παλιγγενεσία
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
ἡ,
A rebirth, regeneration, of the world, παλιγγενεσίας ἡγεμόνες, of Noah and his sons, Id.2.144; ἡ ἀνάκτησις καὶ παλιγγενεσία τῆς πατρίδος J. AJ11.3.9; renewal of a race, Corp.Herm.3.3; of persons, beginning of a new life, εἰς παλιγγενεσίαν ὁρμᾶν Ph.1.159, cf. Luc.Musc.Enc.7: hence of restoration after exile, Cic.Att.6.6.4; transmigration, metempsychosis, palingenesis, reincarnation of souls, Plu.2.998c; cf. μετεμψύχωσις fin.
2 in Stoic Philos., rebirth of the κόσμος, Chrysipp.Stoic.2.191: pl., ib.187, Boeth.Stoic. 3.265; so later, ἡ περιοδικὴ παλιγγενεσία τῶν ὅλων M.Ant.11.1, cf. Procl. in Ti.3.241 D.
3 Medic., relapse, Gal.13.83; regrowth of a tumour, Antyll. ap. Orib.45.2.7.
II in Roman Law, = restitutio natalium, Just.Nov.18.11.
III in NT.,
1 resurrection, Ev.Matt.19.28.
2 spiritual rebirth, regeneration by baptism, διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας = through the regeneration effected by baptism Ep.Tit.3.5.
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, Wiedergeburt, Wiederaufleben, Erneuerung; ἐκ θανάτου, Long. 3, 4; ἀπ οθανοῦσα μυῖα ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς γίγνεται, Luc. enc. muscae 7; a. Sp.; Auferstehung, N.T.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 renaissance;
2 régénération.
Étymologie: πάλιν, γένεσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιγγενεσία -ας, ἡ [πάλιν, γένεσις] wedergeboorte; Luc. 7.7; christ. wederopstanding (van de doden); geestelijke wedergeboorte:. διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας door de wedergeboorte die voortkomt uit het doopsel NT Tit. 3.5.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιγγενεσία: ἡ возрождение, воскресение Plut., Luc., NT.
English (Strong)
from πάλιν and γένεσις; (spiritual) rebirth (the state or the act), i.e. (figuratively) spiritual renovation; specially, Messianic restoration: regeneration.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλιγγενεσία)
1. η επιστροφή στη ζωή μετά τον θάνατο, ανάσταση, αναγέννηση («ἀποθανοῦσα... μυῖα τέφρας ἐπιλυθείσης ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος... γίνεται», Λουκιαν.)
2. μτφ. α) ανανέωση, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα
β) παλινόρθωση (α. «η ελληνική παλιγγενεσία» — η απελευθέρωση τών Ελλήνων από τους Τούρκους με την επανάσταση του 1821 και η αποκατάσταση του ελληνικού κράτους
β. «ἡ ἀνάκτησις καὶ παλιγγενεσία της πατρίδος», Ιώσ.)
3. (ως φιλοσ. όρος) η αναγέννηση και ειδικά η ανακύκληση που θεωρείται ως περιοδική και αιώνια επάνοδος τών ίδιων γεγονότων («τὴν περιοδικὴν παλιγγενεσίαν τῶν ὅλων», Μάρκ. Αυρ.)
4. εκκλ. α) η ανάσταση τών νεκρών («ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσία, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ», ΚΔ)
β) η αναγέννηση που γίνεται με το χριστιανικό βάπτισμα («διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
5. (στο ρωμ. δίκ.) η ανόρθωση του γένους
αρχ.
1. η μετεμψύχωση, η μετανάστευση τών ψυχών
2. η αποκατάσταση
3. (στην ιατρ.) υποτροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -γενεσία (< γενέτης + γίγνομαι), πρβλ. αειγενεσία].
Greek Monotonic
πᾰλιγγενεσία: ἡ (γένεσις), αναγέννηση, παλινόρθωση· χρησιμοποιείται από τον Κικ. για την επάνοδό του από την εξορία· απ' όπου, σε Καινή Διαθήκη
1. ανάσταση νεκρών,
2. αναγέννηση μέσα από το βάπτισμα.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιγγενεσία: ἡ, ἀναγέννησις, παλινόρθωσις, ἀνακαίνισις, ἐπὶ τοῦ κόσμου, τὰς ἐκπυρώσεις καὶ π. τοῦ κόσμου Φίλων 2. 501· παλιγγενεσίας ἡγεμόνες, ἐπὶ τοῦ Νῶε καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, αὐτόθι 144· ἡ περιοδικὴ π. τῶν ὅλων Μ. Ἀντωνῖν. 11. 1· ἡ ἀνάκτησις καὶ π. τῆς πατρίδος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 9· ἐπὶ προσώπων, ἀνακαίνισις ζωῆς, ἐπάνοδος εἰς τὴν ζωήν, εἰς π. ὁρμᾶν Φίλων 1. 159· ἐπὶ τῆς μεταναστάσεως ἢ μετοικήσεως τῶν ψυχῶν, Πλούτ. 2. 998C, Κλήμ. Ἀλ. 539· ἐν χρήσει παρὰ Κικέρωνι ἐπὶ τῆς μετὰ τὴν ἐξορίαν ἀποκαταστάσεώς του, Ἀττ. 6. 6· - ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφεῦσι, 1) ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 28. 2) ἀναγέννησις διὰ τοῦ βαπτίσματος, διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. γ΄, 5, πρβλ. Λουκ. μυίας ἐγκώμ. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
Middle Liddell
πᾰλιγ-γενεσία, ἡ, γένεσις
a being born again, new birth; used by Cic. of his restoration after exile:— hence, in NTest.,
1. the resurrection.
2. regeneration by baptism.
Chinese
原文音譯:paliggenes⋯a 爬林-給尼西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:再-成為
字義溯源:重生,新生,復興,復興的時候,再生;由(πάλιν)*=再)與(γένεσις)=誕生)組成;其中 (γένεσις)出自(γενεά)=族系), (γενεά)出自(γένος)=親戚), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。主耶穌與尼哥底母談論重生( 約3:3),那裏的重生是用兩個編號:(ἄνωθεν)=重)和(γεννάω)=生),但這字(πάλη)=重生)是一個編號。參讀 (πάλιν)同源字
出現次數:總共(2);太(1);多(1)
譯字彙編:
1) 重生的(1) 多3:5;
2) 復興的時候(1) 太19:28
Mantoulidis Etymological
(=ἀναγέννηση, ἀνακαίνιση). Ἀπό τό ἐπίρρ. πάλιν (=πίσω) + γένεσις τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πάλιν.
Translations
resurrection
Armenian: հարություն; Belarusian: уваскрашэнне; Bulgarian: възкресение; Catalan: resurrecció; Chinese Cantonese: 復活, 复活; Hakka: 復活, 复活; Mandarin: 復活, 复活; Min Nan: 閣活, 阁活; Crimean Tatar: tirilüv, tirilme; Czech: vzkříšení; Dutch: herrijzenis, wederopstanding, opstanding, verrijzenis; Esperanto: reviviĝo; Estonian: ülestõusmine; Finnish: ylösnousemus; French: résurrection; Galician: resurrección; Georgian: გაცოცხლება; German: Wiederauferstehung, Auferstehung; Gothic: 𐌿𐍃𐍃𐍄𐌰𐍃𐍃; Greek: ανάσταση; Ancient Greek: ἀναβίωσις, ἀνάστασις, ἀνέγερσις, ἔγερσις, ἐξανάστασις, ἐπαναστασίη, ἐπανάστασις, νεκρεγερσία, νεκρέγερσις, παλιγγενεσία; Hebrew: תחיית המתים; Hindi: पुनरुज्जीवन, मृतोत्थान, नुशूर; Hungarian: feltámadás; Icelandic: upprisa; Irish: aiséirí; Old Irish: esséirge; Italian: resurrezione; Japanese: 復活; Korean: 부활(復活); Latin: resurrectio; Latvian: augšāmcelšanās; Lithuanian: prisikėlimas; Low German: Uperstahung; Macedonian: воскресение; Ngazidja Comorian: mbâthwi; Norman: rêsurrection; Old Church Slavonic Cyrillic: въскрьсеньѥ, въскрѣшеньѥ; Old English: ǣrist; Persian: رستاخیز; Polish: zmartwychwstanie, wskrzeszenie; Portuguese: ressurreição; Romanian: reînviere, înviere; Russian: воскресение, воскрешение; Rusyn: воскресї́ня; Sanskrit: मृतोत्थान, पुनरुज्जीवन; Serbo-Croatian Cyrillic: ускрсење, ускрснуће; Roman: uskrsenje, uskrsnúće; Slovak: vzkriesenie; Slovene: vstajenje; Spanish: resurrección; Swahili: ufufuo; Swedish: uppståndelse; Tagalog: muling-pagkabuhay; Turkish: diriliş; Ukrainian: воскрешення; Urdu: نُشُور, اِحْیا; Volapük: dönulifükam; Walloon: ravicaedje, rezureccion; Welsh: atgyfodiad