ἐνέδρα

From LSJ
Revision as of 15:40, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέδρα Medium diacritics: ἐνέδρα Low diacritics: ενέδρα Capitals: ΕΝΕΔΡΑ
Transliteration A: enédra Transliteration B: enedra Transliteration C: enedra Beta Code: e)ne/dra

English (LSJ)

ἡ,
A sitting in: hence, lying in wait, ambush, Th.5.56 (pl.), etc.; ἐνέδραν ποιεῖσθαι Id.3.90; ἐνέδραι κατασκευάζονται X.Eq.Mag.4.10; ἐνέδραν τιθέναι D.S.19.108; θέσθαι Plu.Rom.23; εἰς ἐνέδραν ἐμπίπτειν X.Cyr.8.5.14; ἐκ τῆς ἐνέδρας ἀνίστασθαι ib.5.4.4; θέειν ἐκ τῆς ἐνέδρας Th.4.67.
b men laid in ambush, τὴν ἐνέδραν ἐζανιστάναι X.HG4.8.37.
2 metaph., trickery, treachery, δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg.908d, cf. D.19.77; ἐνέδρας ἕνεκα Antiph.124.7; ἐξ ἐνέδρας = deceitfully, insidiously, opp. φανερῶς, Ph.2.422; μετ' ἐνέδρας App.BC1.30, cf. Archig.ap Orib.8.2.20.
II position, ναρθήκων Hp.Fract.16,27.
III delay, περί τι POxy.62.10 (iii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἐνέδρη Hp.Fract.31
I medic.
1 colocación, aplicación c. gen. τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας χρὴ φυλάσσεσθαι Hp.Fract.16, cf. 27.
2 concr. punto de apoyo, base c. dat. χρὴ ... ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι conviene hacerse una base firme para la palanca Hp.Fract.31.
3 como patología fístula anal Meges en Orib.44.21.1.
II cont. milit. y bélico
1 celada, emboscada ἐνέδραν ποιεῖσθαι, ἐνέδραν θέσθαι tender una emboscada a veces c. dat. φυλαὶ ... ἐνέδραν πεποιημέναι τοῖς ἀπὸ τῶν νεῶν Th.3.90, cf. Palaeph.1, Plu.Rom.23, τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται se preparan emboscadas a los enemigos X.Eq.Mag.4.10, cf. Cyr.8.5.14, Aen.Tact.15.9, Polyaen.5.22.4, Hdn.8.1.1, εἰς ἐνέδρας ὑπάγειν atraer a una emboscada X.Eq.Mag.4.12, cf. Aen.Tact.15.9, ἐνέδραις ἐμπίπτειν caer en una emboscada X.Eq.Mag.8.20, cf. Plb.4.59.3, ἐνέδρας φοβούμενον πολεμίων Aen.Tact.15.7, cf. Onas.6.7, ἐνέδρας πολλὰς ... τίθησιν I.AI 6.135, ἐνέδραι δὲ καὶ καταδρομαί op. μάχηlucha organizada’, Th.5.56, fig. ἐγκαθῆσθαι ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων ἐν ἀποκρύφοις apostarse en escondites emboscado entre los ricos ref. al impío, LXX Ps.9.29
emboscada como equiv. de los emboscados ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν lanza la emboscada X.HG 4.8.37, en cont. ritual en el culto de Dioniso IEphesos 106 (IV/III a.C.).
2 concr. lugar de acecho, emboscadura, escondite ἔθεον δρόμῳ ἐκ τῆς ἐνέδρας Th.4.67, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας X.Cyr.5.4.4, cf. D.S.19.108, ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ἐνέδραν LXX Io.8.9, τὸν ἐπ[ὶ] τὰς ναῦς [ἀ] πὸ τῆς ἐνέδρας ἐκτρέπ[ο] ντα Phld.Hom.34.17, οἱ μὲν ἐκ τῶν ἐνεδρῶν ἐπιφανέντες Polyaen.5.22.4, cf. Hsch.
ref. la caza ἐξ ἐνέδρας δὲ ἀγρεύοντες Ar.Byz.Epit.2.51.
III fig.
1 insidia, asechanza, trampa δόλου δὲ καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg.908d, αἰσθόμενοι τὴν ἐνέδραν D.19.77, cf. Antiph.122.7, Chor.Decl.1.46, ἐπὶ τὴν ἐνέδραν αὐτοὺς ἄγειν hacerles caer en la trampa Archig. en Orib.8.2.19, ἐν ταῖς ἐνέδραις ἐμπίπτειν Aesop.205.3, ἐξ ὀνειδισμῶν καὶ ἐνέδρας ... ἀναγόμενοι Vett.Val.70.26, cf. 371.31, ὅσα ... διὰ πάσης ἐνέδρας ἐπεβούλευσέ μοι Hdn.4.5.4, ἐπ' ἐνέδρας para tender una trampa Harp.s.u. βουλεύσεως, c. gen. subjet. de aquello en lo que consiste la trampa ἐπ' ἐνέδρᾳ τῶν λάθρ[ᾳ με] νόντων Diog.Oen.23.4, ἐπ' ἐνέδρᾳ τῆς περὶ μείζονα πίστιν ἀρνήσεως Chrysipp.Stoic.3.138, τῆς φαρμακείας ἐ. Gal.14.602, c. gen. subjet. de quien tiende la trampa προορῶν τὰς ἐνέδρας τοῦ διαβόλου Ign.Tr.8.1, cf. Phil.6.2, κατ' ἐνέδραν τοῦ σατανᾶ ... κατεψεύσαντο ἡμῶν A.Mart.5.14
ἐξ ἐνέδρας = con engaño, insidiosamente op. φανερῶςa las claras’ προεπιχειροῦσι καιροφυλακοῦντες ... ἐξ ἐνέδρας Ph.2.422, μετ' ἐνέδρας App.BC 1.30.
2 engaño, fraude ἀλλοτρίων θῆραι θανάτων καὶ ἐνέδραι διαθηκῶν capturas de muertes ajenas y fraudes en los testamentos Longin.44.9, ἵνα μὴ ... ἐ. περὶ τὴν ἐμβολὴν γένηται POxy.62.10 (III d.C.), ὑπὲρ τοῦ ... μὴ ἐνέδραν ἐπακολουθῆναι περί ... POxy.1428.5 (IV d.C.), cf. 1455.12 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 836] ἡ, 1) das Daraufsitzen, Daraufliegen, ναρθήκων Hippocr. – 2) das Einliegen, der Hinterhalt, u. übh. Nachstellung, Hinterlist, Thuc. 5, 56 u. öfter, wie Folgde; δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Plat. Legg. X, 908 d; ἐνέδραν ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, θέσθαι τινί; Thuc. u. Folgde; – der Ort des Hinterhalts selbst, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen., wie auch die in den Hinterhalt gelegten Soldaten, ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν Hell. 4, 8, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de poster dans ; embuscade, guet-apens ; p. suite
1 lieu où l'on dresse une embuscade;
2 troupe en embuscade.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέδρα:
1 засада (ἐνέδραν ποιεῖσθαι Thuc., κατασκευάζειν Xen. или τιθέναι Diod., Plut.);
2 отряд, находящийся в засаде (ἐξανιστάναι τὴν ἐνέδραν Xen.);
3 козни (δόλος καὶ ἐ. Plat.; πολλὰς ὑφιέναι ἐνέδρας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέδρα: ἡ, τὸ ἐνεδρεύειν, ἐνέδρα, κοιν. «καρτέρι», Λατ. insidiae, Θουκ. 5. 56, κτλ.· ἐν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 90· κατασκευάζειν Ξεν. Ἱππαρχ 4. 10· τιθέναι Διόδ. 19. 108· θέσθαι Πλουτ. Ρωμ. 23· εἰς ἐν. ἐμπίπτειν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· ἐκ τῆς ἐν. ἀνίστασθαι αὐτόθι 5. 4, 4· θέειν ἐκ τῆς ἐν Θουκ. 4. 67. β) οἱ ἐνεδρεύοντες, τὴν ἐν. ἐξανιστάναι Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 37. 2) μεταφ., προδοσία, ἀπιστία, Πλάτ. Νόμ. 908D· ἐνέδρας δ’ ἕνεκα Ἀντιφάν. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1.7· μετ’ ἐνέδρας Ἀππ. Ἐμφύλ. 1, 30. ΙΙ. θέσις, ναρθήκων Ἱππ. 764, 768. ΙΙΙ. ὑποστάθμη, «καταπάτι», Σοφ. Ἀποσπ. 644.

English (Strong)

feminine from ἐν and the base of ἑδραῖος; an ambuscade, i.e. (figuratively) murderous purpose: lay wait. See also ἔνεδρον.

Greek Monolingual

η (AM ἐνέδρα)
1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.)
2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέση, τοποθέτηση σ' ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν
3. στάση σε τόπο ή για ένα χρονικό διάστημα, χρονοτριβή.

Greek Monotonic

ἐνέδρα: ἡ, καρτέρι, ενέδρα, παραφύλαξη·
1. στήσιμο ενέδρας, παγίδα, σε Θουκ., Ξεν.
2. αυτοί που ενεδρεύουν, που παραμονεύουν, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐνέδρα, ἡ, n
1. a sitting in: a lying in wait, ambush, Thuc., Xen.
2. the men laid in ambush, Xen.

Chinese

原文音譯:™nšdra 恩-誒得拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-安頓妥
字義溯源:埋伏,陰謀;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。同義字: (ἐπιβουλή)計謀
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 埋伏(1) 徒25:3

Mantoulidis Etymological

(=καρτέρι). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

insidiae, ambush, plot, 2.81.5, 2.81.53.90.2, 3.90.3. 3.108.1. 3.112.6, 4.67.1. 5.56.4. 7.32.2.

Translations

treachery

Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau

ambush

Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка