κεν-

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

(ΑΜ κεν[ο]- και κενε[ο]-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκειακενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου («κενεγκράνιος», «κενοθρησκεία», δ) είναι μάταιο («κένελπις», «κενόδοξος»). Οι λ. που εμφανίζουν α' συνθετικό κεν(ο)- ή κενε(ο)- (βλ. λ. κενός) είναι οι ακόλουθες: κενε(ο): αρχ. κενεαγγίη, κενεαγγικός, κενεαγγώ, κενεαγορία, κενεαγόρας, κενεαυχής, κενεηγορία, κενεηγόρος, κενεήφατος, κενεολογία, κενεοφροσύνη, κενεόφρων
μσν.
κενεαύχημα. κεν(ο)-: κενεμβατώ, κενοδοξία, κενόδοξος, κενοδοξώ, κενοκοπώ, κενολογία, κενολόγος, κενολογώ, κενόσοφος, κενόσπονδος, κενοτάφιο
αρχ.
κεναγγής, κεναγγία, κενανδρία, κένανδρος, κεναυχής, κενεγκράνιος, κενεμβάτησις, κενεμεσία, κενήριον, κενοβουλία, κενογάμιον, κενοδοντίς, κενοδρομία, κενοδρομώ, κενοθρησκεία, κενοκάματος, κενόκρανος, κενολατρεία, κενολεκτώ, κενολεξία, κενοπάθεια, κενοπάθημα, κενοπαθώ, κενοποιός, κενοποιώ, κενοπονώ, κενόπρησις, κενοσπουδία, κενοσπουδώ, κενοταφώ, κενόφοβος, κενοφρόνημα, κενοφροσύνη, κενόφρων
αρχ.-μσν.
κενοτομώ, κενοφωνία, κενοφωνώ
μσν.
κένελπις, κενεμβασίη, κένογκος, κενόγλωσσος, κενοδοξικώς, κενοδόξισμα, κενόκομπος, κενολόγημα, κενομοχθία, κενορρημοσύνη, κενόσαρκος, κενοσπουδαστής, κενόφωνος
νεοελλ.
κενοσοφία].