θύελλα

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύελλα Medium diacritics: θύελλα Low diacritics: θύελλα Capitals: ΘΥΕΛΛΑ
Transliteration A: thýella Transliteration B: thyella Transliteration C: thyella Beta Code: qu/ella

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, (θύω, cf. ἄελλα from ἄημι) hurricane, squall (cf. Arist.Mu.395a6), κακὴ ἀνέμοιο Il.6.346, al.; μισγομένων ἀνέμων… θ. Od.5.317; πυρός τ' ὀλοοῖο θύελλαι, prob. thunderstorms, 12.68; κούρας ἀνέλοντο θ. 20.66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. 10.48, cf. S.El.1151; ποντία θ. Id.OC1660; in similes, φλογὶ ἶσοι ἠὲ θυέλλῃ Il. 13.39; ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ. Hes.Sc.345: metaph., ἄτης θύελλαι (nisi leg. θυηλαί, q.v.) A.Ag.819; ὀχλικὴ θ. Phld.Rh.1.184S.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ (θύω), Sturm, Wirbelwind; oft bei Hom., auch ἀνέμοιο θ. u. ἀνέμων θ., Od. 5, 316. 10, 54, wie Eur. Cyel. 109; ποντία Soph. O. C. 1656; ein wegreißender, entraffender, Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od. 20, 66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. 10, 47; πάντα συναρπάσας θύελλ' ὅπως βέβηκας Soph. El. 1140. Übertr., ἄτης θ. Aesch. Ag. 793. Aber πυρὸς θύελλα, Od. 12, 67, scheint Sturm mit Blitzen zu sein; vgl. jedoch φλογὶ ἶσοι ἠὲ θυέλλῃ, Il. 13, 39, u. ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ., Hes. Sc. 345.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
coup de vent, ouragan, tempête.
Étymologie: θύω.

Russian (Dvoretsky)

θύελλα: ἡ (тж. θ. ἀνέμοιο или ἀνέμων Hom., Eur.) буря, ураган (ποντία Soph.): πυρὸς θύελλαι Hom. огненный ураган; ἄτης θύελλαι Aesch. буря бедствий.

Greek (Liddell-Scott)

θύελλα: ἡ (θύω, ὡς ἄελλα ἐκ τοῦ ἄημι)∙ - ποιητ. λέξις, σφοδρότατη καταιγίς, ἀνεμοστρόβιλος (πρβλ. Ἅρπυιαι), κακὴ ἀνέμοιο θύελλα Ἰλ. Ζ, 346. πρβλ. Ὀδ. Κ. 54, Μ. 288∙ μισγομένων ἀνέμων... θύελλα Ὀδ. Ε. 317∙ πυρὸς δ’ ὁλοοῖο θύελλαι, πιθαν. καταιγίδες μετ’ ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, Μ. 68∙ κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Υ. 66∙ τοὺς αἶψ’ ἀρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. Κ. 48, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1150∙ ποντία θ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1660∙ ἐν παρομοιώσεσι, φλογὶ ἶσοι ἡὲ θυέλλῃ Ἰλ. Ν. 39∙ ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 345∙ - μεταφ., ἄτης θύελλαι (ἴδε ἐν λ. θυηλή) Αἰσχύλ. Ἀγ. 819.

English (Autenrieth)

(θύω): blast, gust, squall; πυρὸς ὀλοοῖο, from volcanic islands, Od. 12.68, 202, 219; figuratively assumed as the agency causing the sudden disappearance of lost persons (cf. ἅρπυια), Od. 20.63, Od. 4.515.

English (Strong)

from θύω (in the sense of blowing) a storm: tempest.

English (Thayer)

θυελλης, ἡ (θύω to boil, foam, rage, as ἄελλα from ἄω, ἄημι), a sudden storm, tempest, whirlwind: Homer, Hesiod, Tragg., others) (Cf. Schmidt, chapter 55,11; Trench, § 73at the end.)

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη)
1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ' ὀλοοῖο θύελλαι» — καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση
νεοελλ.
1. μτφ. καταστροφή, καταστρεπτικό γεγονός
2. (μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή της ατμόσφαιρας πάνω από την ξηρά ή τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω(ΙΙ) + επίθ. -ελλα, κατά το άελλα.
ΠΑΡ. θυελλώδης
αρχ.
θυέλλειος, θυελλήεις, θυελλίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυελλόπους, θυελλοτόκος, θυελλοφορούμαι
νεοελλ.
θυελλοδύτης, θυελλοπούλι].

Greek Monotonic

θύελλα: ἡ, (θύω, όπως το ἄελλα από το ἄημι) δυνατή, σφοδρή καταιγίδα, θύελλα, σε Όμηρ.· πυρὸς θύελλαι, κεραυνοθύελλες, σε Ομήρ. Οδ.· ποντία θύελλα, σε Σοφ.· μεταφ., ἄτης θύελλαι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύελλα, ἡ, [θύω, as ἄελλα from ἄημι
a furious storm, hurricane, Hom.; πυρὸς θύελλαι thunderstorms, Od.; ποντία θ. Soph.; metaph., ἄτης θύελλαι Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: stormwind (Il., Arist.);
Compounds: θυελλόπους (Nonn.) after ἀελλό-πο(υ)ς (Θ 409) a.o.
Derivatives: θυελλώδης (Sch. S.) like ἀελλώδης (sch. Il.).
Origin: IE [Indo-European] [261] *dʰeuh₂- storm, rage, dash
Etymology: From θύω storm, rage, dash, perhaps after ἄελλα (s. v.), where the l-suffix was inferited (Porzig Satzinhalte 350). Cf. Illyr. Δύαλος (s. v.) with Specht, Ursprung 328.

Frisk Etymology German

θύελλα: {thúellă}
Grammar: f.
Meaning: Sturmwind (poet. seit Il., Arist. usw.);
Composita: θυελλόπους (Nonn.) nach ἀελλόπο(υ)ς (Θ 409 u. a.); θυελλώδης (Sch. S.) wie ἀελλώδης (Sch. Il.).
Etymology: Bildung von θύω toben, stürmen, wahrscheinlich nach Muster von ἄελλα (s. d.), wo das l-Suffix altererbt war (Porzig Satzinhalte 350); zu bemerken jedoch illyr. Δύαλος (s. d.); dazu noch Specht Ursprung 328.
Page 1,690

Chinese

原文音譯:qÚella 替誒拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:感覺 旋轉
字義溯源:風暴,旋風,暴風,颶風;源自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,吹)。參讀 (ἄνεμος)的比較
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 暴風(1) 來12:18

Mantoulidis Etymological

(=καταιγίδα). Ἀπό τό θύω (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Translations

thunderstorm

Afrikaans: onweer; Albanian: shtrëngatë; Arabic: عَاصِفَة رَعْدِيَّة; Armenian: ամպրոպ; Azerbaijani: tufan, fırtına; Belarusian: навальні́ца, бура; Bulgarian: гръмотевична буря; Catalan: tempesta; Chinese Mandarin: 雷暴; Czech: bouřka; Danish: tordenvejr; Dutch: onweer; Esperanto: fulmotondro; Estonian: äikesetorm, äiksetorm, äike; Faroese: toruveður sg; Finnish: ukkonen, ukonilma, ukkosmyrsky; French: orage; Galician: torboada, treboada, trebón, tromba; Georgian: ჭექა-ქუხილი, ელჭექი, ელჭექი წვიმით, ელჭექი წვიმითა და ქარიშხლით, ჭექა-ქუხილი და ქარიშხალი, ჭექა-ქუხილი და წვიმა; German: Gewitter; Greek: καταιγίδα; Ancient Greek: θύελλα, καταιγίς, ὄμβρος, κεραυνοβολία; Hebrew: סוּפַת רַעֲמִים; Hindi: आंधी; Hungarian: égiháború; Icelandic: þrumuveður; Ido: stormo; Indonesian: badai petir, badai guntur; Interlingua: tempesta de tonitro; Irish: léidearnach thoirní, spéirling, stoirm thoirní; Italian: temporale; Japanese: 雷雨; Kazakh: найзағай; Khmer: ព្យុះមានរន្ទះផ្គរ, ព្យុះភ្លៀង; Korean: 뇌우; Ladino: borraska, oraje; Latgalian: nelaiks; Latvian: negaiss; Lithuanian: perkūnija; Macedonian: бура, луња; Malay: ribut petir; Maori: pūeaea; Mongolian: аянгатай бороо, аадар бороо; Navajo: níłtsą́ bikąʼ; Northern Sami: bajándálki; Norwegian Bokmål: tordenvær; Nynorsk: torevêr; Occitan: chavana, auratge, periclada; Persian: طوفان; Polish: burza; Portuguese: tempestade de trovão, tempestade de trovões, tempestade de raios; Romanian: furtună; Russian: гроза, буря; Serbo-Croatian Cyrillic: олуја, грмљавина; Roman: oluja, grmljavina; Slovak: búrka; Slovene: nevihta; Spanish: tormenta, tormenta electrica, tronada; Swedish: åskväder; Tajik: раъду барқ, тӯфон; Thai: พายุฝนฟ้าคะนอง, พายุฟ้าคะนอง; Turkish: oraj; Ukrainian: гроза, буря; Urdu: آندھی, ژالہ بازی; Vietnamese: dông, giông, bão tố có sấm sét; Welsh: storm fellt a tharannau; West Frisian: ûnwaar; Zulu: ukuduma kwezulu