διατελέω

English (LSJ)

fut. -τελέσω, Att. -τελῶ: pf.
A διατετέλεκα X.Cyr.1.5.4, IG22.223A5:—bring quite to an end, accomplish, ἐπεί περ ἠρξάμην, διατελέσαι βούλομαι X.HG7.3.4; δ. χάριν E.Heracl.434; so of time, διατετελεκὼς τὰ ἐν τοῖς ἐφήβοις δέκα ἔτη X.Cyr.l. c.
II abs.,
1 mostly c. part., continue being or doing so and so, τὸ λοιπὸν τῆς ζόης δ. ἐόντα τυφλόν Hdt.6.117; δ. ἐόντες ἐλεύθεροι Id.7.111, cf. 1.32, etc.; δ. τὸν λοιπὸν βίον δουλεύοντες And.1.38; δ. καθεύδοντες Pl.Ap.31a; μινυρίζων δ. τὸν βίον ὅλον Id.R.411a; διετέλεσας πειρώμενος you have been trying all along, Id.Tht.206a: with Adjs., δ. πρόθυμος continue zealous, Th.6.89, cf. 1.34; δ. ἀχίτων X.Mem.1.6.2; ἡδὺς δ. Alex.45.9.
2 with no part. or Adj., continue, live, δ. μετ' ἀλλήλων διὰ βίου Pl.Smp. 192c; δ. χαριέντως Id.R. 426a; ἐν ἀγρῷ Men.Georg.4.
b generally, continue, persevere, διατέλει ὥσπερ ἤρξω Pl.Grg. 494c; δ. ἐν ὕπνῳ Arist.GA779a24; ἐν τῇ θαλάττῃ Id.Pr.933a14; of things, continue, ἐὰν αἱ μιμήσεις ἐκ νέων πόρρω δ. Pl.R. 395d.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. pres. ind. 1a plu. διατελέομες Socr.Ep.16.1, jón. 3a plu. διατελεῦσι Hdt.7.111, subj. 3a plu. διατελέωντι ICos ED 149.8 (IV/III a.C.), beoc. διατελίωνθι IG 7.2406.9 (Tebas IV/III a.C.), ciren. impf. 3a sg. διέτελε SEG 28.1540.40 (I a.C.)]
A tr.
I en tema de aor. o fut.
1 aor. terminativo o fut. llevar a término, acabar, completar c. compl. de espacio, del discurso o de tiempo διατελέσαι τὴν ὁδόν X.An.4.5.11, ἐκεῖνον τὸν λόγον διετέλεσας Pl.Erx.403d, ἐπείπερ ἡρξάμην, διατελέσαι βούλομαι τὰ περὶ Εὔφρονος puesto que empecé, quiero acabar con los asuntos de Eufrón X.HG 7.3.4, en fut. αὐθημερὸν γὰρ τὸν σταθμὸν διατελέσειν προσδοκήσαντες D.C.41.22.4
esp. c. ac. temp. cumplir hasta el final ἐπειδὰν δὲ τὰ δέκα ἔτη διατελέσωσιν X.Cyr.1.2.12, διατελέσαι τὸν βίον acabar la vida, e.e. morir Str.14.1.16, πολλοὶ ληφθέντες ... δουλεύοντες τὸν βίον διετέλεσαν tras ser hechos prisioneros ... acabaron su vida como esclavos And.Myst.138, cf. Is.7.8, Wilcken Chr.125.10 (III d.C.), διετέλεσε τὸν βίον εἰρηνικῶς μέχρι τῆς τελευτῆς D.S.11.67, τὸν βίον διατελέσαι πάντα ἐν ἡσυχίᾳ Paus.3.7.6, cf. 2.6.1.
2 aor. complexivo o pres. llevar a cabo, realizar, cumplir c. compl. de acción o abstr. κλαυθμὸν T.Iob 41.4, τὰ τῇ ὑπατείᾳ προσήκοντα D.C.57.14.9, cf. 13.4, 60.23.4, 66.26.1, αὐτὸς τὰς μονομαχίας διετέλεσε él mismo se encargó de los combates de gladiadores D.C.54.29.6
tb. en pres., insistiendo en la continuidad τί δῆτ' ἔτερψας ὦ τάλαινά με ἐλπὶς τότ', οὐ μέλλουσα διατελεῖν χάριν; E.Heracl.434, ἐξῆν δὲ αὐτοῖς ... τὰς ἀπογραφὰς τῆς ἑκάστου εὐπορίας διατελεῖν podían llevar a cabo el registro de los bienes de cada uno D.C.Epit.7.19.7, ἔτος ἤδη διατελοῦντι τῷ Νομᾷ τεσσαρακοστόν a Numa que ya cumplía cuarenta años Plu.Num.5, μὴ ἆρα αἱ ἡμέραι τὰ πάντα διατελοῦσι; después de todo, ¿no lo cumple todo el tiempo?, POxy.120ue.10 (IV d.C.)
relig. cumplir, celebrar τὸ μυστήριον Melit.Pasch.95, τὸ σάββατον Apoll.Io 35.15.
II en pres., aor. complexivo o perf., c. ac. temp. pasar, ocupar el tiempo de forma continuada, frec. vivir
a) c. part. o adj. pred. del suj. θυμὸν ... ἔχων ἀπενθῆ ... δ. βίον B.Fr.11.3, ὁ Νεῖλος ... βραχὺς τὸν χειμῶνα ἅπαντα διατελέει ἐών el Nilo durante todo el invierno continúa bajo Hdt.2.19, οὕτω μὲν δὴ τοὺς ὀκτὼ μῆνας διατελέει χειμὼν ἐών así transcurre el invierno durante ocho meses Hdt.4.28, πάντα τὸν αἰῶνα ... πτισάνας διδόντες Hp.Acut.7, cf. Hdt.6.117, Pl.Ap.31a, R.411a, D.S.1.74, διαμαχόμενοι ... δεύτερον ἐνιαυτὸν ἤδη διατελεῖτε Plb.3.109.2, cf. Fauorin.Cor.29, (τὸν οἶνον) ἡδύν θ' ἅπασι τοὐπίλοιπον διατελεῖν Alex.46.9, τεσσαρεσκαιδεκάτην ... ἡμέραν ... ἄσιτοι διατελεῖτε Act.Ap.27.33, παρασκευαζόμενοι δὲ ταῦτα ὅλην τὴν ἡμέραν διετέλεσαν Th.7.38, cf. LXX Ie.20.7, μετ' ἀλλήλων καλῶς πολιτευόμενοι διετέλεσαν ἔτη πεντήκοντα καὶ ὀκτώ D.S.11.49, cf. D.C.50.11.1, ἑβδομήκοντ' ἔτη διετελέσαμεν ἄπειροι μὲν τυραννίδων Isoc.4.106, διετέλεσαν τὴν νύκτα ... ἄσιτοι D.C.73.13.5, ἱπποτροφῶν δὲ διατετέλεκα ... τὸν ἅπαντα χρόνον Hyp.Lyc.16, cf. Lys.16.18, IG 22.223A.5 (IV a.C.), c. el part. impl. οὐκ ἀεὶ τὰ μὲν γῆ τὰ δὲ θάλαττα διατελεῖ πάντα τὸν χρόνον no siempre los mismos lugares pasan todo el tiempo siendo tierra y mar Arist.Mete.351a23;
b) c. otras determ. ἀλύπως διατελεῖν τὸν βίον ἅπαντα Pl.Phlb.43d, πόλεις ... αἳ ἂν πλεῖστον χρόνον ἐν εἰρήνῃ διατελῶσι X.Vect.5.2, ἐν τῇ θαλάττῃ πλείω χρόνον διατελεῖν Arist.Pr.933a14, ἐν Αἵδου διατελούντων τὸν ἄπειρον αἰῶνα D.S.1.51;
c) sin otra determ. vivir μὴ θεραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελέουσιν si no son tratados viven mucho tiempo Hp.Aph.6.38.
B intr., en tema de pres. o aor. complexivo
1 continuar, seguir, mantener una actividad o mantenerse, permanecer, quedarse, persistir en un estado o con una cualidad:
a) c. part. pred. αὕτη ἡ οἰκίη διατελέει μούνη ἐλευθέρη ἐοῦσα Περσέων Hdt.3.83, cf. 7.111, ICos l.c., IG l.c., γέρεα μεγάλα, τὰ διατελέομεν ἔχοντες grandes honores que seguimos disfrutando Hdt.9.26, ἱροφάνται τῶν χθονίων θεῶν διετέλεον ἐόντες siguieron siendo hierofantas de los dioses ctónicos Hdt.7.153, μέχρι τεσσερεσκαίδεκα ἡμερέων τοιαῦτα πάσχων διατελέει Hp.Int.3, χρήματα δὲ πολλὰ καὶ νῦν φέροντες διατελοῦσιν Anaximen.Rh.1434a9, ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος διατελέει ἐοῦσα Hdt.2.22, ὁ νόμος οὗτος διατελέει ἐὼν ὅμοιος τὸ μέχρι ἐμεῦ ἀπ' ἀρχῆς Hdt.2.113, cf. 1.196, Hp.Epid.1.8, D.H.4.22, 6.50, D.C.36.27.2, c. el part. impl. ὅπως ... ἀνδράποδα διατελοῖεν X.Cyr.8.1.44, impers. ἐπὶ ... τοῦ Βάττου οὕτω διετέλεε ἐόντα así continuaron las cosas bajo el reinado de Bato Hdt.4.162;
b) c. adj. pred. ἄνοσοι Hp.Epid.1.14, πρόθυμος Th.6.89, ἀνυπόδητός τε καὶ ἀχίτων X.Mem.1.6.2, ἐν τῷ βίῳ ἄπταιστος Epict.Gnom.52, ἄδιψοι μέχρι πλείστου διατελοῦσιν permanecen más tiempo sin sed Gal.17(2).679, Ἄραβες, ὄντες δυσκαταπολέμητοι, διατελοῦσι ἀδούλωτοι D.S.2.48, cf. Th.1.34, Pl.Prt.345c, Hld.4.12.3, τοῦ γὰρ δικαίου ... ἀθάνατος ἀεὶ δόξα διατελεῖ pues del justo la gloria se mantiene siempre inmortal E.Fr.585.2, μόνη γὰρ δὴ αὕτη ἀρχὴ διατελεῖ οἵαπερ ἐξ ἀρχῆς κατεστάθη X.Lac.15.1, τὸ δ' ὠχρὸν (τοῦ ᾠοῦ) ... μαλακὸν διατελεῖ Arist.HA 560a25, cf. Ocell.7, Ph.1.454, Plu.2.115c;
c) c. otras determ. locales, modales y temp. ὡσαύτως διατελέειν Hdt.6.52, διατέλει ὥσπερ ἤρξω Pl.Grg.494c, ἐν ὕπνῳ διατελοῦσιν permanecen durmiendo Arist.GA 779a24, cf. HA 584a14, ἐν Αἰγίνᾳ Socr.l.c., κατ' οἶκον Aen.Tact.10.13, cf. 3.6, 7.1, ἤρξαντο καῦσοι καὶ διετέλεον μέχρι ἰσημερίης comenzaron fiebres que persistieron hasta el equinoccio Hp.Epid.1.14, cf. 2.3.1, Arist.HA 561a20;
d) en tema de aor. δι' ὅλου τοῦ βίου ἄδιψος καὶ ἄποτος διετέλεσε Arist.Fr.103, cf. Str.14.3.3, ἄτρωτοι διατελέσαντες Ph.1.677, κυπάρισσος ... ἀνέστη καὶ ἀκμάζουσα διετέλεσε un ciprés (caído) se irguió por sí mismo y continuó viviendo D.C.66.1.3, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τῆς τελευτῆς διετέλεσε σεμνός D.C.74.5.7, πρὸς ὕδωρ ... διατελέσαι continuar en busca de agua, e.e. no parar hasta encontrar agua X.An.1.5.7, αἱ μιμήσεις, ἐὰν ἐκ νέων πόρρω διατελέσωσιν la imitación, si comenzando en la infancia prosigue hasta mucho después Pl.R.395d.
2 hacer algo de forma continuada, repetida o regular, soler, no cesar de
a) en tema de pres., c. part. pred. τί φασι τοὺς πρὸ [ὑ] μῶν γεγενημένους ... διατελεῖν ποιοῦντας; ¿qué dicen que solían hacer vuestros predecesores? Din.1.100, οὕτω γὰρ ὀνομάζων διατελεῖ τὸν θεόν Plu.2.364d, εἴη ἂν ὡς τοῖς θεοῖς εὐχομένη διατελῶ sería tal y como he estado rogando continuamente a los dioses, UPZ 59.4 (II a.C.), διετέλει ... τὰς μελαίνας τρίχας περιαιρουμένη solía arrancarle los pelos negros Aesop.31, ἐπιστολὴν παρὰ σοῦ ἐν ᾗ φιλοφρονούμενός τε περὶ ἡμᾶς διετέλεις una carta tuya en la que mostrabas constante afecto por nosotros Epicur.Ep.[3] 84, ἀεὶ τὰς χώρας Ἰλλυριοὶ πορθοῦντες διετέλουν Plb.2.5.1, ὅσην εὔνοιαν ἔχων ... διατελῶ D.18.1, frec. en decr. ἀνὴρ διατελεῖ ἀγαθὸς ὤν περὶ τὸν δῆμον IG 22.448.7 (IV a.C.), ἐν τῷ τῆς συμπολιτείας χρόνῳ διετέλει πάντα καὶ λέγων καὶ πράσσων ὑπὲρ τῶν συμφερόντων IKeramos 6.4 (II a.C.), cf. D.18.57, ἡ πόλις ἡμῶν διατελεῖ τοὺς μὲν κακοὺ<ς> κολάζουσα Hyp.Epit.5, cf. Plu.Arat.38, 2.611b, Aristox.Harm.14.11;
b) en tema de aor., c. part. pred. διετέλεσας ... τὰ στοιχεῖα ἐν τε τῇ ὄψει διαγιγνώσκειν πειρώμενος Pl.Tht.206a, ἀεὶ θύων τοῖς θεοῖς διετέλεσα BGU 287.7, cf. PMich.157.9, 158.6 (todos III d.C.), ὅπερ ἂν διατελέσαιμι κἀγὼ πράττων ὑπὲρ ὑμῶν lo que yo querría hacer constantemente en favor vuestro Ap.Ty.Ep.11, cf. Plb.1.81.4, tb. en perf. οὓς ... διαβάλλων ἐν τῇ κατηγορίᾳ διατετέλεκε Aeschin.2.44, δικαιοσύνης, ἧς ἔχων διατετέλεκεν ἐν πᾶσι τοῖς τῆς πόλεως καιροῖς del sentido de la justicia que no dejó de tener en todos los avatares de la ciudad, IKeramos 7.11 (I a.C.), cf. Din.1.94, Luc.Pisc.6, Theopomp.Hist.100, Plu.Pyrrh.19.
3 pasar el tiempo, ocupar el tiempo en su totalidad, de donde vivir
a) en tema de pres., c. part. pred. οἱ δὲ φθονοῦντες ... ἐπὶ τοῖς τῶν ἄλλων ἀγαθοῖς λυπούμενοι διατελοῦσιν Thphr.Fr.156, οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλὰ διετέλουν ᾄδων Babr.140.6, τὴν χορτώδη τροφὴν σιτούμενοι διετέλουν LXX 2Ma.5.27, προσκυνούμενον ὑπὸ πάντων ... διατελεῖν LXX Es.8.12 l, cf. Theopomp.Hist.62, Men.Pc.515, Erasistr.247, Arr.Epict.4.10.35, c. otras determ. modales y locales οἱ διατελοῦντες μετ' ἀλλήλων διὰ βίου los que permanecen juntos a lo largo de la vida Pl.Smp.192c, χαριέντως δ. vivir plácidamente Pl.R.426a, ἐπικινδύνως Vett.Val.177.16, τὸν παῖδα ... ἐν χορείαις καὶ ... θιάσοις ... διατελεῖν D.S.3.64, ὁ μειρακίσκος ἐν ἄγρῳ διετέλει Men.Georg.4;
b) en aor. διετέλεσε τιμώμενος vivió siendo objeto de honores Str.14.5.14, cf. Luc.Tim.33, οἱ δ' ἀσεβεῖς ... ἄγευστοι τοῦ τῆς ἀθανασίας ποτοῦ διατελέσαντες los impíos, que viven sin probar la bebida de la inmortalidad Ph.1.575;
c) en fut. λαβὼν ὅρκους ὡς ἀεὶ τίμιος ὢν διατελέσει recibiendo juramento de que siempre disfrutará de un puesto de honor I.BI 4.523.

German (Pape)

[Seite 606] (s. τελέω), ganz vollenden, endigen, im Gegensatz des ἄρχομαι, Xen. Hell. 7, 3, 4; χάριν, Eur. Heracl. 435; gew. von der Zeit, z. B. τὰ δέκα ἔτη Xen. Cyr. 1, 5, 4; häufig mit hinzutretendem partic., τὸ λοιπὸν τῆς ζόης διατελέειν ἐόντα τυφλόν Her. 6, 117; διατελεῦσι τὸ μέχρι ἐμεῦ αἰεὶ ἐόντες ἐλεύθεροι 7, 111; τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες Plat. Apol. 31 a; auch διὰ τοῦ βίου, Symp. 192 c. – Dah. c. partic. das Fortwährende, Beharrliche bezeichnend, διετέλεσας πειρώμενος, hast stets, fortwährend versucht, Plat. Theaet. 206 a; oft comic. u. Sp.; διετέλει χρώμενος Plut. Thes. 8. Auch mit dem bloßen adj., so daß ὤν ergänzt werden kann; διατελοῦντός μου προθύμου Thuc. 6, 89; ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη 1, 34; ἀνυπόδητος διατελεῖς Xen. Mem. 1, 6, 2; ἀνουθέτητοι διατελοῦσι Isocr. 2, 4; dah. Arist. oft geradezu = bleiben, z. B. H. A. 62, οὐ πήγνυται ἀλλὰ μαλακὸν διατελεῖ

French (Bailly abrégé)

διατελῶ :
f. διατελῶ, non *διατελέσω, etc.
I. tr. achever complètement, accomplir entièrement : τὰ δέκα ἔτη XÉN les dix années (qu'on doit passer dans une classe de citoyens) ; δ. τὸν βίον passer sa vie ; τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν PLAT vous passeriez le reste de votre vie à dormir;
II. abs. 1 passer sa vie;
2 en gén. continuer d'être, continuer, persévérer : διετέλει χρώμενος τῇ κοτύνῃ PLUT il continua de se servir de la massue ; ἀνυπόδητος καὶ ἀχίτων διατελεῖς XÉN tu restes constamment pieds nus et sans tunique ; ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη THC il assurerait tout à fait et d'une manière durable sa propre tranquillité.
Étymologie: διατελής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τελέω, Ion. indic. praes. 3 plur. διατελεῦσι; imperf. διετέλεε met acc. voltooien:; διατετελεκὼς τὰ ἐν τοῖς ἐφήβοις δέκα ἔτη na de tien jaren van zijn diensttijd te hebben voltooid Xen. Cyr. 1.5.4; διατελέσαι τὴν ὁδόν de reis beëindigen Xen. An. 4.5.11; δ. χάριν de gunst tot het eind toe geven Eur. Hcld. 434; abs.:; διατέλει ὥσπερ ἤρξω zet door zoals je begonnen bent Plat. Grg. 494c; pregn. met adv.: χαριέντως διατελοῦσιν zij leiden een heerlijk leven Plat. Resp. 426a. ww. te vertalen als ‘voortdurend’, met pred. ptc. of adj. met ptc. voortdurend bezig zijn te, voortdurend (iets doen):. τὸ λοιπὸν τῆς ζόης δ. ἐόντα τυφλόν de rest van zijn leven blind blijven Hdt. 6.117.2; τοῦτ’ αὐτὸς γεωργῶν διατελεῖ hij blijft dat land zelf bebouwen Men. Dysc. 328. met adj.:... blijven, voortdurend... zijn:. δ. πρόθυμος bereidwillig blijven Thuc. 6.89.2.

Russian (Dvoretsky)

διατελέω: (fut. διατελέσω - атт. διατελῶ)
1 доводить до конца, совершать, осуществлять (χάριν Eur.; ἐπείπερ ἠρξάμην, διατελέσαι βούλομαι Xen.);
2 продолжать оставаться: διατελεῦσι ἐόντες ἐλεύθεροι Her. они продолжают оставаться свободными; διατέλει ὥσπερ ἤρξω Plat. продолжай, как начал; δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας δ. μέχρι δυσμῶν Arst. длиться весь день до заката; ἀδύνατον γενόμενόν ποτε ἄφθαρτόν τι διατελεῖν Arst. невозможно, чтобы когда-л. возникшее оставалось непреходящим; καὶ τοῖς ἄλλοις ἀεί τι πράττων ἀγαθὸν διετέλει Plut. он и остальным всегда делал добро;
3 проводить жизнь, жить, существовать (ἀλύπως Plat.; ἀσφαλέστατος διατελεῖ Thuc.): διατετελεκὼς τὰ ἐν τοῖς ἐφήβοις δέκα ἔτη Xen. пробыв в эфебах десять лет; οἱ διατελοῦντες μετ᾽ ἀλλήλων διὰ βίου Plat. всегда ведущие совместную жизнь; τὸν βίον καθεύδων δ. Plat. или δ. ἐν ὕπνῳ Arst. проводить жизнь в сне.

English (Strong)

from διά and τελέω; to accomplish thoroughly, i.e. (subjectively) to persist: continue.

English (Thayer)

διατέλω; to bring thoroughly to an end, accomplish, (cf. διά, C. 2); with the addition of τόν βίον, τόν χρόνον, etc., it is joined to participles or adjectives and denotes the continuousness of the act or state expressed by the prcp. or adjective (as in Herodotus 6,117; 7,111; Plato, Apology, p. 31a.); oftener, however, without the accusative it is joined with the same force simply to the participles or adjectives: thus, ἄσιτοι διατελεῖτε, ye continue fasting, constantly fast, ἀσφαλεστερος (others, ἀσφαλεστατος) διατελει, Thucydides 1,34; often in Xenophon; Winer's Grammar, 348 (326); (Buttmann, 304 (261))).

Greek Monotonic

διατελέω: μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ,
I. οδηγώ σε ένα τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ, αποπερατώνω, σε Ευρ., Ξεν.
II. απόλ., κυρίως με προσθήκη μτχ., συνεχίζω να κάνω κάτι ή εξακολουθώ να είμαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ωστόσο, μερικές φορές η μτχ. παραλείπεται· δ. πρόθυμος, εξακολουθώ, εμμένω, επιμένω, σε Πλάτ.· ζω, διάγω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διατελέω: μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ: - φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, περατῶ, ἀντίθ. τῷ ἄρχεσθαι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 4· δ. χάριν Εὐρ. Ἡρακλ. 434· - οὕτως ἐπὶ χρόνου, δ. τὰ δέκα ἔτη Ξεν. Κύρ. 1. 5, 4. ΙΙ. ἀπολ., 1) συνήθως μετὰ μετοχῆς, ἐξακολουθῶ ὢν ἢ πράττων τι, τὸ λοιπὸν τῆς ζόης δ. τυφλὸν ἐόντα Ἡρόδ. 6. 117· δ. ἐόντες ἐλεύθεροι ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. 1. 32, κτλ.· δ. βίον δουλεύων Ἀνδοκ. 18. 8· δ. καθεύδοντες Πλάτ. Ἀπολ. 31Α· δ. μηνυρίζων τὸν ὅλον βίον ὁ αὐτ. Πολιτ. 411Α· - ἀλλ’ ἡ μετοχὴ ἐνίοτε παραλείπεται, δ. πρόθυμος Θουκ. 6. 89, πρβλ. 1. 34· δ. ἀχίτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· ἡδὺς δ. Ἄλεξ. Δημητρ. 6. 9· - δύναται δὲ πολλάκις κάλλιον νὰ ἑρμηνεύηται δι’ ἐπιρρ., διετέλεσας πειρώμενος, συνεχῶς ἐδοκίμασας, προσεπάθησας, Πλάτ. Θεαιτ. 206Α, κτλ. 2) ἄνευ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ, διάγω, δ. μετ’ ἀλλήλων διὰ βίου ὁ αὐτ. Συμπ. 192C· δ. χαριέντως ὁ αὐτ. Πολ. 426Α· ἀλύπως ὁ αὐτ. Φιλ. 43D. β) γενικῶς, ἐξακολουθῶ, ἐπιμένω, ἐμμένω, διατέλει ὥσπερ ἤρξω ὁ αὐτ. Γοργ. 494C· δ. ἐν ὕπνῳ Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 1, 15· ἐν τῇ θαλάττῃ ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 14· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐξακολουθῶ, Πλάτ. Πολ. 395D.

Middle Liddell

fut. -τελέσω Attic -τελῶ
I. to bring quite to an end, accomplish, Eur., Xen.
II. absol., mostly with a part. added, to continue being or doing so and so, Hdt., Plat.:—but the part. is sometimes omitted, δ. πρόθυμος to continue zealous, Thuc.: also simply to continue, go on, persevere, Plat.: to live on, Plat.

Chinese

原文音譯:diatelšw 笛阿-帖累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-完成
字義溯源:徹底完成,繼續,留住,忍;由(διά)*=通過)與(τελέω)=完畢)組成;其中 (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局),而 (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 你們忍(1) 徒27:33

Léxico de magia

cumplir, realizar totalmente el acto mágico διατέλει ἀψευδῶς, κύριε, ὕπαρ πάσης πράξεως πρὸς ἐπιταγὴν ἁγίου πνεύματος cumple sin engaño, señor, la visión de cada práctica, de acuerdo con el mandato del sagrado espíritu P III 288 διατέλεσόν μοι τὸ δεῖνα πρᾶγμα, ἤδη, ἤδη, ταχύ, ταχύ cúmpleme este asunto, ya, ya, rápido, rápido P IV 2098

Lexicon Thucydideum

peragere, consumere, to complete, finish off, 7.38.3, [nisi ibi unless there ἡμέραν est acc. temporis, et is accusative of time, and διατελεῖν intrans, accipiendum. must be taken intransitively.]
aetatem agere, permanere, to spend one's life, remain, 1.34.3, 6.89.2.