perhaps as gen., Il.16.531, Archil.29, Hdt.1.60, 3.15, A.R.3.371, Theoc.25.66, cf.Sch. Il.19.384 and ἐγώ ΙΙ): Delph. ϝοι GDI2561 D14 (also Aeol., Sapph. 111): Att. οἷ Pl.Smp. 174e, X.An.1.1.8, enclit. οἱ A.Ag.1147 (lyr.), Th.2.13, al., Antipho 5.93, And.1.38, Pl.Phlb. 60d, al., X.Mem.1.2.32, etc.: ἑοῖ twice in Hom., Il.13.495, Od.4.38; ἑοῖ αὐτῇ used of the 1 pers., A.R.3.99: for ϝίν, ἵν, v. : Boeot. ἑΐν Corinn.36: acc. ἕ Il.4.497, al., Pi.O.9.14, enclit. ἑ Il.1.236, al., never in Trag., Com., Th., Hdt., or X., but found in Pl.Smp. 175a,al.; ἑέ twice in Hom., Il. 20.171, 24.134 (perhaps with elision in 14.162, 17.551); as fem. pl., h.Ven.267; ϝηέ dub. in GDI1267.23 (Pamphylia): for the forms σφε, μιν, νιν, ἵ, σφωέ, σφεῖς, v. sub vocc.
B MEANINGS:
I him, her, ἐπεί ἑό φημι βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι Il.15.165; ἅλις δέ οἱ· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω· ἐκ γάρ εὑ φρένας εἵλετο μητίετα Ζεύς 9.376-7; περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε 3.408; ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε Archil.29, etc.: this use is not found in Prose, exc. in dialects, IG4.506 (Argos), 7.2407.7 (Boeot.), Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); ἀπέλαβε τήν οἱ ὁ πατὴρ εἶχε ἀρχήν his father, Hdt.3.15, cf. 4.50, al.
II as ἐμέ can be used reflexively (αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Il.10.378), so also (οὗ, οἷ), Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, ἠτίμησεν Il.2.239; ἡ δ' ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω Od.11.433; ἡ δὲ… ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343: later this reflex. sense is found only when the Pron. is used in a subordinate clause or construction (esp. acc. c. inf.) and refers to the subject of the principal Verb, e.g. προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις… ὅτι Ἀρχίδαμος μέν οἱ ξένος εἴη… καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Th.2.13.
2 οὗ ἕ οἷ in combination with αὐτοῦ, αὐτόν, etc. forms a reflex. Pron. used without the foregoing restriction: in Hom. the two words are separate, e.g. πειρήθη δ' ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι δῖος Ἀχιλλεύς Il.19.384, cf. 5.64, al.: later they form one word, v. [[ἑαυτοῦ. [ὅς 'ϝ' ἄξει]], i.e. with elision of 'ϝέ, must be read or understood for ὃς ἄξει, Il.24.154, in view of ὅς σ' ἄξει in l. 183, and so prob. in 1.195 (cf. 208), 4.315 (ὥς 'ϝ'), 16.545 (μή 'ϝ'), Od.5.135 (ἠδέ 'ϝ'): so ἔνθα 'ϝ (οι) ἔσαν is conjectured for ἔνθ' ἔσαν οἱ Il.6.289 (cf. ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες Od.15.556), also ἀμφὶ δέ 'ϝ (οι) ὄσσε in Il.5.310: the elided acc. ϝ' is prob. to be recognized in δὸς δέ ϝ' ἰν ἀνθροποις δόξαν ἔχεν ἀγαθ (ά) ν IG14.652 (Metapontum), rather than ϝιν.] ( from *swe, ἑέ from *sewe, cogn. with ὅς (Possess.) and ἑός, qq.v.)

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
là où.
2adv.
v. ὅς¹.
32ᵉ sg. impér. ao. Moy. de ἵημι.

English (Autenrieth)

(σϝ., cf. sui), dat. οἷ, acc. ἕ, other forms, gen. εὗ, εἷο, ἕο, ἕθεν, dat. ἑοῖ, acc. ἑέ: (1) simple personal pron. of 3d pers., (of, to) him, her, rarely it, Il. 1.236; in this sense enclitic, except ἑέ. —(2) reflexive pron., not enclitic, (of, to) himself, herself (itself), Od. 7.217; usually with αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτόν, αὐτήν, δ 3, Il. 14.162.

English (Strong)

genitive case of ὅς as adverb; at which place, i.e. where: where(-in), whither(-soever).

Greek Monotonic

οὗ:I. γεν. της αναφορ. αντων. ὅς.
II. ως επίρρ., όπου, βλ. ὅς, ἥ, ὅ Β. III.
• οὗ:
I. Λατ. sui, γεν. ενικ. γʹ προσ., αρσ. και θηλ. αντί αὑτοῦ, αὑτῆς, επίσης όμως αντί αὐτοῦ, αὐτῆς, σε Όμηρ.· Ιων. και Επικ. τύποι, ἕο, εὗ, εἷο· Επικ. επίσης ἕθεν.
II. δοτ. οἷ, Λατ. sibi = αὑτῷ, αὑτῇ, στον εαυτό του, στον εαυτό της, οἷ αὐτῷ και ἑοῖ αὐτῷ, σε Όμηρ.· αλλά, το εγκλιτ. οἱ = αὐτῷ, αὐτῇ, σ' αυτόν, σ' αυτήν, στον ίδ.
III. αιτ. , Λατ. se, ἓ αὐτόν, ἓ αὐτήν, σε Όμηρ.· το οποίο στην Αττ. γίνεται ἑαυτόν, βλ. ἑαυτοῦ· τα εγκλιτ. , ἑέ, αυτόν, αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ.
IV.άλλοι τύποι της αιτ. είναι σφε, μιν, νιν, βλ. τα οικεία λήμματα.
V. η ονομ. ήταν , βλ. το οικείο λήμμα Vκ.λπ.
VI.για τον δυϊκ. και τον πληθ., βλ. σφωέ, σφεῖς.

German (Pape)

1 gen. sing. des Pronomens der dritten Person, = αὑτοῦ, αὑτῆς und αὐτοῦ, αὐτῆς; Pind. oft; bei Hom. nur in den epischen Formen ἕο, ἕθεν, εἷο (Il. 4.400), εὗ, die auch zuweilen enklitisch gebraucht werden, ἕο, Od. 14.461, εὗ, Il. 14.427, 15.165, ἕθεν, 9.686, 15.199; ἕθεν hat auch Aesch. Suppl. 64, ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν; – Soph. μητρῴαν δ' ὅπου κίχοι διπλῆν ἄρουραν οὗ τε καὶ τέκνων, O.R. 1257; – selten in Prosa, περιμένοντος οὗ, Plat. Symp. 174d; μετὰ οὗ, Rep. III.393e, für ἑαυτοῦ. – Vgl. οἷ, ἕ.
2 (gen. von ὅς, ἥ, ὅ), relatives Correlativum zum Fragewort ποῦ, wo, da wo; οὗ Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον, Aesch. Pers. 478; Eum. 177; ποῦ 'σθ' ὁ χῶρος οὗτος, οὗ τόδ' ἦν πάθος, Soph. O.R. 732; χῶρον, οὗ με χρὴ θανεῖν, O.C. 1517, öfter; eben so οὗπερ, αὐτοῦ μέν' οὗπερ κἀφάνης, wo du ja auch erschienst, 77, vgl. Aj. 1216; εἴσ' οὗπέρ εἰσιν, O.C. 337; ἔστιν οὗ, an manchen Orten, Eur. Or. 630; ἐκεῖ οὗ λέγω, Plat. Theaet. 172b; οὗ δὴ τίνουσι δίκην ζῶντες τὸν εἰκότα βίον, 177a, öfter; ἐάν πως αἴσθῃ οὗ εἶ, wo du bist, wie es mit dir steht, Alc.I, 122d; κώμην δὲ δείξας αὐτοῖς, οὗ σκηνήσουσιν, wo sie sich lagern sollten, Xen. An. 4.7.27; mit ausgelassenem ἐκεῖσε, μικρὸν προϊόντες, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο, dahin, wo die Schlacht geliefert wurde, 2.1.6; Thuc. 2.86 und Sp., auch c. gen., οὗ κακῶν ἦν, Luc. Tox. 17. – Auch übertragen, wie ubi, die Zeitumstände zu bezeichnen, οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτός εἰμ' ἐγώ, Soph. Phil. 1038, vgl. El. 1250.

Russian (Dvoretsky)

οὗ:
I [gen. к ὅς I] (эп.-ион. ἕο, εἷο, εὗ, ἕθεν; dat. οἷ - эп. ἑοῖ; acc. ἕ - эп.-ион. ἑέ, тж. μίν и νίν; pl. σφεῖς; в поэзии преимущ., в прозе всегда энкл.; у Hom. под ударением только как refl. или при логическом ударении)
1 pron. refl. 3 л. себя: ἐπεί ἑο κήδετο λίην Hom. так как (Одиссей) чрезвычайно заботился о (самом) себе; οἷ αὐτῷ θάνατον λιτέσθαι Hom. просить самому себе смерти; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν Hom. тщательно принарядив себя;
2 pron. pers. 3 л. он: οὔτις εὑ ἀκήδεσεν Hom. не было никого, кто не заботился бы о нем (т. е. Патрокле); καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί Hom. а ему (т. е. Агамемнону) покорны (все) ахейцы.
II adv. relat. [gen. к ὅς II]
1 где (οὗ Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον Aesch.; οὗ ἡ μάχη ἐγένετο Xen.): οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτός εἰμ᾽ ἐγώ Soph. где такие нужны, я там;
2 куда: οὗ κατέφυγε Xen. (город), куда он бежал; οὐκ οἶδεν, οὗ γῆς εἰσέδυ Eur. (никто) не знает, в какой уголок земли скрылась (Ифигения);
3 когда, при каких обстоятельствах: ἔστι δ᾽ οὗ σιγῆς λόγος κρείσσων Eur. бывают случаи, когда слово лучше молчания.

Middle Liddell

where, v. ὅς, ἥ, ὅ b. III.

Chinese

原文音譯:oá 胡
詞類次數:副詞(27)
原文字根:屬這
字義溯源:在那裏,那裏,那,去那裏,在那裏,這就是,所,所要,無論在那裏,那裏頭,地方,處;源自(ὅς / ὅσγε)*=那)。參讀 (ὅς / ὅσγε)同源字
出現次數:總共(25);太(3);路(5);約(2);徒(8);羅(2);林前(1);林後(1);西(1);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 在那裏(8) 徒1:13; 徒7:29; 徒12:12; 徒28:14; 羅5:20; 林後3:17; 來3:9; 啓17:15;
2) 那裏(5) 路4:17; 約11:41; 羅4:15; 林前16:6; 西3:1;
3) 那(2) 徒2:2; 徒20:8;
4) 所(2) 太28:16; 路24:28;
5) 之處(1) 徒16:13;
6) 這就是⋯之處(1) 徒25:10;
7) 在(1) 約13:38;
8) 所要(1) 路10:1;
9) 無論在那裏(1) 太18:20;
10) 地方(1) 路4:16;
11) 的地方(1) 太2:9;
12) 在那裏頭(1) 路23:53