Π π

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: π Medium diacritics: π Low diacritics: π Capitals: Π
Transliteration A: p Transliteration B: p Transliteration C: p Beta Code: p

English (LSJ)

πεῖ, IG22.2783.23 (iv B. C.), BCH29.483 (Delos), Hellad. ap. Phot.p.530B., indecl.: seventeenth (later sixteenth) letter of the Gr. alphabet: as numeral π = 80, but π' = 80,000.

German (Pape)

[Seite 434] der sechszehnte Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen π' = 80,π = 80000. Ader Π bedeutet 5, besonders in den Verbindungen, = πεντάκις δέκα oder 50, und so in Inschriften = πεντάκις ἑκατόν, d. i. 500, = πεντακισχίλιοι, d. i. 5000, u. [Μ] = πεντακισμύριοι, d. i. 50000. – Von Veränderungen des π und Vertauschungen mit anderen Buchstaben merke man: – 1) die tenuis π wechselt in den Mundarten theils mit der media β, πλαδαρός u. βλαδαρός, πατεῖν u. βατεῖν, auch πάλλω u. βάλλω mag man vergleichen, – theils mit der aspirata φ, für welche es im Ion. u. Aeol. eintritt; so πανός statt φανός, πάτνη statt φάτνη; bes. bleibt π vor dem Spiritus asper im Ion. unverändert, ἐπ' ᾧ, ion. für ἐφ' ᾧ, ὑπ' ὑμῶν für ὑφ' ὑμῶν, ἀπηγέεσθαι für ἀφηγεῖσθαι. Auch im Dor., bes. bei den Lakoniern, vgl. Koen Greg. Car. p. 344. Die Attiker liebten dagegen die Aspirata und sagten ἀσφάραγος, λίσφος u. ä. für ἀσπάραγος, λίσπος, vgl. Lob. Phryn. 113. – 2) bei den Ion. tritt dafür in den interrogativen und relativen Correlativis κ ein, κῶς, κόσος, ὅκως, ὁκοῖος für πῶς, πόσος, ὅπως, ὁποῖος u. ä., vgl. Greg. dial. Ion. 27 p. 413. Bei den Dichtern u. Aeolern wird das π in den Relativis auch verdoppelt, ὅππως, ὁπποῖος u. ä. Bei den Aeolern findet diese Vertauschung des κ u. π auch in andern Wörtern statt, wie sich dies bes. in Vergleichungen mit dem Lateinischen zeigt, vgl. λύκος u. lupus, ἵππος u. equus, σηκός u. sepes, ἕπομαι u. sequor, Greg. dial. aeol. 4 p. 579 ff. – 3) äolisch tritt π auch für μ ein, ὄππα = ὄμμα, πέδα = μετά u. compp., s. Greg. dial. aeol. 4 p. 580; vgl. Koen ad Greg. p. 282. – Ebenfalls äolisch und dorisch tritt π für τ ein, πέμπε = πέντε, σπολάς = στολάς, vgl. Koen Greg. Car. p. 364. 615.

French (Bailly abrégé)

π, ϖ, πῖ (τό) :
indécl.
pi :
16ᵉ lettre de l'alphabet;
comme chiffre : πʹ = 80 - ͵π et postér. Π = 80 000;
dans les inscriptions, Π = 5 (πέντε).

Greek (Liddell-Scott)

Π π: π, πεῖ ἢ πῖ, ἄκλιτ.· δέκατον ἕκτον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου· ὡς ἀριθμητικὸν πϳ = 80, ἀλλά ΄π 80.000. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφαῖς τὸ Π σημαίνει πέντε· ----------------- δηλοῦσι πεντάκις δέκα, πεντάκις ἑκατόν, πεντάκις χίλιοι, πεντάκις μύριοι. Ι. τὸ π. εἶναι τὸ ψιλὸν χειλεόφωνον ἄφωνον τὸ ἔχον ἀντίστοιχα τὸ μέσον β καὶ τὸ δασὺ φ. Ἐν ταῖς Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις τὸ π. Λατιν. p, Σανσκρ. p ἢ ph, ἰσοδυναμοῦσι πρὸς τὸ Τευτονικὸν f ἢ (ἐν μέσ. λέξεως) b· ὡς, πατήρ, Λατιν. pater, Σανσκρ. pitâ, = Γοτθ. fadar, Ἀρχ. Σκανδ. fadir, Ἀρχ. Γερμαν. fatar, κτλ.· πόσις, Λατ. potis, potens, Σανσκρ. patis (δεσπότης, κύριος), = Γοτθ. faths (ἐν τῷ bruth-faths, νυμφίος)· πρό, Λατιν. pro, prae, Σανσκρ. pra (ὡς προθετικὸν μόριον), = τῷ Γοτθ. fru-ma (πρῶτος), Ἀρχ. Γερμαν. fur-iro (prior) κτλ.· ἑπτά, Λατ. septem, Σανσκρ. sep-tan, = τῷ Γοτθ. sib-un, κτλ. 2) τὸ Ἑλλην. π παριστάνει ὡσαύτως τὸ Ἰνδο-Γερμαν. k, τὸ Λατ. c ἢ qu, καὶ ἐνίοτε τὸ Τευτονικὸν g ἢ hv· ― ὡς, fέπος, Λατ. vox (vocis), Σανσκρ. vakϳ, vakϳ-as (vox)· ― ἕπομαι, Λατ. sequ-or. Σανσκρ. sakϳ, sakϳe, si-sakϳmi· ― ἵππος (ἴκκος), Λατιν. equ-us· ― ὄπ-, ὄπωπα, ὄψις, Λατιν. oc-ulus, Σανσκρ. ak-sham, Γοτθ. aug-o· ― πέμπε (Αἰολ. ἀντὶ πέντε), Λατιν. quinque, Σανσκρ. pankϳan· ― πέπτω, Λατιν. coqu-o, (quoqu-o ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Πλαύτου καὶ Οὐεργιλίου), Σανσκρ. pakϳ, pakϳ-åmi· ― λείπω, Λατ. linquo (liqui)· ― πὸς (ἐν τοῖς πότε, πόθεν, ποῦ, πῶς, κτλ.)· Λατ. quis (quum, quo, κτλ.), Σανσκρ. kas, Γοτθ. hvas, hvan (Ἀγγλιστὶ when), Ἀρχ. Γερμαν. hvar (ever), κτλ.· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. τροπαὶ τοῦ π ἐν ταῖς Ἑλλην. διαλέκτοις, κλ. 1) τὸ π γίνεται φ, √ΛΙΠ, λίπος ἀλείφω, βλέπω βλέφαρον, λάπτω λαφύσσω, τεθηπέναι ταφῆναι, κλ. 2) ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Ἰων. διαλέκτ. ἀντικαθίστησι τὸ δασὺ φ, ἀμπὶ ἀντὶ ἀμφί, πανὸς ἀντὶ φανός, πάτνη ἀντὶ φάτνη, ἀπηγέεσθαι ἀντὶ ἀφηγ-, ἀπικέσθαι ἀντὶ ἀφικ-· οὕτω καὶ ἐν τῇ Δωρ., μάλιστα τῇ Λακων., Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. σελ. 344· διετηρεῖτο δὲ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν τὸ π πρὸ δασυνομένου φωνήεντος παρὰ τοῖς Ἴωσιν, ἀπ’ ἡμῶν, ἐπ’ ἡμέρην, ὑπ’ ὑμῶν, κτλ.· τοὐναντίον τὸ δασὺ φαίνεται ὅτι μετεχειρίζοντο ἀείποτε κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττικοί, ἀσφάραγος ἀντὶ ἀσπάραγος, λίσφος ἀντὶ λίσπος, σφόγγος ἀντὶ σπόγγος, σφόνδυλος ἀντὶ σπόνδυλος, σπυρὰς ἀντὶ σφυράς, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113. 3) ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τὸ π γίνεται κ ἐν ἀναφορικαῖς καὶ ἐρωτηματικαῖς λέξεσι, κῶς ὅκως κοῖος ὁκοῖος κόσος ὁκόσος ἀντὶ πῶς ὅπως ποῖος ὁποῖος πόσος ὁπόσος, Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 413· ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. 4) ἐν τῇ Αἰολ. διαλέκτῳ τὸ π κεῖται ἀντὶ μ, ὄππα ἀντὶ ὄμμα, πεδὰ ἀντὶ μετά, Γρηγορ. Κορίνθου σελ. 580· καὶ τἀνάπαλιν μ ἀντὶ π ἐν τῇ λέξει ματέω, ἀντὶ πατέω, Ahrens D. Aeol. σ. 45. 5) παρὰ τοῖς Δελφοῖς τὸ π ἐγένετο β, ὡς, βατεῖν, βικρὸν ἀντὶ πατεῖν, πικρόν, Πλούτ. 2. 292F· ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Δωρ. διαλέκτῳ, π ἀντὶ τ, πέτορες ἀντὶ τέσσαρες, πέμπε ἀντὶ πέντε, σπάδιον (spatium) ἀντὶ στάδιον, σπολὰς ἀντὶ στολάς, σπαλεὶς ἀντὶ σταλεὶς Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου σελ. 364, 615· πρβλ. studeo studium σπουδή. β) ἐνίοτε ἐναλλάσσεται μετὰ τοῦ γ, οἷον ἐν τοῖς λαπαρὸς λαγαρός, λαπάρα λαγών, λαγὸς lepus. 7) παρ’ Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ποιηταῖς τὸ π συχνάκις διπλασιάζεται ἐν τοῖς ἀναφορικοῖς, οἷον ὅππη ὅππως ὁπποῖος ὁππόσος ἀντὶ ὅπη, κτλ., Γρηγ. Κορίνθ. σ. 588. 8) παρὰ τοῖς ποιηταῖς μετὰ τὸ π προστίθεται τ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. πτόλις καὶ πτόλεμος ἀντὶ πόλις καὶ πόλεμος μετὰ τῶν παραγώγων αὐτῶν.

Greek Monolingual

βλ. πει.