πωλέομαι

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλέομαι Medium diacritics: πωλέομαι Low diacritics: πωλέομαι Capitals: ΠΩΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: pōléomai Transliteration B: pōleomai Transliteration C: poleomai Beta Code: pwle/omai

English (LSJ)

Ion. πωλεῦμαι, used by Hom. in 2sg.

   A πώλεαι Od.4.811; part. πωλεύμενος 2.55 (also in A.Pr.645): impf. πωλεύμην Od.22.352, πωλεῖτο 9.189; Ion. impf. πωλέσκετο Il.1.490, Od.11.240: fut. πωλήσομαι h.Ap.329, Ep. 2sg. πωλήσεαι Il.5.350:—Ep. Verb, prop. Frequentat. of πολέομαι, go up and down or to and fro: hence, go or come frequently, οὔτε ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο... οὔτε ποτ' ἐς πόλεμον Il.1.490, cf. 5.350, 788; εἰς ἡμέτερον [δῶμα] πωλεύμενοι ἤματα πάντα Od.2.55, cf. 22.352; πωλεῖταί τις δεῦρο 4.384; ἐνθάδε h.Ap.170; ἔνθα καὶ ἔνθα h.Ven.80; μετ' ἄλλους Od.9.189; εἰς εὐνήν h.Ap.329; ἐπ' Ἐνιπῆος ῥέεθρα Od.11.240; π. μετὰ πᾶσι τετιμένος Emp.112.5; περὶ πόλιν πωλεύμενος Archil.46; ἀγγελίην (prob.) πωλεῖται ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης she goes on a message, Hes.Th.781; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας A.l.c.

German (Pape)

[Seite 826] (πέλομαι), dep. pass., sich an einem Orte herumdrehen, sich häufig an einem Orte befinden oder verkehren, bes. häufig nach einem Orte, zu Einem hingehen, hinkommen; οἱ δ' εἰς ἡμέτερον (δῶμα) πωλεύμενοι ἤματα πάντα, Od. 2, 55. 17, 534; οὔτε ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο κυδιάνειραν, οὔτε ποτ' εἰς πόλεμον, Il. 1, 490, und so. öfter in der Iterativform; ἐπ' Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα, Od. 11, 240; auch πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων, 4, 384; und in der Form πώλεο für ἐπωλέεο, 4, 811; ἐνθάδε, H. h. Apoll. 170; ἔνθα καὶ ἔνθα, h. Ven. 80; μετ' ἄλλους, Od. 9, 189; ἀγγελίης πωλεῖται, sie geht wegen Botschaft, Hes. Th. 781. – Bes. vom Handel u. Wandel, vom Handelsverkehr, wie es im Solonischen Gesetze bei Lys. 10, 19 von den Huren heißt ὅσαι δὲ πεφασμένως πωλοῦνται, wo Bekker πελοῦνται aufgenommen hat (vgl. Lob. Phryn. 584), u. nachher vom Redner selbst durch βαδίζειν erklärt wird, wie bei Plut. Sol. 23 durch φοιτάω. Vgl. π ολέομαι u. πωλέω.

Greek (Liddell-Scott)

πωλέομαι: Ἰωνικ. πωλεῦμαι, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· ὡσαύτως Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, κυρίως θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ πωτάομαι τοῦ πέτομαι, τὸ στρωφάω τοῦ στρέφω, κτλ., πρβλ. πωλέω, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, διατρίβω περί τι, Λατ. versari in loco, ὅθεν, συχνάκις ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που πολλάκις, συχνάζω, οὔτε ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, οὔτε ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον [[[δῶμα]]] πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις δεῦρο Δ. 384· ἐνθάδε Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· ἔνθα καὶ ἔνθα Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 μετὰ γεν., ἀγγελίης πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς ἄγγελοςχάριν ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. ὁδεύω ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, μάλιστα ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), ἔνθα νῦν: κύβδα δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. πολήσομαι, ao. et pf. inus.
aller et venir ; venir souvent, fréquenter : εἰς ἀγορήν, ἐς πόλεμον IL aller à l’assemblée, au combat (cf. lat. versari).
Étymologie: v. πωλέω.

English (Autenrieth)

(frequentative of πέλομαι), πώλε(αι), part. πωλεύμενοι, ipf. πωλεύμην, -εῖτο, iter. πωλέσκετο, fut. πωλήσομαι: frequent a place, go and come to or among, consort with.