μερίς
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (μέρος)
A part, portion, Pl.Sph.266a, etc.; κρεῶν Pherecr.45 (lyr.), D.43.82, cf. Thphr. Char.30.4, LXX Ge.43.34, Plu. Ages.17, Hippoloch. ap. Ath.4.130d; μ. δίκρεως SIG1013.4 (Chios, iv B. C.); γυναιξὶν μερίδας ποησάντωσανἴσας ib.1044.42 (Halic., iv/iii B. C.): metaph., Vett.Val.345.16; τὴν μ. τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου portion of sacrificial meat allotted to a member of the court, Din.1.56; τὴν τοῦ Προμηθέως μ. Luc.Merc.Cond.26; μ. τῆς οὐσίας Men.235.5, cf. PLond.3.880 (ii B. C.); share in a mine, D.42.3: generally, ἐκτῶν λόγων μ. ἑκατέρῳ ἴση ἐστί (with vv.ll.), Antipho 5.51; ἐν προσθήκῃ μ. οὐ μικρά D.2.14.
2 contribution, quota, μερίδ' εἰς σωτηρίαν ὑπάρχειν contribute to... Id.21.70; μεγάλη… μ. καὶ πλεονεξία ib.184; τὰ δεῖπνα πρὸς μερίδα γίγνεται Plu.2.644c; ἀποστείλαντος μερίδα τοῦ φίλου Thphr. Char.17.2.
3 plot of ground, LXX 4 Ki.9.21, al., CIL11.1147 pp.iii 2, vi86, al. (Veleia); μ. γῆς PStrassb.84.3 (ii B. C.).
b region, district, PPetr. 3pp.28,78 (iii B. C.), PTeb.32.18 (ii B. C.), OGI177.12 (Egypt, ii/i B. C.), Act.Ap.16.12, etc.
c Astrol., ἡ κάτω μ. S.E.M.5.15.
d metaph., province, Jul. adThem.266b.
II division, class, πολιτῶν E.Supp. 238, cf. Jul. adThem.253c; especially in political sense, party, faction, Pl. Lg.692b, D.18.64; ἡ Σύλλα μ. Plu.2.203b.
III = μέρος IV. 3, εἰς ἀρετῆς μερίδα τὸ ψεύσασθαι τιθέμενος Id.Mar.29; χρυσὸν ἐν οὐδενὸς μερίδι ποιήσασθαι Paus.10.28.4.
IV of persons, κακὰ μ. you bad lot! AP7.433 (Tymn.), cf. 355.3 (Damag.).
German (Pape)
[Seite 134] ίδος, ἡ, Teil, Anteil, ἀφ' ἑκατέρας τῆς μερίδος, Plat. Soph. 266 a, vgl. Legg. III, 692 b. – a) Anteil am Essen, Portion, Gericht; αὐτὸς ἔθυσεν εὐαγγέλια καὶ διέπεμψε μερίδας τοῖς φίλοις ἀπὸ τῶν τεθυμένων, Plut. Agesil. 17; πρὸς μερίδας δειπνεῖν, portionenweis oder einzeln speisen, so daß jeder Gast seine besondere Schüssel erhält, vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2; Ath. I, 27 u. Dem. 43, 82; auch Anteil an Bergwerken, 12, 3. – b) Spaltung, Teilung der Bürger, Partei; τρεῖς πολιτῶν μερίδες, Eur. Suppl. 238; τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετ' ἄν, Dem. 18, 64; vgl. Men. Stob. fl. 96, 20 u. Plut. Pomp. 65; auch wie μέρος, Klasse, εἰς τὴν τῶν πολεμίων μερίδα μετατίθησι, de Her. malign. 36. – c) übertr., Hülfe, Beistand; μεγάλη τοῖς ἀδικοῦσι μερὶς καὶ πλεονεξία ἡ τῶν ὑμετέρων τρόπων πραότης, Dem. 21, 184; auch μ. εἰς σωτηρίαν, ib. 70; ὁ καιρὸς ἐν πᾶσι μεγάλην ἔχει μερίδα πρὸς τὰς ἐπιβολάς, Pol. 10, 43. Selbst von Personen, Damaget. 12; Tymn. 4 (VII, 355. 433).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 partie, part en gén. ; fig. ἐν τῇ τῶν ἐχθρῶν μερίδι DÉM au nombre des ennemis ; ironiq. en parl. d'une personne (cf. franç., espèce de…);
2 portion de nourriture ; particul. quote-part, écot (dans un repas);
3 parti politique, faction;
4 Égypte ptol. district (du nome Arsinoïte).
Étymologie: μέρος.
Russian (Dvoretsky)
μερίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 часть, доля (τῆς οὐσίας Men.; τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐκλέξασθαι NT);
2 сторона: ἀφ᾽ ἑκατέρας τῆς μερίδος Plat. с обеих сторон;
3 пай, доля, участие: τὰ δεῖπνα πρὸς μερίδας Plut. трапезы в складчину;
4 участь, доля (τοῦ Προμηθέως Luc.);
5 общая доля, общее (τίς μ. πιστῷ μετὰ ἀπίστου; NT);
6 слой, круг, класс (τρεῖς πολιτῶν μερίδες Eur.);
7 политическая группа, партия (ἐν τῇ τῶν ἐχθρῶν εἶναι μερίδι Dem.);
8 поддержка, помощь (μ. τινι Dem.): μ. εἴς τι Dem. или πρός τι Polyb. помощь в чем-л.;
9 ирон. личность, субъект, «штучка» (κακὰ μ. Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μερίς: -ίδος, ἡ, (μέρος) μέρος, μερίδιον, τεμάχιον, Πλάτ. Σοφ. 266Α, κτλ.· μερὶς κρεῶν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 7· μερίδα... τῆς οὐσίας Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 5· μερίς τινι ἴση ἐστὶν ἔκ τινος Ἀντιφῶν 121. 23· - ἰδίως μετοχὴ εἰς μεταλλεῖον κ.τ.τ., Δημ. 1039. 22· ἐν Δεινάρχ. 97. 20, τὴν μ. τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν μερίδα ἐκ τῶν κρεάτων τῶν θυμάτων τὴν ἀναλογοῦσαν εἰς ἕκαστον μέλος τοῦ δικαστηρίου, πρβλ. Mätzner ἐν τόπῳ, σ. 122, 3· οὕτω, τὴν τοῦ Προμηθέως μ. Λουκ. π. Μισθ. συνόντ. 26. 2) συνεισφορά, ὡς τὸ ἔρανος, τὰ δεῖπνα πρὸς μερίδα γίγνεται, γίνονται διὰ συνεισφορῶν, δι’ ἐράνου, Πλούτ. 2. 644Β· πρβλ. Becker Charikl. 1. σ. 419. 3) συνδρομή, συνεισφορά, βοήθεια, μερίδα εἰς σωτηρίαν ὑπάρχειν Δημ. 537. 8, πρβλ. Ἀντιφῶντα 135. 22· μεγάλη... μερὶς καὶ πλεονεξία ὁ αὐτ. 574. 8. ΙΙ. μερίς, τάξις, πολιτῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 238· ἰδίως πολιτικὴ μερίς, Λατ. partes, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Δημ. 246. 13. ΙΙΙ. = μέρος ΙΙ. 3, ὡς ἐν τῇ τῶν ἐχθρῶν οὖσι μερίδι ὁ αὐτ. 286. 27· ἐν οὐδενὸς μερίδι Παυσ. 10. 28, 4.
English (Strong)
feminine of μέρος; a portion, i.e. province, share or (abstractly) participation: part (X -akers).
English (Thayer)
μερίδος, ἡ (see μέρος), the Sept. chiefly for חֵלֶק, חֶלְקָה, מָנָה; (from Antiphon and Thucydides down); a part, equivalent to
1. a part as distinct from the whole: (τῆς) Μακεδονίας, WH's Appendix at the passage).
2. an assigned part, a portion, share: ἀγαθός, 2); ἐστι μοι μερίς μετά τίνος, I have a portion, i. e. fellowship, with one, οὐκ ἐστι μοι μερίς ἤ κλῆρος ἐν τίνι, I have neither part nor lot, take no share, in a thing, ἱκανουν τινα εἰς τήν μερίδα τίνος, to make one fit to obtain a share in a thing (i. e. partitive genitive; others, genitive of apposition), Colossians 1:12.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μερίς: -ίδος, ἡ (μέρος),·
I. 1. μέρος, μερίδα, μέρισμα, απόσπασμα, σε Πλάτ.
2. συνεισφορά, σε Δημ.
II. μέρος, διαίρεση, τάξη, σε Ευρ., Δημ.
Middle Liddell
μερίς, ίδος, ἡ, μέρος
I. a part, portion, share, parcel, Plat.
2. a contribution, Dem.
II. a part, division, class, Eur., Dem.
Chinese
原文音譯:mer⋯j 姆里士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:分 相當於: (חֵלֶק) (מָנָה)
字義溯源:份,部分,分,分開,一份,一方,地區,同份,相干;源自(μέρος)=份或分享);而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(5);路(1);徒(2);林後(1);西(1)
譯字彙編:
1) 分(2) 徒8:21; 西1:12;
2) 同份(1) 林後6:15;
3) 地區(1) 徒16:12;
4) 一份(1) 路10:42
English (Woodhouse)
division, part separated, social division
Translations
contribution
Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג