εὐπειθής

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπειθής Medium diacritics: εὐπειθής Low diacritics: ευπειθής Capitals: ΕΥΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: eupeithḗs Transliteration B: eupeithēs Transliteration C: efpeithis Beta Code: eu)peiqh/s

English (LSJ)

εὐπειθές, (cf. εὐπιθής)
A ready to obey, obedient, τινι Pl.Phdr. 254a; τοῖς νόμοις εὐπειθέστατος Id.Lg.715c, cf. 890c: c. gen., τῶν νόμων ib.632b; εὐπειθέστατοι πρὸς ἀρετήν ib.718c; εἴς τι Id.Phdr.271d; compliant, εὐ. γεγονέναι BGU1104.23 (i B. C.), LXX 4 Ma.12.6. etc.; of things, as of the voice, under control, Arist.Aud.802a6; ὕλη (material) εἰς ἅπαν εὐπειθής Gal.6.3; of food, Plu.2.669b. Adv. εὐπειθῶς ib. 981a.
II Act., persuasive, of a rein, ἐϋπειθέϊ δεσμῷ Opp.C.1.313; dub. l. in A. (v. εὐπιθής).

German (Pape)

[Seite 1087] ές, 1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; εὐπειθὴς ἐμοί Aesch. Suppl. 793; τῷ ἡνιόχῳ Plat. Phaedr. 254 a; τοῖς νόμοις Legg. VII, 801 e; auch τῶν νόμων, I, 632 b; πρὸς ἀρετήν, IV, 718 c; καὶ κατήκοος Xen. Mem. 3, 4, 8; πόλις εὐπειθεστέρα Vectig. 4, 51; τὸ εὐπειθές, Folgsamkeit, Arist. Eth. 5 extr. u. Sp. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειθής, Galen., leicht zu Allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen, Plut. Symp. 4, 4, 3. – 21 akt., leicht überredend, δημήγοροι στροφαί Aesch. Suppl. 618; ὀνείρων σήματα Ag. 265; Ch. 257; φίλοι εὐπειθέστεροι Eur. Andr. 819. – Vom Zügel, εὐπειθέϊ δεσμῷ Opp. Cyn. 1, 313; – εὐπειθῶς, gehorsam, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se laisse facilement persuader, docile, obéissant ; qui se laisse amener à qch, docile à qch ; facile à digérer (nourriture);
2 qui persuade facilement, persuasif;
Cp. εὐπειθέστερος, Sp. εὐπειθέστατος.
Étymologie: εὖ, πείθω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπειθής: Aesch. тж. εὐπῐθής
1 послушный, (легко) повинующийся, покорный (τινι Aesch., Xen.; τοῖς νόμοις и τῶν νόμων, πρός и εἴς τι Plat.);
2 гибкий, податливый (φωνή Arst.);
3 удобоваримый (τροφή Plut.);
4 легко убеждающий, убедительный, (сразу) внушающий доверие (δημηγόροι στροφαί, σήματα, ὀνείρων φάσματα Aesch.; φίλοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπειθής: -ές, (πρβλ. εὐπιθὴς) ὡς καὶ νῦν, ὁ προθύμως ὑπακούων, τινι Αἰσχύλ. Εὐμ. 829, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· τοῖς νόμοις εὐπειθέστατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 715C, πρβλ. 890C· ὡσαύτως μετὰ γεν., τῶν νόμων αὐτόθι 632Β· πρὸς ἢ εἴς τι αὐτόθι 718C, Φαῖδρ. 271D: - ἐπὶ πραγμάτων, ὡς ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 29· ἐπὶ ὕλης (ξύλου), ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειθής Γαλην. 6. 41· ἐπὶ τροφῆς, ἀλλὰ καὶ διαφορεῖ τὴν ἄλλην τροφὴν καὶ παραδίδωσιν εὐπειθῆ καὶ μαλακωτέραν Πλούτ. 2. 669Β: - Ἐπίρρ. -θῶς, αὐτόθι 981Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπειστικός, δημηγόρους εὐπειθεῖς… στροφὰς Αἰσχύλ. Ἱκ. 623· ὀνείρων φάσματ’ εὐπειθῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 274· σήματ’ εὐπειθῆ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 259· - ἐπὶ χαλινοῦ, καθιστῶν εὐπειθῆ, ἐϋπειθέϊ δεσμῷ Ὀππ. Κυν. 1. 313.

English (Strong)

from εὖ and πείθω; good for persuasion, i.e. (intransitively) complaint: easy to be intreated.

English (Thayer)

ἐυπειθες (εὖ, and πείθομαι to comply with, obey), easily obeying, compliant (A. V. easy to be intreated): Aeschylus, Xenophon, Plato, and following.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)
αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός
νεοελλ.
(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή
ευπειθέστατος, -η
με μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμό
αρχ.
1. (για φωνή) ευλύγιστος
2. (για τροφή) εύπεπτος
3. (για πράγματα) εύχρηστος
4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός
5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.
επίρρ...
ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)
πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυπειθής, δυσπειθής].

Greek Monotonic

εὐπειθής: -ές (πείθω),·
I. αυτός που πρόθυμα υπακούει, υπάκουος προς, τινι, σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης, τινος, στον ίδ.
II. Ενεργ., πειστικός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-πειθής, ές πείθω
I. ready to obey, obedient, τινι Aesch., Plat.; also τινος, Plat.
II. act. persuasive, Aesch.

Chinese

原文音譯:eÙpeiq»j 由-胚帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-勸導的
字義溯源:善從勸導,柔順,順從;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ἐπισείω / πείθω)*=說服)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 柔順(1) 雅3:17

English (Woodhouse)

convincing, obedient, persuasive, amenable to, obedient to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande