προτρέπω
English (LSJ)
A urge forwards; used by Hom. only intr. in Med. or Pass., turn to flight, προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν Il.5.700; of the sun, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται Od.11.18, cf. 12.381: metaph., ἄχεϊ προτραπέσθαι give myself up to grief, Il.6.336.
II later, in Act., urge on, impel, τίς σ' ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει; S.El.1193; π. τινά Isoc.5.123; opp. κωλύω, Arist.EN1113b26: c. acc. pers. et inf., urge on, impel, persuade one to do a thing, Hdt.9.90, S.Ant.270; π. τὰ δέοντα ποιεῖν ὑμᾶς D.2.3, cf. BGU164.17 (ii/iii A.D.), etc.; π. τοὺς δικαστὰς ὀργίζεσθαι Aeschin.2.3; ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν Pl.Smp. 181a; προτρέψαι (or -τρέψασθαι) τινὰ ὥστε πειρᾶσθαι Th.8.63: followed by a Prep., π. τινὰ εἰς or ἐπὶ φιλοσοφίαν, Pl.Euthd.275a,307a; ἐπ' ἐλευθερίαν τὰ πλήθη Id.Lg.699e; ἐπ' ἀρετήν Isoc.2.8, Lycurg. 10, etc.; ἐπὶ τὰς ἀδικίας Isoc.7.46; πρὸς τὸ παρέπεσθαι Pl.Phd. 89a, etc.; συμβουλεύει ἢ προτρέπων ἢ ἀποτρέπων Arist.Rh.1358b15:—Med., c. acc. pers. et inf., A.Pr.990, S.OT358, etc.; προτρέπεσθαι ἀνθρώπους ἐπ' ἀρετήν, τοὺς συνόντας πρὸς ἐγκράτειαν, X.Mem.1.4.1, 4.5.1; νόμοι πολίτας ἐς δικαιοσύνην π. Id.Cyr.2.2.14; προὐτράπετο εἰς τὸ διαλέγεσθαι Pl.Prt. 348c; πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα π. τοὺς πολίτας Id.Lg.711b; ὡς.. προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον εἴπας... ἐπειρώτα.., as Solon's story led Croesus on, he asked, Hdt.1.31; προτρέψομαι I will lay an injunction on thee, S.OT1446 (v.l.); prescribe, ἐν τῇ φαρμακείῃ Hp.Nat.Hom.9, but cf. Gal.15.122, 19.133:—Pass., to be persuaded or influenced, ὑπὸ τῶν ὀρνίθων ἀποτρέπεσθαι καὶ π. X.Mem.1.1.4, cf. Luc.Icar.29: c. inf., ὑπ' ἐκείνων -τραπήσεσθαι ὅ τι ἂν κελεύωνται ποιεῖν Phld.Mus.p.87K.; ὑπὸ τῆς ἐλπίδος π. SIG1073.37 (Olympia, ii A.D.); προετράπη γράψαι Ach.Tat.Vit.Arat.p.77 Maass.
III promote, οὖρα, χυμόν, Gal.11.32; γάλα, σπέρμα, ib. 771:—Pass., ἢν προτρέπηται ὁποῖα δεῖ if stimulated in the right way, Hp.Acut.51.
IV in Med., outstrip, outdo, πάντας ἐν τῷ πίνειν Plu. 2.624c.
V search out, discover, E.Hipp.715 (acc. to Sch.; dub.l.).
German (Pape)
[Seite 793] vorwärts wenden, hinwenden, hinkehren; τίς σ' ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει; wer bringt dich in diesen Zwang? Soph. El. 1184, vgl. ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν, Ant. 270. – Gew. im med. sich vorwärts-, hinwenden, hingehen, προτρέπ οντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, Il. 5, 700, ὅτ' ἂν (ἠέλιος) ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται, Od. 11, 18. 12, 381, u. übtr., ἔθελον δ' ἄχεϊ προτραπέσθαι, Il. 6, 336, sich zur Trauer hinwenden, sich der Trauer überlassen; auch wie das act., προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε, Aesch. Prom. 992; u. Soph., σὺ γάρ μ' ἄκοντα προὐτρέψω λέγειν, du fordertest mich auf, vermochtest mich zu sprechen, O. R. 358; vgl. σοί γ' ἐπισκήπτω τε καὶ προτρέψομαι, 1446, wo es der Schol. durch αἰτήσομαι erklärt. – Jemanden wozu anregen, ermuntern, ihn aufmerksam od. neugierig auf Etwas machen, τινά τι, z. B. τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, Her. 1, 31; vgl. τὸν ταῦθ' ἡμᾶς προτρέποντα, Plat. Crit. 408 e; εἰς φιλοσοφίαν, Euthyd. 274 e Prot. 348 c; τὸ μειράκιον ἐπὶ φιλοσοφίαν προτρέπω, Euthyd. 307 a, u. öfter; auch c. inf., ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν, Conv. 181 a, wie προτρέπειν τὰ δέοντα ποιεῖν ὑμᾶς, Dem. 2, 3; τοὺς δικαστὰς ὀργίζεσθαι, Aeschin. 2, 3, u. med., προτρέψασθε τὰ τῶν νέων ζηλώματα εἰς ἀρετήν, 1, 191; προτρέπονται αὐτοὺς ζῆν, Arist. eth. 10, 1, 4; πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα προτρέπεσθαι τοὺς πολίτας, Plat. Legg. IV, 711 b; u. Sp., wie Pol. 2, 22, 2 u. öfter; προτραπεὶς ἔγνων, Luc. Icarom. 29.
French (Bailly abrégé)
I. tourner en avant, pousser en avant;
II. fig. 1 pousser, exciter, exhorter;
2 pousser jusqu'à, réduire à, soumettre à;
Moy. προτρέπομαι (ao. προετρεψάμην, ao.2 προετραπόμην, ao.2 Pass. προετράπην);
I. intr. se tourner vers, se diriger vers;
II. tr. 1 exhorter, exciter;
2 attirer à soi, càd exciter l'attention de;
3 attirer à soi, càd se concilier;
4 bouleverser.
Étymologie: πρό, τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τρέπω, imperf. προύτρεπον en προέτρεπον; aor. προύτρεψα, med. προυτρεψάμην en προετρεψάμην; aor. med. προυτραπόμην; aor. pass. προυτράπην en προετράπην met acc. aanzetten tot, aansporen tot; met prep..; τοὺς κρατοῦντας τοῦ πλήθους ἐπ’ ἀρετὴν π. degenen die de leiding hebben over het volk tot deugdzaamheid aansporen Isocr. 2.8; met inf..; προέτρεπε αὐτοὺς ῥύσασθαι ἄνδρας Ἕλληνας hij spoorde hen aan Grieken te redden Hdt. 9.90.2; ook med. met alleen acc..; προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροίσον toen Solon Croesus geprikkeld had Hdt. 1.31.1; met acc. en inf..; προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε Zeus zal mij ertoe brengen dit openbaar te maken Aeschl. PV 990; met ὥστε en inf..; προυτρέψαντο τοὺς δυνατωτάτους ὥστε πειρᾶσθαι zij spoorden de machtigsten aan om te proberen Thuc. 8.63.3; voorschrijven. Hp. med. zich begeven naar; met prep. bep..; προτρέποντο ἐπὶ νηῶν zij wendden zich in de richting van hun schepen Il. 5.700; ὅτ’ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ’ οὐρανόθεν προτράπηται wanneer (de zon) zich weer uit de hemel naar de aarde begeeft Od. 11.18; overdr., met dat..; ἄχεϊ π. zich overgeven aan smart Il. 6.336; met prep. bep.. μόγις προυτράπετο εἰς τὸ διαλέγεσθαι met moeite bracht hij zich ertoe om mee te praten Plat. Prot. 348c.
Russian (Dvoretsky)
προτρέπω:
1 (Hom. - только med.-pass.) обращать, поворачивать: προτρέπεσθαι ἐπὶ νηῶν Hom. отступать к кораблям; ἄχεϊ προτραπέσθαι Hom. предаться скорби;
2 тж. med. побуждать, увещевать, склонять (τινὰ ἐπί, εἴς и πρός τι Xen., Plat., Aeschin., Arst., Polyb.): προτρέψομαι (sc. σε) Soph. я буду упрашивать, т. е. умоляю тебя;
3 тж. med. заставлять, принуждать (τινὰ ἐς πέδον κάρα νεῦσαι Soph.);
4 med. возбуждать любопытство: προτραπέσθαι τινά τι Her. заинтересовать кого-л. чем-л.;
5 med. опережать, aor. превзойти (τινα ἐν τῷ πίνειν Plut.).
English (Thayer)
1st aorist middle participle προτρεψαμενος; to urge forward, exhort, encourage (often so by Attic writ, both in the active and the middle): Homer down.))
Greek Monolingual
ΝΜΑ τρέπω
1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός
2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον εἴπας..., ἐπειρώτα»
ὁ Σόλων διήγειρε την περιέργεια του Κροίσου, Ηρόδ.)
3. αυξάνω την παραγωγή ή συντελώ στην αύξησή της (α. «προτρέπειν χυμόν», Γαλ.
β. «προτρέπειν γάλα», Γαλ.)
4. εφευρίσκω, ανακαλύπτω («ἕν δὲ προτρέπουσ' ἐγὼ ηὕρηκα... συμφορᾱς ἄκος», Ευρ.)
5. προσκαλώ
6. προειδοποιώ ή νουθετώ
7. (μέσ. και παθ.) προτρέπομαι
τρέπομαι προς κάτι με σπουδή και φεύγω («προτρέποντο... ἐπὶ νηῶν», Ομ. Ιλ.)
8. μέσ. α) (για τον ήλιο) αποκλίνω, οδεύω («ὅτ' ἄν ἄψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται», Ομ. Οδ.)
β) παραγγέλλω
γ) διορίζω
δ) προτρέχω
ε) υπερτερώ, υπερέχω
9. (φρ. «ἄχεϊ προτρέπεσθαι» — παραδίδομαι στη θλίψη.
Greek Monotonic
προτρέπω: μέλ. —τρέψω,
I. παρακινώ, παρορμώ — Μέσ., τρέπομαι σε άτακτη φυγή (πρβλ. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἀρχέϊ προτραπέσθαι, τρέπομαι σε θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. προτρέπω, ωθώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· προτρ. τινὰ εἰς ή ἐπὶ φιλοσοφίαν, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, ο Σόλων διέγειρε την περιέργεια του Κροίσου για τον Τέλλο, σε Ηρόδ.· προτρέψομαι, θα σε παρακινήσω ή θα σε ενθαρρύνω, σε Σοφ. — Παθ., πείθομαι, παρακινούμαι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προτρέπω: μέλλ. -τρέψω, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὀμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. ἢ παθητ. τύπῳ, τρέπομαι πρό τινος μετὰ πάσης σπουδῆς καὶ φεύγω (πρβλ. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, «προτροπάδην ἔφευγον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 700· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὅτ’ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται, «ἀποκλίνῃ, ὁδεύσῃ·» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 18., Μ. 381· μεταφορ., ἤθελον δὲ ἄχεϊ προτραπέσθαι, νὰ τραπῶ εἰς θλῖψιν, Ἰλ. Ζ. 336. ΙΙ. ὕστερον ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς καὶ νῦν, προτρέπω, παρακινῶ, παρορμῶ, τίς σ᾿ ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει; Σοφ. Ἠλ. 1193· πρ. τινά, ἀντίθετον τῷ κωλύω, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1446 (σε δέον νὰ νοηθῇ), Ἰσοκρ. 107C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 7· ― μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παρακινῶ, προτρέπω, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 9. 90, Σοφ. Ἀντ. 270, Πλάτ., κτλ.· προτρέπειν τινὰ ὥστε πειρᾶσθαι Θουκ. 8. 63· ὡσαύτως ἑπομένης προθέσεως, προτρ. τινὰ εἰς ἢ ἐπὶ φιλοσοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 274Ε, 807Α, πρβλ. Πρωτ. 348C· ἐπ᾿ ἐλευθερίαν ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 699Ε· ἐπ᾿ ἀρετὴν Ἰσοκρ. 16C, Λυκοῦργ. 149. 7, κτλ.· ἐπὶ τὰς ἀδικίας Ἰσοκρ. 149Α· πρὸ ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα Πλάτ. Νόμ. 711Β, πρβλ. Φαίδωνα 89Α, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρεμ., Αἰσχύλ. Πρ. 990, Σοφ. Ο.Τ. 358, κτλ.· προτρέπεσθαί τινα ἐπ᾿ ἀρετὴν πρὸς ἐγκράτειαν Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 1., 4. 5, 1· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 14, κτλ.· τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, ὁ Σόλων διήγειρε τὴν περιέργειαν τοῦ Κροίσου περὶ τοῦ Τέλλου, Ἡρόδ. 1. 31· προτρέψομαι, θὰ σὲ παρακινήσω, Σοφ. Ο. Τ. 1446. ― Παθ., παρακινοῦμαι, πείθομαι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 4. ΙΙΙ. προκαλῶ, οὖρα, χυμὸν Γαλην. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. praevertere, ὑπερφέρω, ὑπερτερῶ, τινὰ ἔν τινι Πλούτ. 2. 624C. V. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπιφέρω μεταβολήν, ἐν τῇ φαρμακείῃ Ἱππ. ἴδε Foës Oecon. VI. ἐν Εὐρ. Ἱππ. 715 τὸ: ἓν δὲ προτρέπουσ᾿ ἐγὼ εὕρημα δή τι τῆσδε συμφορᾶς ἔχω ἑρμηνεύει ὁ Σχολ. ὡς ἑξῆς: «ἀντὶ τοῦ ζητοῦσα καὶ ἐξερευνῶσα, μετατρέπουσα φησί, καὶ πολλὰ δοκιμάζουσα καὶ εἰς πολλὰ μεταφέρουσά μου τὴν γνώμην ἓν μόνον ἴαμα τῆς συμφορᾶς εὗρον»· ἀλλ᾿ ὁ Monk ἀντὶ τοῦ προτρέπουσα προτείνει προσκοποῦσα.
Middle Liddell
fut. -τρέψω
I. to urge forwards: Mid. to turn in headlong flight (cf. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν Il.; of the sun, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται Od.; metaph., ἄχεϊ προτραπέσθαι to give oneself up to grief, Il.
II. to urge on, impel, Soph.;—c. acc. pers. et inf. to urge on, impel, persuade one to do a thing, Hdt., Attic; προτρ. τινὰ εἰς or ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat.:—so in Mid., c. acc. pers. et inf., Aesch., etc.; τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον Solon. roused Croesus to enquire about Tellus, Hdt.; προτρέψομαι I will exhort or urge thee, Soph.:—Pass. to be persuaded, Xen.
Chinese
原文音譯:protršpomai 普羅-特雷坡買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-歸回
字義溯源:促進,勸告,說服,勉勵;由(πρό)*=前)與(τροπή)=轉動)組成;而 (τροπή)出自 (τρέμω)X*=轉。參讀 (παραβιάζομαι)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 勉勵(1) 徒18:27
Lexicon Thucydideum
impellere, to drive on, 5.16.3,
MED. idem, the same 8.63.3, [vulgo commonly προτρεψάντων]
Translations
persuade
Arabic: أَقْنَعَ; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: שִׁכְנֵעַ; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: متقاعد کردن; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio