εὐδία

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδία Medium diacritics: εὐδία Low diacritics: ευδία Capitals: ΕΥΔΙΑ
Transliteration A: eudía Transliteration B: eudia Transliteration C: evdia Beta Code: eu)di/a

English (LSJ)

Ion. εὐδίη, ἡ,
A fair weather, εὐδία ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).38, cf. Antipho 2.2.1, Hp.Insomn.89; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14; ὅταν εὐ. γένηται Arist.HA551a3; εὐδίας (gen.) in fine weather, ib.597b13: pl., ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg.961e; εὐδιῶν οὐσῶν Arist.HA626a4.
2 metaph., tranquillity, peace, Pi.O.1.98, P.5.10, A. Th.795, X.An.5.8.20; τὴν Αἴγυπτον εἰς εὐδίαν ἀγαγεῖν OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), cf. Herod.1.28; εὐ. καὶ διαγωγὴ ἄλυπος Polystr. p.17 W.; of the mind, Protag.9; σαρκὸς εὐ. good condition of... Plu. 2.126c; εἰς ἔμ' εὐδίαν ἔχων being at ease so far as I am concerned, S.Ichn.346. [On the prosody, v. εὔδιος.]

German (Pape)

[Seite 1061] ἡ (εὔδιος), stilles, heiteres Wetter, ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 38 (vgl. Xen. Hell. 2, 4, 14 ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιοῦσι); μελιτόεσσαν εὐδίαν ἔχει Ol. 1, 68; übertr., wie πόλις ἐν εὐδίᾳ Aesch. Spt. 777; Xen. An.5, 8, 10 u. Sp.; ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. Legg. XII, 96 e; εὐδίας, bei stillem, heiterm Wetter, Arist. H. A. 8, 12; Plut. oft mit γαλήνη verbunden; von Heiterkeit des Gemüthes, wie auch σώματος, der nicht von Krankheit zerstörte, gesunde Zustand, Plut. Consol. ad Apoll. 362.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 temps serein, beau temps;
2 fig. calme, sérénité (de l'âme, de l'esprit, etc.) ; p. anal. σαρκὸς εὐδία PLUT bon état de la chair.
Étymologie: εὔδιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδία: ἡ тж. pl.
1 ясная и тихая погода: ἐν εὐδίᾳ Xen., Plut., ἐν εὐδίαις Plat., εὐδίας (gen.), εὐδιῶν οὐσῶν, εὐδίαις и ἐν ταῖς γαλήναις καὶ εὐδίαις Arst. в хорошую, ясную погоду; ἐν χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. и в бурю, и в хорошую погоду; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Xen. с ясного неба насылать бурю;
2 спокойное состояние, покой (σαρκός Plut.): ἐν εὐδίᾳ ὁρῶ ὑμᾶς Xen. я вижу, что вы (теперь) вне опасности;
3 душевная ясность, безмятежное спокойствие, невозмутимость Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδία: ἡ, καλοκαιρία, κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος εὐδία Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· ὅταν εὐδία γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ αὐτόθι 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., ἠρεμία, ἡσυχία, γαλήνη, Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, ἔνθα ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ κατάστασις τῆς σαρκός, αὐτόθι 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε εὔδιος.

English (Slater)

εὐδία (-ίᾳ, -ίαν; -ίαις.) cf. εὐαμερία, good weather, met., tranquillity pl., days of calm ὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.10) ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς (Pae. 2.52) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.

English (Strong)

feminine from εὖ and the alternate of Ζεύς (as the god of the weather); a clear sky, i.e. fine weather: fair weather.

English (Thayer)

ἐυδιας, ἡ (from εὔδιος, ἐυδιον, and this from εὖ and Ζεύς, genitive Διός, Zeus, the ruler of the air and sky), a serene sky, fair weather: T brackets WH reject the passage). (Pindar, Aeschylus, Hippocrates, Xenophon, and following.)

Greek Monolingual

και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.)
αρχ.
1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.)
2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» — καλή κατάσταση του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — αισθάνομαι άνετα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-διF-. Πρόκειται δηλ. για λέξη σύνθετη από το ευ και την ασθενή βαθμίδα μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «ημέρα» — πρβλ. Ζευς, γεν. ΔιFός και επίθ. δῖος (< διFιος). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. sudiv-, su-div-a-m «ωραία μέρα»].

Greek Monotonic

εὐδία: ἡ (εὔδιος),
1. καλοκαιρία, αίθριος καιρός, σε Ξεν.
2. μεταφ., γαλήνη, ησυχία, αταραξία, ηρεμία, σε Αισχύλ., Ξεν.

Frisk Etymological English

-ίη
Grammatical information: f.
Meaning: beautiful, bright wheather, calm (of wind), quiet (of the sea) (Pi., Trag., Ion.-Att.).
Derivatives: εὐδιανός calm, bringing rest, of φάρμακον (Pi. O. 9, 97); εὐδίαιος of the fish-name τριγόλας (Sophr. 67), catched in beautiful weather(?) with εὐδιαίτερος (X.); as subst. m. outlet in the bottom of a ship (Plu., Poll.); εὐδιεινός bright, calm, quiet (Hp. Aph. 3, 12 v.l. beside εὔδιος, Pl. Lg. 919a, X. Kyn. 5, 9, Arist.; after φαεινός, ἀλεεινός); εὔδιος id. (Hp., hell.; to εὐδία after αἰθρία: αἴθριος). Denomin. verbs εὐδιάω be quiet, calm, of the sea and weather (A. R., Arat.; only ptc. εὐδιόων); εὐδιάζω calm down, be quiet ([Pl.] Ax. 370d, Ph.).
Origin: IE [Indo-European] [184] *diu- day
Etymology: Compound (collective bahuvrihi) of εὖ and the zero grade of an old word for day, heaven (s. Ζεύς), εὐ-δίϜ-α; cf. ἑκατόμ-β(Ϝ)-α, μεσό-δμ-η. An old counterpart is Skt. su-dív- bringing a beautiful day with su-div-á-m n. id.. - Sommer Nominalkomp. 73ff..

Middle Liddell

εὐδία, ἡ, εὔδιος
1. fair weather, Xen.
2. metaph. tranquillity, calm, Aesch., Xen.

Frisk Etymology German

εὐδία: -ίη
{eudía}
Grammar: f.
Meaning: ‘schönes, heiteres Wetter, Windstille, (Meeres)ruhe’ (Pi., Trag., ion. att.).
Derivative: Davon 1. εὐδιανός Windstille, Ruhe bringend, von φάρμακον (Pi. O. 9, 97); 2. εὐδίαιος Beiwort zum Fischnamen τριγόλας (Sophr. 67), bei gutem Wetter gefangen (?) mit εὐδιαίτερος (X.); als Subst. m. Abflußloch im Schiffsboden (Plu., Poll. u. a.); 3. εὐδιεινός heiter, ruhig, still (Hp. Aph. 3, 12 v.l. neben εὔδιος, Pl. Lg. 919a, X. Kyn. 5, 9, Arist. usw.; nach φαεινός, ἀλεεινός usw.); 4. εὔδιος ib. (Hp., hell. Dichtung, späte Prosa; zu εὐδία nach αἰθρία: αἴθριος u. ä.). Denominative Verba εὐδιάω ruhig, still sein, vom Meer und Wetter (A. R., Arat., Opp.; nur Ptz. εὐδιόων); εὐδιάζω beruhigen, besänftigen, ruhig sein ([Pl.] Ax. 370d, Ph. u. a.).
Etymology: Abstrakte Zusammenbildung (kollektives Bahuvrihi) von εὖ und der Schwundstufe des alten Wortes für Tag, Himmel (s. Ζεύς), εὐδίϝα; vgl. ἑκατόμβ(ϝ)-α, μεσόδμη. Ein altes Gegenstück ist aind. su-dív- einen schönen Tag bringend mit su-div-á-m n. "Schöntätigkeit", schöner Tag. — Sommer Nominalkomp. 73ff. m. Lit. und weiteren Einzelheiten.
Page 1,585

Chinese

原文音譯:eÙd⋯a 由-笛阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-丟斯
字義溯源:晴空,晴天,好天氣;由(εὖ / εὖγε)=好)與(Ζεύς)*=丟斯,氣象之神)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 好天氣(1) 太16:2

English (Woodhouse)

calm, peace, calm of weather, fair weather, fine weather, lull in a storm, unclouded weather

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)