λήκυθος

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήκῠθος Medium diacritics: λήκυθος Low diacritics: λήκυθος Capitals: ΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: lḗkythos Transliteration B: lēkythos Transliteration C: likythos Beta Code: lh/kuqos

English (LSJ)

(Dor. λάκυθος [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,
A lecythus, lekythos, oil-flask, cruse, δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, casket for cosmetics, etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.
2 in plural, λήκυθοι (lekythoi) = rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.
II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple = βρόχθος, Clearch.72.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. petit vase, particul. :
1 burette à huile;
2 lécythe, fiole à parfums, à onguents;
3 fig. enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (cf. lat. ampulla);
II. cartilage saillant de la gorge, pomme d'Adam (d'ord. βρόχθος).
Étymologie: DELG t. techn. qui risque d'être emprunté.

German (Pape)

ἡ, Ölflasche (dah. die Alten es von ἔλαιον κεύθειν ableiten); δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od. 6.79; Ar. Av. 1588; Plat. Charm. 161e; Arist. eth. 4.5 und Sp. Auch eine Flasche, in der man Farbe, Schminke, Salben und vgl. aufbewahrte, αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι, Ar. Plut. 810, Eccl. 1101; μυρηρά, Ath. IV.129a; vgl. Poll. 6.105, 10.119.
übertragen Rednerschmuck, -schminke, Gemeinplätze, womit die Redner ihre Reden ausstaffiren, Cic. Att. 1.14 und öfter, wie ampulla. – Nach Schol. Plat. Hipp. min. p. 334 und Hesych. τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὐχένος ἠχῶδες, Gurgel, eigtl. der vorragende Teil der Luftröhre, Adamsapfel.

Russian (Dvoretsky)

λήκῠθος:
1 флакон (для масла, благовоний и т. п.) Hom., Arph. etc.;
2 (лат. ampulla) напыщенность, высокопарность речи Cic.

Greek (Liddell-Scott)

λήκῠθος: ἡ, ἐλαιδόχον ἀγγεῖον, κοινῶς «ῥοΐ», ἀγγεῖον ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, ἐπιτήδευσις περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς καλλωπισμός, τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, ληκυθίζω, ἐπιληκυθίστρια· οὕτως ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ χρῆσις αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη παροιμιώδης ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. ληκύθιον ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ βρόχθος, Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C.

English (Autenrieth)

oil-flask, Od. 6.79 and 215.

Greek Monolingual

η (Α λήκυθος, δωρ. τ. λάκυθος)
μικρού ή μεσαίου μεγέθους αγγείο σε σχήμα φιάλης, με μία λαβή, στενό λαιμό και βαθύ στόμιο, στο οποίο, κατά την αρχαιότητα, έβαζαν αρωματικά λάδια είτε για χρήση τών ζώντων είτε για προσφορά στους νεκρούς
νεοελλ.
ανατ. διεύρυνση σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως είναι οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων του αφτιού, η λήκυθος του Φάτερ στο τοίχωμα του δωδεκαδάκτυλου και η κοπροδόχος λήκυθος του ορθού στο έντερο
αρχ.
1. ο χόνδρος του λάρυγγα ο οποίος προεξέχει, το μήλο του Αδάμ, το καρύδι
2. στον πληθ. αἱ λήκυθοι
στομφώδη ρητορικά σχήματα, ρητορικός στολισμός του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που είναι πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λεκάνη, λοξός.
ΠΑΡ. αρχ. ληκύθειος, ληκυθιάδες, ληκυθίζω, ληκύθιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληκυθοποιός, ληκυθοπώλης, ληκυθουργός, ληκυθοφόρος
νεοελλ.
ληκυθοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αυτολήκυθος, μονολήκυθος, ξυστρολήκυθος, στλεγγιδολήκυθος.

Greek Monotonic

λήκῠθος: Δωρ. λάκυθος[ᾶ], ἡ,
I. δοχείο λαδιού, μπουκάλι λαδιού, λαδικό, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, θήκη για μυρωδικά, σε Αριστοφ.
II. στον πληθ., ρητορικά σχήματα, επιτήδευση, φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)
Meaning: oil-, parfumbottle with handle (Od.), also metaph. rhetorical bombast' (Cic., Plin.; = Lat. ampulla).
Dialectal forms: Epid. λάκυθος (IVa)
Compounds: Few compp., e.g. αὑτο-λήκυθος who carries (for poverty) his own oilcasket = poor man, beggar (Att.).
Derivatives: Diminutivum ληκύθιον (Att.), ληκυθιάδες ἐνώτια ποιά (H.), ληκυτίαι pl. = λήκυθοι (pap.). - Denomin. verb ληκυθίζω give a dump, hollow sound (as from a bottle with a small neck), speak deep in the throat (Call., Str., Phryn., Poll.) with ληκυθ-ιστής who recited with hollow voice, κοιλόφωνος(S. Fr. 1063, H.), -ισμός hollow, dump speaking (Plu.); also as backformation λήκυθος τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὑχένος ἠχῶδες (Clearch.); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 35 n. 12, Bill ClassPhil. 36, 46ff.; extensive Quincey Class Quart. 43, 32ff. with diff. interpretation and discussion.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cultural word (cf. Schwyzer 61, Hermann Glotta 13, 152); also GN Λήκυθος (Macedonia). Wrong IE etymologies in Bq and v. Blumenthal Gnomon 10, 526. Connection with OCS lakъtь, Russ. lákotь pot is doubtful, s. Vasmer Wb. s. v. (see Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50). On λήκυθος in gen. L. J. Elferink, Lekythos. Archäologische, sprachliche und religionsgeschichtliche Untersuchungen. Amsterdam 1934 (in linguistical aspects contestable). - Fur. 121 connects λάγυνος, λάγιον beaker, vase.

Middle Liddell

λήκῠθος, ἡ,
I. an oil-flask, oil-bottle, Od., Ar.: a casket for unguents, Ar.
II. in plural tropes, tragic phrases, Lat. ampullae, Cicero. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

λήκυθος: {lḗkuthos}
Forms: epid. λάκυθος (IVa)
Grammar: f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 34 A. 2)
Meaning: ‘gehenkelte Öl-, Parfümflasche’ (seit Od.), auch übertr. Rednerschmuck (Cic., Plin.; = lat. ampulla).
Composita: Vereinzelte Kompp., z.B. αὐτολήκυθος ‘der (aus Armut) selbst seine Ölflasche trägt’ = armer Mensch, Bettler (att.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum ληκύθιον (att.), ληκυθιάδες· ἐνώτια ποιά (H.), ληκυτίαι pl. = λήκυθοι (Pap.). — Denominatives Verb ληκυθίζω ‘einen dumpfen, hohlen Laut (wie aus einer enghalsigen Flasche) von sich geben, tief in der Kehle sprechen’ (Kall., Str., Phryn., Poll.) mit ληκυθιστής der mit hohler Stimme deklamiert, κοιλόφωνος(S. Fr. 1063, H.), -ισμός hohles, dumpfes Reden (Plu.); auch als Rückbildung λήκυθος· τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὐχένος ἠχῶδες (Klearch.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 35 A. 12, Bill ClassPhil. 36, 46ff.; ausführlich Quincey Class Quart. 43, 32ff. mit abweichender Auffassung und ausführlicher Diskussion. Kulturwort unbekannten Ursprungs (vgl. Schwyzer 61, Hermann Glotta 13, 152 u. a.); auch ON Λήκυθος (Makedonien). Verfehlte idg. Etymologien bei Bq und v. Blumenthal Gnomon 10, 526; abzulehnen ebenfalls Carnoy Ant. class. 24, 19 (pelasgisch). Beziehung zu aksl. lakъtь, russ. lákotь Topf ist fraglich, s. Vasmer Wb. s. v. (dazu noch Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50).
Etymology: Zu λήκυθος im allg. L. J. Elferink, Lekythos. Archäologische, sprachliche und religionsgeschichtliche Untersuchungen. Amsterdam 1934 (im Sprachlichen sehr anfechtbar).
Page 2,116

Wikipedia EN

Attic white ground lekythos, c. 490 BC, Achilles dragging the body of Hector

A lekythos (plural lekythoi) is a type of ancient Greek vessel used for storing oil (Greek λήκυθος), especially olive oil. It has a narrow body and one handle attached to the neck of the vessel, and is thus a narrow type of jug, with no pouring lip; the oinochoe is more like a modern jug. In the "shoulder" and "cylindrical" types which became the most common, especially the latter, the sides of the body are usually vertical by the shoulder, and there is then a sharp change of direction as the neck curves in; the base and lip are normally prominent and flared. However, there are a number of varieties, and the word seems to have been used even more widely in ancient times than by modern archeologists. They are normally in pottery, but there are also carved stone examples.

Wikipedia EL

Η λήκυθος είναι τύπος ελληνικής αγγειοπλαστικής η οποία χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου. Αποτελείται από ένα στενό σώμα, ένα λεπτό και μακρύ λαιμό και μια λαβή που συνδέει το λαιμό με το σώμα. Χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου στον τάφο ανύπανδρων νεκρών.

Wikipedia DE

Die Lekythos (griechisch Λήκυθος, Plural Lekythoi, Lekythen) ist ein griechisches Gefäß zur Aufbewahrung von Olivenöl von unterschiedlicher Größe und Form mit enger Mündung und einem Henkel.

Lekythen wurden allgemein als kleine Ölgefäße im profanen Bereich verwendet, etwa Bauchlekythen als Toilettengefäße von Frauen oder Lekythen für das Öl zur Reinigung in der Palästra der Männer.

Insbesondere werden als Lekythen jedoch attische Gefäße des 6. und 5. Jahrhunderts v. Chr. bezeichnet, die Spenden von Duftöl enthielten und als Grabgaben dienten. Lekythen wurden häufig bemalt, zunächst schwarzfigurig (ca. 590 v. Chr. bis 480 v. Chr.), dann rotfigurig (seit um 530 v. Chr.) und vor allem weißgrundig; die weißgrundigen Lekythen wurden ausschließlich für den Grabgebrauch gefertigt. Die Lekythen nahmen im Laufe des 5. Jahrhunderts an Größe immer mehr zu, um Öl zu sparen, erhielten sie Spareinsätze. Kurz vor 400 v. Chr. entstanden sehr große Lekythen aus Ton (etwa die Gruppe der Huge Lekythoi), die wohl auf den Gräbern aufgestellt wurden, im 4. Jahrhundert sind dann massive Marmorlekythen als Grabdenkmäler in den Nekropolen Athens üblich, auch Grabreliefs mit Lekythendarstellungen kommen nun vor.

Wikipedia ES

Lécito o lếkythos (del griego «λήκυθος») es un vaso utilizado para almacenar aceite o pomadas, hermano del alabastrón y el aríbalo.​ También se usaron como vasos funerarios.

Wikipedia FR

Un lécythe (du grec ancien λήκυθος / lếkuthos) est un vase grec antique utilisé pour stocker de l'huile parfumée destinée aux soins du corps. La forme est inventée dans la première moitié du vie siècle av. J.-C.. Un type particulier, le lécythe à fond blanc, est très fréquemment utilisé comme vase funéraire.

Wikipedia IT

La lekythos (in greco antico λήκυθος), in italiano lecito (/ˈlɛʧito/), è un vaso dal corpo allungato, stretto collo con un'unica ansa e ampio orlo svasato. Era utilizzato nella Grecia antica e nelle zone magno-greche per conservare e versare olio profumato e unguenti, era impiegato dagli atleti, nelle cerimonie funebri e come segnacolo sepolcrale. La principale funzione del vaso, conservazione e aspersione di olio, ha determinato l'evolversi e lo stabilizzarsi della forma, dotata di collo stretto che limita la fuoriuscita del contenuto e orlo adatto ad impedirne lo spreco. Il termine era impiegato in antichità per ogni tipologia vascolare destinata a questo stesso uso, compreso l'ariballo, la distinzione tra le forme è una convenzione della nomenclatura moderna.

Wikipedia PT

O lécito (do grego λήκυθος — lekythos) é um vaso grego antigo utilizado para armazenar óleos perfumados destinados ao cuidado do corpo. Os lécitos são frequentemente utilizados como vasos funerários. A forma característica do lécito é geralmente cilíndrica, delgada, com uma única alça e pescoço fino, para controlar a dosagem de óleo.

Wikipedia RU

Лекиф (др.-греч. λήκυθος) — древнегреческая ваза, предназначенная для хранения оливкового масла, которая также использовалась как погребальный дар в V веке до н. э. Характерными чертами лекифа являются узкое горлышко и небольшая ножка.

Лекифы часто украшались росписями разными красками по белому фону. Если лутрофоры в свадебных и погребальных обрядах символизировали незамужнюю женщину, то лекиф соотносился с неженатым мужчиной. Лекифы также изображались рельефами или скульптурно в местах погребения в качестве художественных элементов надгробий, в частности на кладбище Керамик в Древних Афинах.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγεῖο λαδιοῦ, στό λόγο εἶναι τά ρητορικά σχήματα). Πιθανόν ἀπό τό ληχέω (=ἠχῶ) ἤ ἀπό τό ἔλαιον + κεύθω (=κρύβω).
Παράγωγα: ληκύθειος (=πομπώδης), ληκυθίζω (=μεγαλοποιῶ), ληκύθιον, ληκυθισμός, ληκυθιστής.

English (Woodhouse)

bottle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

be: лекіф; br: lekitos; ca: lècit; cs: lékythos; cv: лекиф; da: lekyth; de: Lekythos; el: λήκυθος; en: lekythos; es: lécito; fa: خمره روغن; fi: lekyytti; fr: lécythe; hu: léküthosz; it: lekythos; ja: レキュトス; lt: lekitas; mk: лекит; nl: lekythos; no: lekyth; pl: lekyt; pt: lécito; ru: лекиф; sh: lekit; sk: lékythos; sl: lekit; sr: лекит; sv: lekyt; uk: лекіф