φραγμός
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ὁ,
A fencing in, blocking up, τῆς ἀκουούσης πηγῆς S.OT1387.
2 intestinal obstruction, Cael.Aur.CP3.17.
II fence, paling, X.Cyn. 11.4, AP9.343 (Arch.) BGU1119.32 (i B. C.), Ev.Matt.21.33, etc.; hedge, Aesop.385; railing of the bridge over the Hellespont, Hdt. 7.36: fortification, ib.142; of the diaphragm, Hp.Flat.10, Arist.PA 672b20; of the shard of beetles, ib.682b17; of the teeth, Poll.2.93.
2 metaph., partition, Ep.Eph.2.14.
b nickname of a man with a bristly beard, Luc.Pseudol.27.
German (Pape)
[Seite 1302] ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de boucher;
2 clôture, palissade.
Étymologie: φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
φραγμός: ὁ φράσσω
1 закрывание, затыкание: τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι᾽ ὤτων φ. Soph. затыкание ушей, чтобы ничего не слышать;
2 ограда, забор Her., Xen., Theocr., Plut., Luc.;
3 анат. перегородка, перепонка, преграда Arst.;
4 огороженное место, загон Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φραγμός: ὁ, (φράσσω) φάξιμον, ἀλλ’ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ’ ἦν πηγῆς δι’ ὤτων φραγμὸς Σοφ Ο. Τ. 1387. ΙΙ. ὡς τὸ φράγμα, φράκτης, Ξεν. Κυν. 11, 4. κλπ.· ἐπὶ τοῦ φράκτου ὁ ὁποῖος κατεσκευάσθη ἑκατέρωθεν τῆς ὑπὲρ τὸν Ἐλλήσποντον γεφύρας, Ἡρόδ. 7. 36· ὀχύρωμα, αὐτόθι 142· ― λέγεται προσέτι ἐπὶ τοῦ διαφράγματος (ἴδε φρὴν Ι), Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 3 ἐπὶ τοῦ κολεοῦ τῶν κανθάρων, αὐτόθι 4. 6, 4· ἐπὶ τῶν ὀδόντων (ἕρκος ὀδόντων), Παῦλ. Αἰγ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93. 2) τόπος διὰ φράκτου ἀποκεχωρισμένος, περιπεφραγμένος, οἰονεὶ μάνδρα, Ἀνθ. Π. 9. 343. 3) μεταφορ., διαχώρισμα, μεσότοιχον, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 14 ― ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος δασεῖαν γενειάδα, Λουκ. Ψευδολ. 27.
English (Strong)
from φράσσω; a fence, or inclosing barrier (literally or figuratively): hedge (+ round about), partition.
English (Thayer)
φραγμοῦ, ὁ (φράσσω to fence round), a hedge, a fence: A. V. partition), see μεσότοιχον. (The Sept., Herodotus, Sophocles, Thucydides, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α
φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (ναυτ.-στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό της οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα ανιχνευτικά σκάφη ναυτικής δύναμης, ώστε να μην είναι δυνατή η διέλευση, μέσω της ζώνης αυτής, αντίπαλων πλοίων χωρίς αυτά να γίνουν αντιληπτά
β) συνεκδ. η γραμμή πλεύσης ή και κάθε πλοίο που κινείται σ' αυτήν
2. στρ. οργάνωση δικτύου πυρός, που δεν αποβλέπει στην προσβολή συγκεκριμένου στόχου αλλά στον σχηματισμό, επί ορισμένης εδαφικής ζώνης, πυκνής δέσμης πυρών, είτε πεζικού είτε πυροβολικού, με σκοπό την απαγόρευση της παραμονής σ' αυτήν τη ζώνη ή και της μέσω αυτής διέλευσης εχθρικών σχηματισμών ή και μεμονωμένων ανδρών
3. (γεωλ.-ωκεαν.) επιμήκης ράχη, ανάχωμα ή ύβωμα από άμμο ή χάλικες, που σχηματίζεται κυρίως στις εκβολές ενός ποταμού ή σε μικρή απόσταση από την ακτή, λόγω της δράσης τών κυμάτων και τών ρευμάτων
4. μτφ. οτιδήποτε αναχαιτίζει κάτι, εμπόδιο (α. «ο νέος νόμος για τα δάση έθεσε οριστικό φραγμό στα σχέδια τών οικοπεδοφάγων
β. «δεν έχει ηθικούς φραγμούς αυτός»)
5. φρ. «φραγμός πυρός»
στρ. βλ. πυρ
μσν.-αρχ.
διαχώρισμα, μεσότοιχος («τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας», ΚΔ.)
αρχ.
1. το να φράζει, να αποκλείει κανείς κάτι («ἀλλ' εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός», Σοφ.)
2. το διάφραγμα της ρινικής κοιλότητας
3. οδοντοστοιχία
4. ο κολεός τών σκαθαριών
5. τόπος αποκλεισμένος με φράχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγμα) + κατάλ. -μός (πρβλ. ταραγμός)].
Greek Monotonic
φραγμός: ὁ (φράσσω)·
I. περίφραξη, φράγμα, σε Σοφ.
II. 1. όπως φράγμα, φράγμα, φράκτης, μάντρα, σε Ηρόδ.
2. μέρος περιφραγμένο, μάντρα, σε Ανθ.
3. μεταφ., διαχώρισμα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
φραγμός, οῦ, ὁ, φράσσω
I. a fencing in, blocking up, Soph.
II. like φράγμα, a fence, paling, palisade, Hdt.
2. a place fenced off, an enclosure, Anth.
3. metaph. a partition, NTest.
Chinese
原文音譯:fragmÒj 弗拉格摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:障礙
字義溯源:籬笆,圍牆,隔牆,隔斷,灌木樹籬;源自(φράσσω)=阻隔),而 (φράσσω)出自(φρήν)*=隔膜)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 籬笆(3) 太21:33; 可12:1; 路14:23;
2) 隔斷(1) 弗2:14
English (Woodhouse)
Translations
fortification (structure)
Arabic: مَعْقِل; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: vesting; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festung, Fort; Greek: οχύρωμα; Ancient Greek: ἀποτείχισμα, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωμα, παρατείχισμα, περίβλημα, περιοχή, προανατείχισμα, τείχισμα, τεῖχος, τείχωμα, φραγμός, φύλαγμα; Italian: fortificazione; Latin: munitio, munimentum; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: укрепления; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat