νόμισμα
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
νομίσματος, τό,
A anything sanctioned by current or established usage, custom, Ἑλληνικὸν νόμισμα A.Th.269, cf. E.IT1471; institution, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμα ἔβλαστε S.Ant. 296; θεοὶ ἡμῖν νόμισμα οὐκ ἔστι Ar.Nu.248, with a play on signf. ΙΙ (do not pass current with us).
II esp. current coin, νόμισμα κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166; τἀρχαῖον νόμισμα Ar.Ra.720; νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R. 371b, cf. Arist.EN1133b11, Pol.1257a11, D.L.6.20; τάλαντα νομίσματος And.3.8; νόμισμα ἡμεδαποῦ IG12.91.4; τὸ ἐπιχώριον νόμισμα PCair.Zen.21.12 (iii B.C.): pl. νομίσματα = pieces of money, coins, Hdn.1.9.7.
III full legal measure, τοῦ χοῶς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται Ar.Th.348.
German (Pape)
[Seite 261] τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσθαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχθέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.
French (Bailly abrégé)
νομίσματος (τό) :
1 coutume, règle;
2 monnaie ayant cours.
Étymologie: νομίζω.
Russian (Dvoretsky)
νόμισμα: νομίσματος τό
1 установившийся обычай, общепринятый порядок, сложившаяся традиция, правовая норма Aesch., Eur.;
2 монета (ν. ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν Plat.);
3 (о мерах и весах), законная норма, полная мера, (τῶν κοτυλῶν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
νόμισμα: τό, (νομίζω) πᾶν ὅ, τι καθιερώθη ἐκ (παλαιᾶς) συνηθείας, τὸ νενομισμένον ἔθος, ἔθιμον, Αἰσχύλ. Θήβ. 269, Πέρσ. 859 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν.), Εὐρ. Ι. Τ. 1471· πρᾶγμα οὗ ἡ χρῆσις καθιερώθη, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστεν Σοφ. Ἀντ. 296· θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ. ἔστι Ἀριστοφ. Νεφ. 248, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ («δὲν περνοῦν ἐδῶ», «δὲν ἔχουν πέρασιν»). ΙΙ. τὸ ἰσχῦον ἢ ἐν χρήσει νόμισμα ἐν κράτει τινί, Λατ. numisma, numus, Ἡρόδ. 1. 94., 3. 56· ν. κόπτεσθαι, κόπτειν, ὁ αὐτ. 4. 166· τἀρχαῖον ν. Ἀριστοφ. Βάτρ. 720· ν. ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 371Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14, Πολιτικ. 1. 9, 9 κἑξ., Διογ. Λ. 6. 20· τάλαντα... νομίσματος Ἀνδοκ. 24. 28· ν. ἡμεδαποῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 4, κτλ. ΙΙΙ. τὸ πλῆρες νόμιμον μέτρον, τοῦ χοὸς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 348. ΙV. = νόμος Ἀλκαίου Ἀποσπ. 66.
English (Strong)
from νομίζω; what is reckoned as of value (after the Latin numisma), i.e. current coin: money.
English (Thayer)
νομίσματος, τό (νομίζω, which see);
1. anything received and sanctioned by usage or law (Tragg., Aristophanes).
2. money (current) coin (cf. our lawful money): Euripides, and Aristophanes down).
Greek Monolingual
το (ΑΜ νόμισμα, Μ και ὀνόμισμαν, νόμισμαν, νούμισμα) νομίζω
η βασική νομισματική μονάδα κάθε χώρας, το χρήμα που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία επικράτεια («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον νόμισμα κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῦν
αί σφι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κέρμα από μέταλλο το οποίο εκδίδεται από το κράτος, φέρει αναγεγραμμένη την αξία του και χρησιμοποιείται ως μέσο διεξαγωγής αγοραπωλησιών
2. χαρτονόμισμα σε αντικατάσταση κερμάτων
3. φρ. α) «τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα» — του ανταπέδωσα τα ίσα
β) «η μία πλευρά του νομίσματος» — η μία άποψη ενός ζητήματος
γ) «μετατρεψιμότητα νομίσματος» — η ικανότητα ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών
αρχ.
1. καθετί το καθιερωμένο από παλιά συνήθεια, έθιμο («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν ἰσήρης ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ», Ευρ.)
2. πράγμα του οποίου η χρήση καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο θεσμός («οὐδὲν ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», Σοφ.)
3. το πλήρες νόμιμο μέτρο («τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται», Αριστοφ.)
4. ο νόμος.
Greek Monotonic
νόμισμα: νομίσματος, τό (νομίζω)·
I. οτιδήποτε καθιερώνεται από τη μακρά χρήση, συνήθεια, θεσμός, σε Τραγ., Αριστοφ.
II. το ισχύον νόμισμα (χρηματική μονάδα) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
νόμισμα, ατος, τό, νομίζω
I. anything sanctioned by usage, a custom, institution, Trag., Ar.
II. the current coin of a state, Hdt.
Chinese
原文音譯:nÒmisma 挪米士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:律法(果效)
字義溯源:法定錢幣,錢,硬幣,有法定價值,合法可用;源自(νομίζω)=依法,認為);而 (νομίζω)出自(νόμος)=律法,分出), (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (ἀργύριον)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 錢(1) 太22:19
English (Woodhouse)
currency, custom, habit, monetary, coined money, current coin, means to an end, money in circulation
Mantoulidis Etymological
(=ἔθιμο, νόμισμα). Ἀπό τό νομίζω τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.