φθίω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common pres. being φθίνω, Od.5.161, al. (also φθινύθω, q. v.): impf.
A ἔφθῐνον Hdt.3.29, Pl.Ti.77a: fut. and aor. φθ (ε) ίσω, e)/fq (e) ισα and ἔφθῐσα (v. infr. 11): pf. ἔφθῐκα v. l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), (ἀπ-) Them.Or.28.341d:—Med. and Pass. (in same sense), fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 (φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: aor. 1 φθίσασθαι (ἀπο-) Q.S. 14.545: 3pl. aor. Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: aor. 2 ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th.971 (lyr.); ἔφθῐτο Il.18.100, Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu.458, S.OT962, E.Alc.414 (lyr.); 3pl. ἐφθίατο Il.1.251; imper. 3sg. φθίσθω (ἀπο-) 8.429; Ep. subj. φθίεται 20.173, φθιόμεσθα 14.87; opt. φθίμην (ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο (φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf. φθίσθαι Il.9.246, 13.667, Od.14.117, 15.354, (κατα-) 2.183 (always with incorrect v. l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in pf., ἔφθιται Od.20.340, 3pl. ἐξ-έφθινται A.Pers.679 (lyr.). [Hom. has ῑ in φθίῃς (infr.1.2), ῐ in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: ῑ always in fut. and aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. 11), cf. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος (qq. v.): ῐ always in aor. and pf. Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses ῑ in φθίνω (prob. fr. *φθῐ-νϝω, cf. φθίνυθω) whereas ῐ always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use ῐ even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. k[snull ]i-, pres. k[snull ]iṇā´ti, k[snull ]iṇóti, 'he destroys', Pass. K[snull ][imacracute]yante 'they perish', ák[snull ]itas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', fut. stem k[snull ]e[snull ]ya- ( = φθεισο-), aor. stem k[snull ]e[snull ]- (= φθεισ-).) I decay, wane, of Time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. aor.) first would the night be come to an end, Od.11.330: τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj.141 (anap.); in this sense mostly in pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, 5.161: esp. b of the moon, wane, [σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (ἵστημι B. 111.4), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month (τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307. c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.). 2 of persons, waste away, pine, perish, ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368 (perh. aor. subj. with ῑ metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν was wasting away in mind, Il.18.446 (perh. trans., causing his heart to pine; prob. impf., but possibly aor.); φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc.203; ἐκ φόνων S.Tr.558; οἱ φθίνοντες consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24. b of life, strength, etc., οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC610, cf. OT665 (lyr.); ὕβρις . . ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr.786; ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr.548; τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5, cf. Pl.Phd.71b, Ti.81b, etc.; c. dat. modi, πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν... φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25; of things, fade away, disappear, ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr.677; τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24; metaph., φθίνοντα Ααΐου θέσφατα S.OT906 (lyr.), cf. Ant.1013:—Pass., αὐτὸς φθίεται Il.20.173, cf. 14.87; more freq. in fut. and aor., ἤδη φθ<ε>ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384; τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100; δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1.251; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667; νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο S.OT962; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by... A.Th.971 (lyr.), cf. E.Med.1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.; χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359; ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12. 976; φθίμενοι the dead, φθιμένοισι μετείην Od.24.436; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21; φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28), cf. B.5.83; φθιμένοισιν A.Th.732 (lyr.); φθίμενος S.Tr. 1161, cf. Ant.836 (anap.); μηδέτιν' εἰπεῖν . . φθιμένων E.Hec.137 (anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός), τὸν φθίμενον A.Th.336 (lyr., codd.); τῶν φ. Id.Ag.1023 (lyr.); τῶν πρότερον φ. Id.Ch.403 (anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess, Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1: rare in Prose, τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18. II Causal, in fut. φθ (ε) ίσω, aor. 1 ἔφθ (ε) ισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy, φθ (ε) ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ (ε) ίσειν 16.461, cf. 22.61; οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθ (ε) ῖσαι γόνον Od.4.741; ἵνα φθ (ε) ίσωμεν ἑλόντες αὐτόν 16.369; τόν ἔθελον φθ (ε) ῖσαι ib.428; τοκῆας . . φθ (ε) ῖσαν θεοί 20.67: rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα), Μοίρας φθίσας A.Eu.173; τὸν . . ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT202; φυτὸν ἥμερον μήτε φθίνειν μήτε σίνεσθαι Pythag. ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα . . φθίνει, φθίνει dub. in S.El.1414 (lyr., fort. σοι).
German (Pape)
[Seite 1271] und impf. ἔφθιον, nur Il. 18, 446 Od. 2, 368, häufiger φθίνω, sowohl trans., als intr., fut. φθίσω und aor. ἔφθισα nur trans.; intr. fut. φθίσομαι, perf. und plusqpf. ἔφθιμαι und ἐφθίμην, auch syncop. aor. ἐφθίμην, φθίσθαι, φθίμενος, conj. φθίωμαι, φθίεται, Il. 20, 173, φθιόμεσθα statt φθιώμεθα, Il. 14, 87, opt. φθἰμην, φθῖο, φθῖτο, Od. 10, 51. 11, 330; ἐφθικυῖαι hat Diosc. prooem. 1, 1 p. 6; vgl. auch φθινύθω und ἀποφθίθω; – 1) intrans., abnehmen, schwinden, hinschwinden, vergehen; von der Zeit, μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω Od. 5, 161, φθίνουσιν νύκτες, die Nächte schwinden hin, vergehen, 11, 183. 13, 338. 16, 39; πρίν κεν νὺξ φθῖτο 11, 330, eher wird die Nacht vergehen; μηνῶν φθινόντων 10, 470. 19, 153. 24, 143, d. i. indem die Monate abnahmen, hinschwanden, zu Ende gingen; Odyss. 14, 162. 19, 307 τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat zu Ende geht, der andere beginnt, d. h. zur Zeit des Neumondes; μὴν ἱστάμενος ist auch gradezu die erste Hälfte eines Monats, μὴν φθίνων die zweite, Hesiod. O. 780; nach einer anderen Bestimmung, die auch im Attischen Kalender herrscht, wird der Monat in drei Decaden eingetheilt, μὴν ἱστάμενος, die ersten zehn Tage des Monats, die erste Dekade, μὴν μεσῶν, die zweite, und μὴν φθίνων, die dritte Dekade, z. B. Thuc. 5, 54. – Οὐ φθίνει ἀρετά Pind. P. 1, 90; von den Gestirnen, untergehen, ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν Aesch. Ag. 7; so anch vom Alter, ὁρῶ μὲν ἥβην, τὴν μὲν ἕρπ ουσαν πρόσω, τὴν δε φθίνουσαν Soph. Trach. 545; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος O. C. 616, und öfter; φθίνοντα γὰρ Λαΐου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη 906, d. i. nicht beachtet werden; von Menschen, untergehn, sterben, ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od. 2, 368; ἢ αὐτὸς φθίεται Il. 20, 173; ὄφρα φθιομεσθα 14, 87; Νέσσου φθίνοντος Soph. Tr. 555, vgl. El. 1406 Ant. 691; und so bes. fut. und aor. med., ἤδη φθίσονται Il. 11, 821, τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il. 18, 100; ἤδη δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1, 251; χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος 8, 359, vgl. 16, 581 Od. 11, 558. 24, 436; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι Il. 13, 667; φθίμενος Pind. P. 4, 112 N. 10, 59 I. 7, 60, der Todte, wie Tragg. oft, wie Orac. bei Her. 7, 220, wie bei sp. D., Add. 5 (VII, 305); πρὸς φίλου ἔφθισο Aesch. Spt. 954; ἔφθιθ' οὗτος οὐ καλῶς Eum. 436; νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο Soph. O. R. 962; φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ Eur. Alc. 201, u. öfter; in Prosa viel seltener : τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται Plat. Phaedr. 246 e; φθίνει πᾶν im Ggstz von αὐξάνεται Tim. 81 b, vgl. Phaed. 71 b, und öfter im praes. und impf.; φθίμενος Xen. Cyr. 8, 7,18. – 2) trans., abnehmen oder schwinden machen, entkräften, aufreiben, vertilgen, zerstören; und von Menschen, umbringen, tödten; φρένας ἔφθιεν, das Herz fraß er, zehrte es in Gram auf, Il. 18, 446, was Andere intrans. fassen; so auch φθινύθω (s. oben); Sp. brauchen auch φθίνω so; sonst nur fut. u. aor. act., φθίσει σε τὸ σὸν μένος, deine Kraft, dein Muth wird dich aufreiben, umbringen, Il. 6, 407; ὃν Ζεὺς φθίσει 22, 61; τόν οἱ Πάτροκλος ἔμελλεν φθίσειν 16, 461, τοκῆας μὲν φθίσαν θεοί Od. 20, 67; οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον 4, 741, wie 16, 428; ἵνα φθίσωμεν ἑλόντες αὐτόν ib. 369; παλαιγενεῖς δὲ Μοίρας φθίσας Aesch. Eum. 165; τὸν μέλεον φθίσας Soph. Trach. 1032; τὸν ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ O. R. 202. – [Ι ist in φθίω praes. conj. Od. 2, 368 lang, im impt. ἔφθιεν kurz Il. 18, 446; im fut. u. im aor. act. ist es nur lang, z. B. Il. 16, 461. 22, 61. 24, 86 Od. 20, 67, dagegen im perf., plusquampf. und aor. sync. med. immer kurz, außer im opt. des letzteren, Od. 10, 51. 11, 330. – In φθίνω ist ι bei den Epikern lang, bei den Attikern kurz, auch schon bei Pind. P. 1, 90. – In ἀποφθιεῖν braucht Soph. Al. 1027, in ἀποφθίσαι Trach. 709 das ι kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
φθίω: παρατ. ἔφθιον, μόνον παρ’ Ὁμ. καὶ ἑκάτερος τῶν χρόνων τούτων μόνον ἅπαξ (ἴδε κατωτ. Ι, 2), ὁ δὲ συνήθης ἐνεστὼς εἶναι φθίνω παρατ. ἔφθῐνον Ἡρόδ. 3. 29, Πλάτ. Τίμ. 77Α· ― μέλλ. καὶ ἀόρ. φθίσω καὶ ἔφθισα (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― πρκμ. ἔφθῐκα Διοσκ. ἐν τῷ Προοιμίῳ 1. 2, (κατ-) Θεμίστ. 28. 341· ― Μέσ. καὶ Παθ. (ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας), μέλλ. φθίσομαι Ἰλ. Λ. 821, Ὀδ. Ν. 384· ― ἀόρ. α΄ φθίσασθαι (ἀπο-) Κόϊντ. Σμυρ. 14. 545· ― γ΄ πληθ. ἀορ. παθ. ἐφθίθεν, ἴδε ἀποφθίνω· ― πρκμ. ἔφθῐμαι, ἔφθιται Ὀδ. Υ. 340, (ἐξ-) Αἰσχύλ. Θήβ. 970· ― ὑπερσ. ἐφθίμην, ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ. ἔφθῐσο Αἰσχύλ. Θήβ. 970· ἔφθῐτο Ἰλ. Σ. 100, Θέογν. 1141, Αἰσχύλ. Εὐμ. 458, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 962, Εὐρ. Ἄλκ. 414· γ΄ πληθ. ἐφθίατο Ἰλ. Α. 251· προστ. γ΄ ἑνικ. φθίσθω (ἀπο-) Θ. 429· Ἐπικ. ὑποτ. φθίεται (ἀντὶ -ηται) Υ. 173, φθιόμεθα (ἀντὶ -ώμεθα) Ξ. 87· εὐκτ. φθίμην (ἀπο-) Ὀδ. Κ. 51, φθῖτο Λ. 330· ἀπαρ. φθίσθαι Ἰλ. Ι. 246, κλπ.· μετοχ. φθίμενος, ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ἴδε τὴν λ. φθείρω· (πρβλ. ὡσαύτως φθινάω, φθινύθω). [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν τῷ ἐνεστ. ὑποτακτ. φθίης, ῐ ἐν τῷ παρατ. ἔφθιεν (ἴδε κατωτ. Ι. 2), καὶ ἐν τῷ φθίομαι, φθίεται· ἀείποτε δὲ ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (ἴδε κατωτ. ΙΙ), πρβλ. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος· ῐ ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ. (ἴδε ἀνωτ.), πλὴν ἐν τῇ εὐκτ. ἴδε ἀνωτ.· ― Ὁ Ὅμ. ὡσαύτως ἔχει ῑ ἐν τῷ φθίνω, ἐν ᾧ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς φέρεται ἀείποτε φθῐνω, (πρβλ. τίνω)· οἱ δὲ Τραγ. ἔχουσι ῐ ἔτι καὶ ἐν τῷ ἀορ. ἔφθισα, ἴδε ἐν τέλ.] Ι. κλίνω πρὸς τὸ τέλος, ἐλαττοῦμαι, ἐπιλείπω, παρέρχομαι, ἐπὶ χρόνου, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (εὐκτ. ἀορ.), «ἐπιλίποι» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 330· οὕτω, τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς Σοφ. Αἴ. 141· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνηθέστατος εἶναι ὁ ἐνεστ. φθίνω, οἷον, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα, λήγουσι, παρέρχονται, Ὀδ. Λ. 183, κλπ.· μηδέ σοι αἰὼν φθινέτω, μηδὲ νὰ φθείρηκαι ἡ ζωή σου, Ε. 160· μάλιστα δὲ β) ἐπὶ τῶν σεληνιακῶν μηνῶν, μηνῶν φθινόντων Κ. 470. Κατὰ τὸ μετέπειτα ἐν χρήσει ἡμερολόγιον, μὴν φθίνων ἐκαλεῖτο ἡ τελευταία δεκὰς τοῦ μηνὸς (ὡς παρὰ Θουκ. 5. 54), ἱστάμενος δὲ καὶ μεσῶν ἡ πρώτη καὶ δευτέρα δεκάς, ἴδε ἐν λ. ἵστημι Β. ΙΙΙ. 3· ἀλλὰ τοιαύτη διαίρεσις δὲν ὑπάρχει παρ’ Ὁμ., διότι ἐν Ὀδ. Ξ. 162, Τ. 307 (τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ’ ἱσταμένοιο), μὴν φθίνων εἶναι τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ μηνός, ὡς ἀποδείκνυται ἐκ τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 778. γ) ἐπὶ ἀστέρων, κλίνω πρὸς τὴν δύσιν, δύνω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 7· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 11, 2· πρβλ. φθίνασμα. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθείρομαι, μαραίνομαι, ἀπόλλυμαι, χάνομαι, ὥς γε δόλῳ φθίῃς Ὀδ. Β. 368· ἤτοι ὃ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν Ἰλ. Σ. 446· φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ Εὐρ. Ἄλκ. 203· ἐκ φόνων Σοφ. Τραχ. 558· οἱ φθίνοντες, οἱ φθισικοὶ (πρβλ. φθίσις), Ἱππ. Ἀφορ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· ― ἀκολούθως ἐπὶ ζωῆς καὶ ἰσχύος, οὐ φθίνει ἀρετὰ Πινδ. Π. 1. 184· φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος Σοφ. Οἰδ. Κολ. 610, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 666· ὕβρις... ἀνθεῖ τε καὶ φθ. πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 704· ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 548 τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει Εὐρ. Ἀποσπ. 419. 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 71Β, Τίμ. 81Β, κλπ.· μετὰ δοτ. τρόπου, πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν..., φθίνουσα δ’ ἀγέλαις Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 25· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαφανίζομαι, χάνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 677· φθίνοντα Λαΐου θέσφατα ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τύρ. 906, πρβλ. Ἀντιγ. 1013· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., αὐτὸς φθίεται Ἰλ. Υ. 173., πρβλ. Ξ. 87· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., ἤδη φθίσονται Λ. 821, πρβλ. Τ. 329, Ὀδ. Ν. 384· τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Ἰλ. Τ. 100· δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο Α. 251· νούσῳ ὑπ’ ἀργαλέῃ φθίσθαι Ν. 667· οὕτω παρὰ Τραγ., νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 962· ὡσαύτως, πρὸς φίλου ἔφθισο, ἐφονεύθης ὑπὸ φίλου, Αἰσχύλ. Θήβ. 970, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1414· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ. φθίμενος, φονευθείς, νεκρός, Ὀδ. Λ. 557, κ. ἀλλ.· ὑπ’ Ἀργείων φθίμενος Ἰλ. Θ. 359· φθίμενοι, οἱ νεκροί, φθιμένοισι μετείην Ὀδ. Ω. 436· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς πενθήσει βασιλῆ φθ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220· φωτῶν φθιμένων Πινδ. Ι. 4 (3). 16· φθιμένων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· φθιμένοισιν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 732· φθίμενος Σοφ. Ἀποσπ. 1161, πρβλ. Ἀντιγ. 836· φθιμένων τις Εὐρ. Ἑκ. 139· σπανιώτερον μετὰ τοῦ ἄρθρου (πρβλ. φθιτός), τὸν φθίμενον Αἰσχύλ. Θήβ. 336· τῶν φθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1023· τῶν πρότερον φθ. ὁ αὐτ. 403· ― λίαν σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τοῖς φθιμένοις Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 9, 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ μέλλ. φθίσω, ἀόρ. α΄ ἔφθισα [ῑ παρ’ Ἐπικ.], καταστρέφω, φονεύω, φθίσει σε τὸ σὸν μὲνος Ἰλ. Ζ. 407· τὸν Πάτροκλος ἔμελλεν φθίσειν Π. 461 πρβλ. Χ. 61· οἱ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον Ὀδ. Δ. 741· ἵνα φθίσωμεν ἑλόντες αὐτὸν Π. 369· τόν ῥ’ ἔθελον φθῖσαι αὐτόθι 428· τοκῆας... φθῖσαν θεοὶ Υ. 68· ― σπάνιον παρ’ Ἀττ., Μοίρας φθίσας Αἰσχύλ. Εὐμεν. 173, πρβλ. 727· τόν... ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 202· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐν Σοφ. Ἠλ. 1414, νῦν σε μοῖρα... φθίνει, φθίνει (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. φθίνειν, φθίνειν)· οὕτω παρὰ Διογέν. Λαερτ. 8. 23· ― πρβλ. ἀποφθίνω, καταφθίνω.
French (Bailly abrégé)
f. φθίσω, ao. ἔφθισα, pf. rare ἔφθικα;
Pass. ao. ἐφθίθην, pf. ἔφθιμαι;
1 intr. (au prés. et à l’impf) périr, dépérir, se consumer, se flétrir : ἀχέων φρένας ἔφθιεν IL il se consumait de chagrin dans son cœur;
2 tr. (au f. et à l’ao.) faire périr lentement, consumer, perdre peu à peu, acc.;
Pass.-Moy. φθίομαι (pf. ἔφθιμαι, pqp. ἐφθίμην aussi empl. comme ao.2 > sbj. φθίωμαι, épq. φθίομαι, φθίεται, φθιόμεσθα ; opt. φθίμην, φθῖο, φθῖτο, inf. φθίσθαι, part. φθίμενος ; ao. Pass. homér. ἐφθίθην) dépérir, se consumer : φθ. κακὸν οἶτον OD périr d’une mort funeste ; νόσοις SOPH, ὑπὸ νούσῳ IL mourir épuisé par les maladies, par la maladie ; πρός τινος périr de la main de qqn ; οἱ φθίμενοι les morts.
Étymologie: R. Φθι, épuiser, ruiner ; cf. φθίνω.
English (Autenrieth)
fut. φθίσω, aor. 3 pl. φθῖσαν, inf. φθῖσαι, mid. fut. φθίσομαι, aor. 2 ἔφθιτο, subj. φθίεται, φθιόμεσθα, opt. φθίμην, φθῖτ(ο), inf. φθίσθαι, part. φθίμενος, pass. perf. ἔφθιται, plup. ἐφθίμην, 3 pl. ἐφθίαθ, aor. 3 pl. ἔφθιθεν: trans., fut. and aor. act., consume, destroy, kill, Il. 16.461, Od. 20.67, Od. 16.428; intrans. and mid., waste or dwindle away, wane, perish, die; μηνῶν φθῖνόντων (as the months ‘waned’), φθίμενος, ‘deceased,’ Od. 11.558.