πομπεύω

From LSJ
Revision as of 11:25, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπεύω Medium diacritics: πομπεύω Low diacritics: πομπεύω Capitals: ΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: pompeúō Transliteration B: pompeuō Transliteration C: pompeyo Beta Code: pompeu/w

English (LSJ)

poet. Iterat.
A πομπεύεσκε Theoc.2.68: (πομπή):—conduct, escort, as a guide, Od.13.422, Erinn.1; ἐν δέπαϊ Ἠέλιον Antim.Eleg.5; Ἑρμοῦ τέχνην πομπεύω play the part of Hermes, S.Tr.620.
2 carry sinning Vestal Virgins in procession, D.H.8.89.
II lead a procession, πομπεύω πομπήν Test. ap. D.21.22, Plb.6.39.9, etc.; κατὰ κάλλος πομπεύω Michel731.27 (Ilium, ii B.C.), cf. OGI309.9 (Teos, ii B.C., prob.):—Pass., to be led in triumph (at Rome), Str.7.1.4, Plu. Aem.34, Flam.14, etc.
b metaph., parade ostentatiously, (ἀρχήν) Arr.Epict.3.24.118; opp. ὑπεσταλμένως ἀλληγορῆσαι, Heraclit.All.29: —Pass., Phld.Rh.1.223 S.
2 abs., take part in a procession, IG 12.40.25, D.21.180, Arist.IA712a34, Isyll.17,21, Theoc. l.c., IG12 (8).150.26 (Samothrace, iii B.C.), D.S.16.92; πομπεύω μετὰ τῶν ἱππέων Thphr. Char.21.8; of sinning Vestal Virgins carried on a bier, D.H. 2.67; of prisoners led in triumph, Str.7.1.4, 15.3.15; but of the victorious general, Procop.Vand.2.9: metaph., make a fine show, τοῖς προσώποις Cic.Att.13.32.3; swagger, strut, Luc.DMeretr.12.2.
III abuse with ribald jests (cf. πομπεία ΙΙ), opp. κατηγορεῖν, D.18.124: abs., Phld.Lib.p.42O.; εἴς τινα Philostr.Her.2.10.

German (Pape)

[Seite 678] 1) geleiten, führen, als Wegweiser, αὐτή μιν πόμπευον, Od. 13, 422; Soph. vrbdt εἴπερ Ἑρμοῦ τήνδε πομπεύω τέχνην βέβαιον, Trach. 617, des Hermes Botengeschäft üben; πομπεύεσκεν, Theocr. 2, 68. – 2) intrans., in feierlichem Aufzuge, in Procession aufziehen, Luc. D. Mer. 12; bei den Römern = einen Triumphzug halten, ἐπὶ τὸν νεών, Pol. 4, 35, 2; wozu auch das pass., im Triumphzug aufgeführt werden, gebildet wird, Plut. Anton. 58; wie auch Pol. sagt πομπεύειν θυσίαν ἐπὶ τὸν νεών, 4, 35, 2; πομπεύειν πομπήν, 6, 39, 9; vgl. Dem. 21, 22. – Übertr., einherstolziren, sich brüsten, zur Schau tragen. – Weil bei solchen Aufzügen (vgl. πομπεία) man sich ungestraft ausgelassenen, beißenden Spott erlauben durfte, auch = spotten, höhnen, οὐδὲν ἧττον ἐμοῦ πομπεύειν ἀντὶ τοῦ κατηγορεῖν εἵλετο, Dem. 18, 124. – Bei Heracl. alleg. 29 = ἑρμηνεύω, auf den rechten Weg führen, erklären.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 escorter, conduire, guider;
2 pratiquer en qualité de conducteur, de guide;
3 mener en procession ; Pass. être conduit en procession ou en triomphe;
II. intr. 1 marcher en procession, en pompe;
2 marcher librement, prendre de grands airs;
3 se répandre en invectives, en injures (v. πομπεία).
Étymologie: πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπεύω [πομπεύς] ep. imperf. πόμπευον, iter. 3 sing. πομπεύεσκε begeleiden:; αὐτή μιν πόμπευον ik begeleidde hem in eigen persoon Od. 13.422; met acc. v. h. inw. obj.: εἴπερ Ἑρμοῦ τήνδε πομπεύω τέχνην βέβαιον als ik deze kunst van Hermes als begeleider betrouwbaar uitvoer Soph. Tr. 620. deelnemen aan een processie:; πομπεύσας μετὰ τῶν ἱππέων in optocht met de ruiterij meelopend Thphr. Char. 21.8; een triomftocht houden (in Rome), pass. in een triomftocht meegevoerd worden; Plut. Aem. 34.3; overdr. paraderen, pronken:. πομπεύσεις τότε ὡς μέγα καὶ λαμπρὸν ἔργον ἐργασάμενος dan zul je pronken alsof je een grote, schitterende daad verricht hebt Luc. 80.12.2. zich gedragen als in een processie, beledigende grappen maken:. πομπεύειν ἀντὶ τοῦ κατηγορεῖν εἵλετο hij heeft verkozen beledigingen te spuien in plaats van een aanklacht te houden Dem. 18.124.

Russian (Dvoretsky)

πομπεύω: (эп. impf. πόμπευον - Theocr. πομπεύεσκον)
1 сопровождать, провожать (τινά Hom.);
2 исполнять обязанности вестника: Ἑρμοῦ τέχνην π. Soph. исполнять обязанности Гермеса-вестника;
3 нести или вести в торжественной процессии (τὸ σῶμα δι᾽ ἀγορᾶς πομπευθέν Plut.);
4 шествовать в процессии (ἐπὶ τὸν τῆς Ἀθηνᾶς νεών Polyb.): π. πομπήν Dem., Polyb. совершать шествие;
5 важничать, торжествовать (πομπεύσεις τότε, ὡς μέγα ἔργον ἐργασάμενος Luc.);
6 (см. πομπεία
2 насмехаться, издеваться Dem.

English (Autenrieth)

(πομπεύς): be escort, conduct, escort, Od. 13.422†.

Greek Monolingual

ΝΑ πομπή / πομπός
βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω
νεοελλ.
1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω
2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια
αρχ.
1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τον οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω
2. οδηγώ πομπή
3. προχωρώ σε πομπή, συμμετέχω σε τελετουργική πορεία
4. περιφέρω σε πομπή ή σε φέρετρο τις εστιάδες παρθένους που αμάρτησαν
5. (για αιχμάλωτο) σέρνομαι πίσω από θρίαμβο σαν λάφυρο
(ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων ἱερεύς», Στράβ.)
6. (για νικητή στρατηγό) παρελαύνω σε θρίαμβο
7. βαδίζω επιδεικτικά με σοβαρότητα και περηφάνεια
8. μτφ. επιδεικνύω κάτι με τρόπο κραυγαλέο, κάνω πομπώδη επίδειξη
9. παθ. πομπεύομαι
(στη Ρώμη) μέ περιφέρουν πίσω από ρωμαϊκό θρίαμβο («καὶ ἄλλα δὲ σώματα ἐπομπεύθη ἐκ τῶν πορθημένων ἐθνῶν», Στράβ.).

Greek Monotonic

πομπεύω: (πομπή), Ιων. παρατ. πομπεύεσκον,
I. προπέμπω, συνοδεύω, π.χ. ως οδηγός, σε Ομήρ. Οδ.· Ἑρμοῦ τέχνην πομπεύω, χρησιμοποιώ την τέχνη της συνοδείας του Ερμή, σε Σοφ.
II. 1. οδηγώ σε ιερή πομπή, πομπεύω πομπήν, Λατ. pompam ducere, παρά Δημ. — Παθ., οδηγούμαι σε θρίαμβο (στη Ρώμη), σε Πλούτ.
2. απόλ., πορεύομαι σε πομπή, σε Δημ., Θεόκρ.
III. υβρίζω με χυδαία σκώμματα (πρβλ. πομπεία II), σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπεύω: Ἰων. παρατ. πομπεύεσκε Θεόκρ. 2. 68· (πομπήπαραπέμπω, συνοδεύω π. χ. ὡς ὁδηγός, Ὀδ. Ν. 422, Ἤριννα 2· εἴπερ Ἑρμοῦ τήνδε πομπεύω τέχνην, ἐὰν κάμνω τὸ μέρος τοῦ Ἑρμοῦ τοῦτο, Σοφ. Τρ. 620. ΙΙ. ἄγω πομπήν, π. πομπήν, Λατ. pompam ducere, παρὰ Δημ. 522. 3, Πολυβ. 6. 39, 9, κτλ.· κατὰ κάλλος π. Συλλ. Ἐπιγρ. 3593. 27· ― Παθ., ὁδηγοῦμαι ἐν θριάμβῳ (ἐν Ρώμῃ), Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. Φλαμιν. 14, κτλ.· ― μεταφορ., πομπωδῶς ἐπιδεικνύω, μόνον μὴ πόμπευε αὐτὴν (τὴν ἀρχὴν) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 34, 118. 2) ἀπολ., πορεύομαι ἐν πομπῇ, Δημ. 572. 27, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 3, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μεταφορ., ἐπιδεικτικῶς βαίνω, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 2. ΙΙΙ. σκώπτω, ὑβρίζω διὰ χυδαίων σκωμμάτων (πρβλ. πομπεία ΙΙ), ἀντίθετ. τῷ κατηγορεῖν, Δημ. 268. 25· εἴς τινα Φιλόστρ. 684. IV. ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγ. 4, = ἑρμηνεύω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201, καὶ ἐν Ἀθηνὰς τ. Γ΄, σ. 381.

Middle Liddell

πομπεύω, πομπή
I. to conduct, escort, e. g. as a guide, Od.; Ἑρμοῦ τέχνην π. to use the escorting art of Hermes, Soph.
II. to lead a procession, π. πομπήν, Lat. pompam ducere, ap. Dem.:—Pass. to be led in triumph (at Rome), Plut.
2. absol. to march in a procession, Dem., Theocr.
III. to abuse with ribald jests (cf. πομπεία II), Dem.