ῥέζω

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέζω Medium diacritics: ῥέζω Low diacritics: ρέζω Capitals: ΡΕΖΩ
Transliteration A: rhézō Transliteration B: rhezō Transliteration C: rezo Beta Code: r(e/zw

English (LSJ)

(A), freq. in Ep. and Trag. (v. infr.), but rare in Att. Prose and Com. (Pherecr. 152 is mock heroic): impf.

   A ἔρεζον Il.2.400, Ep. ῥέζον Od.3.5, Ion. ῥέζεσκον Il.8.250: fut. ῥέξω Od.11.31, A.Eu.788 (lyr.), al.: aor. ἔρρεξα Il.9.536, 10.49, Pl.Lg.642c; poet. also ἔρεξα Hom. (v. infr.), Hes.Fr.174, S.OC538 (lyr.), etc.; Aeol. part. ῥέξαις Pi.O. 9.94:—Pass., aor. 1 opt. ῥεχθείη Hp.Epid.7.11; part. ῥεχθείς Il.9.250, 20.198. (ῥέζω from ϝρέγ-yω, cogn. with ἔρδω from ϝέργ-yω [through ϝέρzδω]: Dor. and Boeot. ῥέδδω Eust.226.8, 984.1, Hsch.; aor. part. ϝρέξαντα IG4.1607 (Cleonae).)    I do, act, deal, opp. εἰπεῖν, Od.4.205, 22.314; opp. παθεῖν, v. infr.:—Constr.,    1 abs., ὧδε δὲ ῥέξαι Il.2.802; οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Od.9.352, etc.    2 more freq. trans. c. acc. rei, do, accomplish, make, ὅσ' ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε 4.205; μέρμερα ἔργα, ὅσσ' ἄνδρες ῥέξαντες . . Il.10.525, cf. Od.22.314; τί ῥέξομεν; Il.11.838; μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι 22.305, cf. 2.274; ὅ τι ποσσίν τε ῥέξῃ καὶ χερσίν Od.8.148; so in Lyr. and Trag., ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Pi.N.4.32; τί ῥέξω; A.Eu.788, cf. Th.104 (both lyr.); τί ῥέξας τύχοιμ' ἂν . .; Id.Ch.316 (lyr.):—Pass., οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν for the mischief if once done, Il.9.250; ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω 17.32.    3 c. dupl. acc. pers. et rei, do something to one, κακὰ ῥέξαι τινά 3.354, Od.2.73; ἀγαθὰ ῥ. τινά 22.209, cf. Il.9.647; οὐδέν σε ῥέξω κακά 24.370, cf. 4.32, Od.2.72: with Adv., κακῶς μιν ἔρ. wronged him, 23.56; so ἡ πόλις ἡμᾶς οὐ καλῶς ἔρρεξε Pl.Lg.642c: but c. dat. pers., μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε do me (ethic dat.) no more mischiefs, Od.20.314; ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακά E.Med.1292 (lyr.).    4 with strengthd. signf., εἴ τι νόος ῥέξει if it shall avail aught, be of any service, Il.14.62.    II in special sense, perform sacrifices, ἱερὰ ῥ. Od.1.61, 3.5; ῥ. ἑκατόμβας ἀθανάτοις offer a hecatomb to the gods, Il.23.206, cf. Od. 5.102, Pi.P.10.34; ῥ. θαλύσιά τινι Il.9.535; θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώς εως S.Tr.288: abs., do sacrifice, ῥ. θεῷ Il.2.400, 8.250, etc.: sts. with the victim in acc., σοί . . ῥέξω βοῦν ἦνιν will sacrifice it, 10.292, cf. Od.9.553, 10.523.
(B), Dor. Verb,= βάπτω,

   A dye, Phot., EM703.27, cf. Epich. 107. (Cf. ῥέγος, ῥεγεύς, ῥεγιστής, and lengthd. ῥῆγος, ῥηγεύς, also ῥογεύς:—cogn. with Skt. rajyate 'is coloured or red'.)

German (Pape)

[Seite 837] fut. ῥέξω, aor. ἔρεξα u. ἔῤῥεξα, aor. pass. ῥεχθῆναι (mit ἔρδω, εργ zusammenhangend und durch Buchstabenumstellung daraus gebildet, s. Buttm. Lexil. II p. 265), thun, wirken, handeln; gew. mit einem acc., machen, vollbringen; im Ggstz von εἰπεῖν, Od. 4, 205. 22, 314, τάδε, 22, 158; αἴσυλα, Il. 21, 214 Od. 2, 232; μέρμερα, Il. 21, 217; μέγα ἔργον, Od. 23, 458; ὅστις τοιαῦτά γε ῥέζοι, Il. 23, 494 Od. 1, 47; καλά, Pind. P. 9, 96; κάλλιστα, Ol. 9, 94; ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε, N. 4, 32; τί ῥέξεις, Aesch. Spt. 100; τί ῥέξω; Eum. 784, ὡς τίνα δὲ ῥέξῃς παλάμαν; Soph. Phil. 1191, u. öfter, u. mit größerm Nachdruck, ῥέζειν τι, Etwas ausrichten, vermögen, Il. 14, 62; ποσσίν, Od. 8, 148; ῥεχθέν, das Gethane, Geschehene, Il. 9, 250. 17, 32. Auch τινά τι, Einem Etwas anthun, z. B. τινὰ κακόν, Il. 3, 354 Od. 2, 72. 18, 15; ἀγαθά τινα, 22, 209; τίς σε τοιάδ' ἔρεξε, Il. 5, 373; ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, 9, 647; auch κακῶς ῥέζειν τινά, Einen mißhandeln, Od. 23, 56 (wie Plat. Legg. I, 642 c, sonst ist das Wort nur poet.); u. c. dat., τινὶ ῥέζειν κακά, 20, 314, wie Eur. ὅσα δὴ βροτοῖς ἔρεξας ἤδη κακά, Med. 1292. – Bes. ἱερά, ἑκατόμβας ῥέζειν θεῷ, einem Gotte ein Opfer, Hekatomben vollbringen, opfern, sacra facere, Il. 23, 206 Od. 5, 102, wie Pind. P. 10, 34; oft auch βοῦν ῥέζειν θεῷ, Il. 10, 292. 294 Od. 3, 382, auch absolut, ῥέζειν θεῷ, Il. 2, 400. 9, 536 Od. 9, 553. 14, 251; εὖτ' ἂν ἁγνὰ θύματα ῥέξῃ πατρῴῳ Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως, Soph. Tr. 287. – Nach den Gramm. brauchten Dorier, wie Epicharm., ῥέζειν u. ῥήζειν auch für βάπτω, dah. ῥέγμα u. ῥῆγος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέζω: Ὅμηρ., Ἡσίοδ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. (τὸ τοῦ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 2 εἶναι παρῳδία ἡρωϊκοῦ ὕφους)· παρατ. ἔρεζον Ὅμ., Ἐπικ. ῥέζον Ὀδ. Γ. 5, Ἰωνικ. ῥέζεσκον Ἰλ. Θ. 250· - μέλλ. ῥέξω Ὀδ. Λ. 31, Τραγ· - ἀόρ. ἔρρεξα Ἰλ. Ι. 536, Κ. 49, Πλάτ. Νόμ. 642C· παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως ἔρεξα Ὅμηρ., Τραγ., Δωρικ. μετοχ. ῥέξαις, Πινδ. Ο. 9. 142· - Παθητ., ἀόρ. α΄ εὐκτ. ῥεχθείη Ἱππ. 1213Β (κοιν. ὀρεχθείη)· μετοχ. ῥεχθεὶς Ἰλ. Ι. 250, Υ. 198. (Ἐκ τῆς √ϜΡΕΓ= ϜΕΡΓ, ὥστε τὸ ῥέζω εἶναι ἁπλῶς ποιητικὸς τύπος (ἐν χρήσει ἅπαξ παρὰ Πλάτωνι) τοῦ ἔργω, ἔρδω (πρβλ. Δωρ. καὶ Βοιωτ. ῥέδδω παρ’ Εὐστ. 226. 8., 984. 1, Ahr. D. Dor. σ. 96) Ι. ἐνεργῶ, πράττω, ἀντίθετον τῷ εἰπεῖν, Ὀδ. Δ. 205, Χ. 314· τῷ παθεῖν, ἴδε κατωτέρω. - Συντάσσεται, 1) ἀπολ. ὧδέ γε ῥέξαι Ἰλ. Β. 802· οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Ὀδ. Ι. 352, κτλ. 2) συχνότερον μεταβατ. μετ’ αἰτ. πράγμ. πράττω, ἐκτελῶ, κάμνω, κατορθώνω, ὅσ’ ἂν πεπνυμένος ἀνήρ εἴποι καὶ ῥέξειε Ὀδ. Δ. 205 μέρμερα ἔργα, ὅσσ’ ἄνδρες ῥέξαντες ... Ἰλ. Κ. 524, πρβλ. Ὀδ. Χ. 314· τὶ ῥέξομεν; Ἰλ. Λ. 838· μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Χ. 305, πρβλ. Β. 274· ὅ τι ποσσίν τε ῥέξει καὶ χερσὶν Ὀδ. Θ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Πινδ. Ν. 4. 52· τί ῥέξω; Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, πρβλ. Θήβ. 105· τί ῥέξας τύχοιμ’ ἄν...; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 315, κτλ.· πρβλ. δράω. - Παθ., οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ’ ἄκος εὑρεῖν, κακοῦ ὅπερ ἐλέχθη ἤδη, Ἰλ. Ι. 250 ῥεχθὲν δὲ καὶ νήπιος ἔγνω Ρ. 32. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τι εἴς τινα, συχν. παρ’ Ὁμ.· κακὸν ῥέζειν τινὰ Ἰλ. Γ. 354, Δ. 32, Ὀδ. Β. 72· ἀγαθὰ ῥ. τινὰ Χ. 209, πρβλ. Ἰλ. Ι. 647· προσέτι, οὐδέν σε ῥέξω κακὰ Ἰλ. Ω. 370· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., κακῶς ῥ. τινά, κακῶς μεταχειρίζομαί τινα, Ὀδ. Ψ. 56· οὕτως, ἡ πόλις ἡμᾶς οὐ καλῶς ἔρρεξε Πλάτ. Νόμ. 642C· σπανιώτερον μετὰ δοτ. προσ., μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε, μή με βλάπτετε πλέον, Ὀδ. Υ. 314· ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακὰ Εὐρ. Μήδ. 1292. 4) μετά τινος ἐπιτάσεως τῆς σημασίας, εἴ τι νόος ῥέξει, ἐὰν ὁ νοῦς ὠφελήσῃ εἴς τι, ἐὰν ἡ βουλὴ φανῇ χρήσιμος κατά τι, Ἰλ. Ξ. 62. ΙΙ. ἐν εἰδικῇ σημασίᾳ, τελῶ θυσίας, ὡς τὸ Λατ. sacra facere, operari, ἱερὰ ῥέζων Ὀδ. Α. 61, πρβλ. Γ. 5· ἑκατόμβας ῥέζειν ἀθανάτοις, θύειν ἑκατόμβας τοῖς θεοῖς, Ἰλ. Ψ. 206, Ὀδ. Ε. 102, Πινδ. Π. 10. 53· ῥ. θαλύσιά τινι Ἰλ. Ι. 535· θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως Σοφ. Τρ. 288· καὶ ἀπολ., προσφέρω θυσίαν, ὡς τὸ Λατ. operari, facere, ῥέζειν θεῷ Ἰλ. Β. 400, Θ. 250, Ὀδ. Ι. 553, κτλ.· - ἐνίοτε τὸ θῦμα τίθεται κατ’ αἰτιατ., ῥέξω βοῦν ἦνιν, θὰ θυσιάσω, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, πρβλ. Κ. 523.

French (Bailly abrégé)

1f. ῥέξω, ao. ἔρρεξα ou ἔρεξα, pf.2 ἔοργα;
Pass. seul. part. ao. ῥεχθείς;
1 faire, agir;
2 accomplir, exécuter, acc. : τινά τι, rar. τινί τι, faire qch (du bien, du mal, etc.) à qqn ; κακῶς ῥέζειν τινά OD faire du mal à qqn ; au sens religieux : ἱερὰ ῥέζειν offrir un sacrifice ; ἑκατόμβας ῥέζειν θεῷ IL on offrit des hécatombes à un dieu ; ῥέζειν βοῦν IL, OD offrir un bœuf en sacrifice ; ou simpl. ῥέζειν θεῷ IL, OD offrir un sacrifice à un dieu, sacrifier à un dieu.
Étymologie: R. Ϝεργ exécuter, v. ἔργον ; cf. ἔοργα, p. *ϜέϜοργα ; > Ϝρεγ, ῥεγ-, ῥέζω.
2teindre (mot dor.).

English (Autenrieth)

(ϝρ., ϝέργον), ipf. iter. ῥέζεσκον, fut. ῥέξω, aor. ἔρεξα, ἔρρεξε, ῥέξε, subj. ῥέξομεν, pass. aor. inf. ῥεχθῆναι, part. ῥεχθείς, cf. ἔρδω: do, work, act, μέγα ἔργον, εὖ or κακῶς τινά, Od. 23.56; οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας, Od. 9.352; pass., ῥεχθέν δέ τε νήπιος ἔγνω, ‘a thing once done,’ Il. 17.32; esp., ‘do’ sacrifice, ‘perform,’ ‘offer,’ ‘sacrifice,’ ἑκατόμβην, θαλύσια, abs. θεῷ, Il. 9. 535, Il. 8.250.