πρωτόγονος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
πρωτόγονον, also η, ον Paus.1.31.4:—
A first-born, firstling, ἄρνες, ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op.543; φοῖνιξ π. first-born, first-created, E.Hec.458 (lyr.); τὰ π. LXX Mi.7.1; of the tissues, = ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child, πρωτόγονος θάλος E.IT209 (lyr.); πρωτόγονος τῶν τέκνων IGRom.4.539 (Cotiaeum); πρωτόγονος λόγος, πρωτόγονος υἱός, Ph.1.427,308; ὄρχησις Luc. Salt.7; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.
2 of rank, πρωτόγονοι οἶκοι high-born houses (εὐγενεῖς, Sch.), S.Ph.180 (lyr.).
3 epithet of gods, Dam.Pr.123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c.
II parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing forth first, implied by Poll.4.208.
German (Pape)
[Seite 805] erstgeboren; ἄρνες, Il. 4, 102. 120. 23, 864; τελετά, Pind. Ol. 11, 51; zuerst eingerichtet, οἶκοι, Soph. Phil. 180, wo der Schol. εὐγενεῖς erkl., von der ersten, höchsten Geburt, von der edelsten Abkunft; θάλος, Eur. I. T. 209; φοίνιξ, Hec. 458; – mit verändertem Tone, πρωτογόνος, zuerst gebärend (?).
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
I. avec idée de temps;
1 né le premier;
2 institué pour la première fois;
II. avec idée de rang qui est le premier par la naissance, par le rang, noble.
Étymologie: πρῶτος, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτόγονος -ον [πρωτογενής] eerstgeboren:. ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν... ἑκατόμβην een hekatombe brengen van pas geboren lammeren Il. 23.864. oorspronkelijk:; π. ὄρχησις dans uit de oertijd Luc. 45.7; oud, illuster:. π. οἶκος illuster huis Soph. Ph. 180.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόγονος:
1 первородный (ἄρνες Hom.; θάλος Eur.);
2 первозданный (φοῖνιξ Eur.);
3 древнейший (οἶκοι Soph.);
4 впервые устроенный, первоначальный (τελετά Pind.; ὄρχησις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόγονος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - Κατὰ Πολυδ. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. θάλος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ τάξεως κοινωνικῆς, πρ. οἶκοι, ὑψηλῆς καταγωγῆς (εὐγενεῖς, Σχόλ.), Φιλ. 180. 3) ὁ πρῶτος ὁρισθείς, ὄρχησις Λουκ. π. Ὀρχ. 7. 4) Πρωτόγονη, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Περσεφόνης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
English (Autenrieth)
first-born, ἄρνες, ‘firstlings.’ (Il.)
English (Slater)
πρωτόγονος, -ον first created ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων καὶ πρώτῃ τελουμένῃ ἑορτῇ Σ.) (O. 10.51)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόγονος, -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό αείζωο
νεοελλ.
1. αυτός που διατηρεί την αρχική του μορφή, που δεν εξελίχθηκε σε ανώτερο στάδιο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόγονοι
(ανθρωπολ.-εθνολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει λαούς ή κοινωνίες, η τεχνολογική και πολιτιστική ανάπτυξη τών οποίων εμφανίζεται υποδεέστερη σε σύγκριση με τις βιομηχανικές δυτικές κοινωνίες
3. φρ. α) «πρωτόγονες θρησκείες» — οι θρησκείες τών άνευ γραφής λαών οι οποίοι ζουν σε μικρής κλίμακας κοινωνίες με απλή οικονομία
β) «πρωτόγονο δίκαιο» — το δίκαιο των πρωτόγονων η άνευ γραφής κοινωνιών
γ) «πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα»
(κοινων.) ο πρώτος κοινωνικός σχηματισμός που για δεκάδες χιλιάδες χρόνια κυριάρχησε πάνω σε όλους τους λαούς οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχικό στάδιο εξέλιξής τους και το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη συλλογική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής
δ) «πρωτόγονη άνοια» — έκφραση που χρησιμοποιήθηκε για την ηβηφρενική μορφή σχιζοφρενείας, μιας ψύχωσης συχνής στους εφήβους και στους νεαρούς ενήλικες, αλλ. πρώιμη άνοια
ε) «πρωτόγονοι πολιτισμοί»
(κοινων. -ανθρωπολ.)
οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από απουσία γραπτής γλώσσας, από σχετική απομόνωση, από μικρό πληθυσμό, από σχετικά απλούς κοινωνικούς θεσμούς, από μη ανεπτυγμένη τεχνολογία και από χαμηλό, γενικά, ρυθμό κοινωνικοπολιτιστικής εξέλιξης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε πρώτος ή αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα
2. προσωνυμία θεών
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που φύτρωσε για πρώτη φορά
2. (για υφάσματα) το ομοιομερές
3. (σχετικά με κοινωνική τάξη) ο πρώτος ως προς το γένος, την καταγωγή, ο ευγενής
4. αυτός που πρώτος ορίστηκε
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρωτόγονα
τα σταφύλια που φυτρώνουν πρώτα, τα άγουρα σταφύλια.
επίρρ...
πρωτόγονα Ν
1. με πρωτόγονο τρόπο («καλλιεργούν τη γη πρωτόγονα»)
2. σε πρωτόγονο στάδιο («ζουν πρωτόγονα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακό-γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πρωτόγονος: -ον (γίγνομαι),
1. πρωτότοκος, πρωτογέννητος, πρώιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· φοίνιξ πρ., αυτός που φύτρωσε πρώτος, σε Ευρ.
2. λέγεται για κοινωνική τάξη, πρ. οἶκοι, οικογένειες υψηλής καταγωγής, ευγενείς, σε Σοφ.
3. αυτός που ορίζεται πρώτος, σε Λουκ.
Middle Liddell
πρωτό-γονος, ον, γίγνομαι
1. first-born, firstling, Il., Hes.; φοῖνιξ πρ. first-created, Eur.
2. of rank, πρ. οἶκοι high-born houses, Soph.
3. first-ordained, Luc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρῶτος + γενέσθαι τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πρῶτος.
Léxico de magia
-ον primer nacido de Eros ἐπικαλοῦμαί σε, ... πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε te invoco a ti, el primer nacido, creador de todo, tú que tienes alas de oro P IV 1757