χάλκεος

From LSJ
Revision as of 13:08, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκεος Medium diacritics: χάλκεος Low diacritics: χάλκεος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΣ
Transliteration A: chálkeos Transliteration B: chalkeos Transliteration C: chalkeos Beta Code: xa/lkeos

English (LSJ)

έα, Ion. -έη (Hom. always -είη (v. χάλκειος)), εον (also εος, εον Il.18.222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, where Zenod. χαλκέην as disyll.), Hdt. (v. infr.): rarely in Trag., A.Ch.686, S.Fr.534.3,7 (anap.), E.Ion1; Aeol., Dor. χάλκιος Epich.79, Alc.15.3, SIG 945.6 (Assos, iv B. C.), IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), also Boeot., cf. χαλκοῦς; Att. χαλκοῦς, ῆ, οῦν (IG12.313.55, etc., but

   A χαλκέων δέλτων Pl.Ax.371a codd.); Ep. also χάλκειος, v. χάλκειος: (χαλκός):—of copper or bronze, brazen, οὐδός, δόμος, τεῖχος, Il.8.15, 18.371, Od.10.4; ἄξων, κύκλα, Il.13.30, 5.723; χ. Ἀράων θάλαμοι Antim. in PMilan.17.48; χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Aeschin.3.84; ὀδός Astyd.9, Ister 30; esp. of arms and armour, ἔγχος, ξίφος, Il.3.317,335; σάκος 7.220; θώρηξ, χιτών, 13.398,440; ἔντεα 18.131, etc.; χαλκέοις ὅπλοις E.Ph.1359; also λέβητος χαλκέου A.Ch.686, cf. E.Cyc.392; χαλκέοισικάδοις, χαλκέοις δρεπάνοις, S.l.c.; in Trag. mostly contr., χαλκοῖς βάθροισι Id.OC1591; χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος Id.El. 711; χαλκῆς ἐκ δέλτου Id.Tr.683.    b of statues, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδέων, a bronze statue of... Hdt.9.81; χ. ταῦρος Pi.P.1.95; ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ D.19.272; ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν Id.13.21; ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33; στήλη ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς And.1.38; cf. χαλκῆ.    c χ. ἀγών a contest for a shield of brass, Pi.N.10.22.    2 metaph., brazen, i. e. hard, stout, strong, χάλκεος Ἄρης Il.5.704, etc. (unless wearing brazen armour, cf. χάλκεοι ἄνδρες Orac. ap. Hdt.2.152); Χαλκοῦς, nickname of Aristomedes, Din. ap. Did.in D.9.57, Philem.1.2 D., Plu.Dem.11; χ. στονόεντ' ὅμαδον Pi.I.8(7).27; χ. αὐδά Id.Pae.2.100; χάλκεον ἦτορ a heart of brass, Il.2.490; ὄπα χ. 18.222; χ. ὕπνος, i. e. the sleep of death, 11.241; χαλκέοισι νώτοις, of Atlas, E.Ion1.    3 χαλκῆ μυῖα, a boy's game, a sort of blind-man's-buff, Herod.9a, Poll.9.123.    II as Subst., v. [[χαλκοῦς. [χάλκεοι]] is disyll. in Hes. Op.150.]

German (Pape)

[Seite 1329] auch 2 Endungen, Il. 18, 222 (sonst fem. χαλκείη), u. Folgde, att. zsgzgn χαλκοῦς, ῆ, οῦν, obwohl die Att. auch χάλκεος brauchten, s. Lob. Phryn. 207, – 1) ehern, von Erz od. Kupfer gemacht; oft bei Hom.: οὐδός Il. 8, 15, κέραμος 5, 387, δόμος 18, 371, τεῖχος Od. 10, 4; oft von Waffen, wie θώρηξ Il. 13, 398, χιτών 13, 440, πέλεκυς Od. 5, 235, ἔγχος Il. 3, 317 u. oft, σάκος 7, 220 u. sonst, ξίφος 3, 335. 16, 136; ἄξων 13, 30; οὐρανός 17, 425, wie Pind. P. 10, 27, im eigtl. Sinne (?), von Erz gemacht, wie das Himmelsgewölbe gedacht wurde; auch Ἄρης heißt so, von seiner Waffenrüstung, Il. 5, 704, wie Pind. Ol. 11, 15 I. 3, 33, der auch ἔγχος, λόγχα u. ä. so bezeichnet; dagegen χάλκεος Ζεύς, Ποσειδῶν, sind eherne Standbilder des Zeus u. des Poseidon bei Her. 9, 81; χάλκεον ἱστάναι τινά, Einen in Erz aufstellen, ihm eine eherne Bildsäule setzen, s. Wolf Dem. Lpt. 339; ἀνδριάντα χαλκοῦν ἐργάσασθαι Plat. Eryx. 402 a. – Von ehernen Gefäßen, wie λέβης, Aesch. Ch. 675 Soph. Tr. 553 u. sonst. – 2) übertr., wie von Erz, fest, stark, hart, wie man wohl χάλκεοι ἄνδρες im Orak. bei Her. erklärt, obwohl dies, wie Ἄρης, auch auf die Rüstung bezogen werden kann; ἦτορ, ein ehernes, jeder Ermattung Trotz bietendes Herz, Il. 2, 490; ὄψ, eine eherne, stark tönende Stimme, 18, 222; dah. χάλκεον ὀξὺ βοᾶν Hes. Sc. 243; ὕπνος, der festeste, der Todesschlaf, Il. 11, 241; ὅμαδος Pind. I. 7, 25. – [Χάλκεος ist Hes. O. 149 zweisylbig gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

χάλκεος: έα, Ἰον. -έη (παρ’ Ὁμ. ἀεὶ είη), εον· καὶ εος, εον, Ἰλ. Σ. 222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, ἔνθα ὁ Ζηνόδ. χαλκέην, ὡς δισύλλ.), Ἡρόδ. καὶ ἐνίοτε παρὰ Τραγ.· ἀλλ’ ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι χαλκοῦς, ῆ, οῦν (οὐχὶ χάλκους, πρβλ. σιδήρεος)· Ἐπικ. ὡσαύτως χάλκειος, χαλκήιος ἴδε ἐν λ. χάλκειος· (χαλκός). Ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου πεποιημένος, Λατ. aeneus, aheneus, οὐδός, δόμος, τεῖχος Ἰλ. Θ. 15, Σ. 371, Ὀδ. Κ. 4. κλπ., πρβλ. οὐρανός· οὕτω, χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Αἰσχίνης 65. 33 ― μάλιστα ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, ἔγχος, ξίφος Ἰλ. Γ. 317, 335· σάκος Η. 220· θώρηξ, χιτὼν Ν. 398, 440· ἔντεα Σ. 131 κλπ.· ἐπὶ παντοίων χαλκῶν ὀργάνων ἢ σκευῶν, κλπ., χ. κληὶς Ὀδ. Φ. 6· ἄξων Ἰλ. Ν. 30· κύκλα Ε. 723· οὕτω παρὰ τραγ., λέβητος χαλκέου Αἰσχύλ. Χο. 686, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 392· χαλκέοισι κάδοις, καὶ χαλκέοις δρεπάνοις, ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Σοφ. Ἀποσπ. 479· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνῃρ., χαλκοῖς βάθροισι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1591· χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 711· χαλκῆς ἐκ δέλτου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 684· χαλκοῖς ὅπλοις Εὐρ. Φοίν. 1359· καὶ οὕτως ἀείποτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις. β) ἐπὶ ἀγαλμάτων ἐκ χαλκοῦ, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδῶν Ἡρόδ. 9. 81· χ. ταῦρος Πινδ. Π. 1. 185· ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ Δημ. 428. 15· ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς Ἀνδοκ. 6. 16· χάλκεον ἱστάναι τινὰ (ἴδε ἐν λ. ἵστημι ΙΙΙ. 1, ἀνίστημι Ι. 4)· ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· στήλη ἐφ’ ἧς ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς Ἀνδοκ. 6. 15· πρβλ. χαλκῆ γ) χ. ἀγών, καθ’ ὃν ὡς βραβεῖον ἐτίθετο ἀσπὶς ἐκ χαλκοῦ, Πινδ. Ν. 10. 40. 2) μεταφ., χάλκινος, δηλ. σκληρός, ἰσχυρός, κρατερός, χάλκεος Ἄρης Ἰλ. Ε. 704, κλπ., ἂν μὴ νοήσωμεν αὐτὸ μᾶλλον περὶ τοῦ ἐκ χαλκοῦ ὁπλισμοῦ αὐτοῦ (πρβλ. χαλκάρματος, χάλκασπις), ὅπερ βεβαίως δηλοῖ ἡ λέξις ἐν τῷ χάλκεοι ἄνδρες Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 2. 152· οὕτω, στονόεντ’ ὅμαδον Πινδ. Ι. 8 (7). 55· ― ἀλλ’ ἡ μεταφορικὴ σημασία εἶναι βεβαία ἐν τῷ χάλκεον ἦτορ, Ἰλ. Β. 490· ὄψ χ. Σ. 222· οὕτω, χάλκεον, ὀξὺ βοᾶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 243· χ. ὕπνος, δηλ. ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου, παρὰ Οὐεργιλίῳ ferreus somnus, Ἰλ. Λ. 241· χαλκέοισι νώτοις, ἐπὶ τοῦ Ἄτλαντος, Εὐρ. Ἴων 1. 3) χαλκῆ μυῖα, παιδιὰ παιδίων, εἶδος «τυφλομυίγας», «ἡ δὲ χαλκῆ μυῖα, ταινίᾳ τὼ ὀφαλμώ περισφίγξαντος ἑνὸς παιδός, ὁ μὲν περιστρέφεται κηρύττων “χαλκῆν μυῖαν θηράσω”, οἱ δὲ ἀποκρινάμενοι “θηράσεις, ἀλλ’ οὐ λήψει” σκύτεσι βυβλίνοις αὐτὸν παίουσιν, ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται» Πολυδ. Θ΄, 122. ΙΙ) ὡς οὐσιαστ. ἴδε ἐν λ. χαλκοῦς. [Τὸ χάλκειοι κεῖται ὡς δισύλλαβον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 149· ἐκδόται δέ τινες γράφουσι χαλκέοις κλπ. παρὰ Τραγ., ἔνθα ἕτεροι χαλκοῖς, ἴδε Δινδ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1359].

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
d’ord. contr. en prose att. χαλκοῦς, ῆ ou οῦς, οῦν :
d’airain :
I. fait d’airain : χάλκεον ἱστάναι τινα DÉM ou ἀνιστάναι τινά LUC litt. dresser qqn en airain, càd élever à qqn une statue d’airain ; particul.χαλκοῦς chalque, monnaie att. valant ⅛ d’obole ; fig. ferme, fort :
1 en parl. de son ὂψ χαλκέη IL voix d’airain, càd forte, retentissante;
2 en parl. de la solidité τεῖχος χάλκεον OD mur d’airain ; ἄνδρες HDT hommes ou guerriers d’airain, portant des armures d’airain ; χάλκεον ἦτορ IL cœur d’airain, càd ferme;
II. couvert d’une armure d’airain ; en gén. garni d’airain (cercle, bouclier, etc.);
III. provenant de l’airain : χάλκεα αὐγή IL éclat de l’airain.
Étymologie: χαλκός.

English (Autenrieth)

and χάλκειος: of copper or bronze, brazen; fig., ὄψ, ἦτορ, ὕπνος (of death), Il. 11.241.